Λονδίνο, 1967: η underground rock’n’roll μουσική σκηνή βρίσκεται στο απόγειό της, οι mods ετοιμάζονται για τις σαββατιάτικες εξόδους τους και οι χίπηδες για το Καλοκαίρι του Έρωτά τους, τα ηχεία δονούνται από τη μουσική των Stones και των Pink Floyd, ο καπνός των τσιγάρων γεμίζει τα υπόγεια μπαρ του Soho. Τέσσερις μουσικοί, προερχόμενοι από ετερόκλητα καλλιτεχνικά και κοινωνικά υπόβαθρα, και ο καθένας σε μια διαφορετική δύσκολη περίοδο της ζωής του, ενώνουν τις δυνάμεις τους – ο blues μπασίστας Ντιν Μος, που μόλις έχασε τη δουλειά και το σπίτι του αφού δεν κατάφερε να πληρώσει το νοίκι, η folk τραγουδίστρια και πληκτρού Ελφ Χόλογουεϊ, που μόλις την παράτησε ο φίλος της και έτερον ήμισυ του folk duoτης, ο βιρτουόζος Ολλανδός κιθαρίστας Γιάσπερ Ντε Ζουτ, που βασανίζεται ολόκληρη τη ζωή του από τις φωνές που ακούει και ένα επίμονο τοκ – τοκ που ηχεί μέσα στο κρανίο του, και ο ντράμερ Πίτερ «Γκριφ» Γκρίφιν, παιδί της εργατικής τάξης που προσπαθεί να βιοποριστεί μέσα από τη μουσική του. Μαζί οι τέσσερίς τους, αφού τους εντόπισε και τους έφερε κοντά ο δαιμόνιος Καναδός μάνατζερ Λέβον Φράνκλαντ, θα σχηματίσουν τους Utopia Avenue, μια μπάντα πειραματική και αταξινόμητη, που ακροβατεί ανάμεσα στα μουσικά είδη, την pop, τη folk, τα blues και την ψυχεδελική rock, και που ανέλπιστα θα ταράξει τα νερά της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας, θα ξεσηκώσει τους συναυλιακούς χώρους του Soho, ολόκληρης της Αγγλίας και εν συνεχεία της υπόλοιπης Ευρώπης, και θα βρεθεί σε μια ασταμάτητη πορεία προς την κορυφή, μέχρι την άλλη μεριά του Ατλαντικού.
Το Utopia Avenue, ένατο βιβλίο του Βρετανού David Mitchell, πολυσυλλεκτικού συγγραφέα μυθιστορημάτων πάντοτε ογκωδών και μεγαλεπήβολων, κυκλοφόρησε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Μαρίας Ξυλούρη. Σε αυτό το πλούσιο, πολυφωνικό μυθιστόρημα, ο Mitchell, μέσα από ενδελεχή ιστορική, μουσική και εν γένει πολιτισμική έρευνα, συνθέτει ένα εναργές πορτρέτο του Λονδίνου των τελών της δεκαετίας του ’60 και των Swinging Sixties.
Σε μια ιστορική περίοδο ανάμεσα σε δύο πολέμους, τον Β’ Παγκόσμιο και το Βιετνάμ, όπου τα ιδανικά καταρρέεουν, η πίστη στην πολιτική εκπροσώπηση έχει απολεσθεί και ο υπαρκτός σοσιαλισμός έχει απογοητεύσει, μια ολόκληρη γενιά γαλουχείται ιδεολογικά γύρω από τη μουσική ως κινητήριο δύναμη, καταναλώνει ψυχοτρόπες ουσίες εξεγερσιακά, χορεύει, πίνει αλκοόλ και κάνει σεξ ως πράξη αντίδρασης απέναντι σε ένα κοινωνικό κατεστημένο κομφορμιστικό και μικροαστικό. Άντρες που μακραίνουν τα μαλλιά τους παρότι οι συντηρητικοί πρεσβύτεροί τους τούς αποκαλούν κουνιστούς, που αρνούνται να στρατευθούν και να υπηρετήσουν ένα μιλιταριστικό, πατριωτικό σύστημα, γυναίκες που φορούν μίνι φούστες και εξερευνούν τη σεξουαλικότητά τους αμφισβητώντας την εξουσία της πατριαρχίας στα σώματα τους, μια γενιά που χορεύει ολονυχτίς και γράφει με ανεξίτηλο μελάνι τη δική της σελίδα στο βιβλίο της ιστορίας.
Αυτή η κοινωνικοπολιτική συγκυρία αποτελεί εύφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν μπάντες όπως οι Utopia Avenue, μια μπάντα πρωτότυπη, οργασμικά δημιουργική, με στίχο άλλοτε πολιτικό και ριζοσπαστικό, άλλοτε ψυχεδελικό και τριπαριστό, άλλοτε ευαίσθητο και βαθιά βιωματικό. Ο Mitchell αποτυπώνει πιστά στο χαρτί τη γέννηση των (fictional) Utopia Avenue, από τις δοκιμαστικές συναυλίες, τις διαδοχικές πρόβες και την πολύπλοκη, απαιτητική δημιουργική διαδικασία, μέχρι τα πρώτα singles στην κορυφή των chart, τις περιοδείες στην Ευρώπη και την Αμερική, το σεξ, τα πάρτι και τα ναρκωτικά, τη ραγδαία άνοδο στο απόγειο της φήμης και της δόξας – και την αιφνίδια, αναπάντεχη ανακοπή της.
Οι σελίδες του βιβλίου πάλλονται από μουσική, από τους Stones, τους Beatles, τους Who και τους Grateful Dead, και ο Mitchell αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής γράφοντας ένα παθιασμένο γράμμα αγάπης στις μπάντες και τα τραγούδια που σφυρηλάτησαν τη γενιά του. Από την αφηγηματική σκηνή αυτού του πολυφωνικού μυθιστορήματος παρελαύνουν μια σειρά από ετερόκλητους χαρακτήρες, μουσικοί, ατζέντηδες, μαγαζάτορες και, φυσικά, διάσημα αστέρια της εποχής: οι ήρωες συναντούν τον David Bowie στα σκαλιά της δισκογραφικής τους, κάνουν ναρκωτικά μαζί με τον Syd Barrett, περνούν μια μεθυσμένη νύχτα με τον Leonard Cohen στο ρετιρέ της Janis Joplin στο θρυλικό Chelsea Hotel, φλερτάρουν με τον Francis Bacon και τριπάρουν μαζί με τον Jerry Garcia των Grateful Dead– και όλες αυτές οι συναντήσεις δεν φαντάζουν επιτηδευμένες ή χάριν εντυπωσιασμού, αλλά εντάσσονται στην αφήγηση σαν οργανικό κομμάτι της.
Ταυτόχρονα, το Utopia Avenue είναι και ένα εις βάθος, ενδελεχές ψυχογράφημα των χαρακτήρων του: ο Ντιν Μος, παιδί της εργατικής τάξης από το Gravesend, με έναν πατέρα μέθυσο και κακοποιητικό, πάλευε να βγάλει τα προς το ζην με συγκυριακές δουλειές, μέχρι να στρατολογηθεί από τον Λέβον Φράνκλαντ για να δημιουργήσουν τους Utopia Avenue. Η ντροπή που αισθάνεται ο Ντιν για την τάξη του, ιδίως όταν την αντιπαραβάλλει με αυτή των πλουσιόπαιδων της μπάντας, της Ελφ και του Γιάσπερ, χρησιμεύει ως όχημα στον Mitchell για να σχολιάσει τις ταξικές αντιθέσεις σε μια από τις πιο ταραχώδεις πολιτικά εποχές, όταν οι αντιιμπεριαλιστικές πορείες και η βίαιη αστυνομική καταστολή τους σημάδευαν με μελανά γράμματα την ιστορία.
Η Ελφ Χόλογουεϊ, από την άλλη, είναι μια ταλαντούχα μουσικός που προσπαθεί να επιβιώσει εντός της ανδροκρατούμενης μουσικής βιομηχανίας, να αντιπαρέλθει τις υποτιμήσεις, τις παρενοχλήσεις και τον σεξισμό που βιώνει, και ταυτόχρονα να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλικότητά της, ένας χαρακτήρας σάρκινος, δυναμικός και φεμινιστικός. Κεντρική στην εξέλιξη της πλοκής στέκει η αινιγματική, μυστηριώδης φιγούρα του Γιάσπερ Ντε Ζουτ, του εκκεντρικού, βιρτουόζου κιθαρίστα, αντίστοιχου βεληνεκούς με τον Jimmy Hendrix, που υποφέρει κρυφά από τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας από την ψυχική ασθένεια που καθορίζει ολόκληρη τη ζωή του. Μέσα από τον χαρακτήρα του Γιάσπερ, ο Mitchell σχολιάζει την περιθωριοποίηση των νευροατυπικών και των ψυχικά νοσούντων από ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα· ταυτόχρονα, στο παρακλάδι αυτό του κεντρικού κορμού της ιστορίας, η αφήγηση ακροβατεί παραληρηματικά ανάμεσα στα είδη, από τον ρεαλισμό στη φαντασία και το μεταφυσικό, κυριαρχείται από αμφισημία και ανεπίλυτα ερωτήματα.
Με πρόζα ρέουσα, γλώσσα άμεση και σφύζουσα, αφήγηση σπιντάτη, νευρώδη και κινηματογραφική, αποδιδόμενη στην εντέλεια από μια μετάφραση – ζώντα οργανισμό, ένα αληθινό κομψοτέχνημα διά χειρός Μαρίας Ξυλούρη, ο Mitchell συνθέτει ένα πλουραλιστικό, επικών διαστάσεων μυθιστόρημα για τον ακανθώδη δρόμο προς τη δόξα, τη διασημότητα, τα συμβόλαια με τις δισκογραφικές, το σεξ με τις groupies και τα πολλά, πολλά ναρκωτικά. Γράφει για το μεθυστικό άρωμα της επιτυχίας, αλλά και για το τι συμβαίνει όταν η τραγωδία και η αληθινή ζωή παρεισφρύουν μέσα στην πασπαλισμένη με χρυσόσκονη επίφαση ευδαιμονίας της δόξας. Γράφει για την οικογένεια, αυτήν που πληγώνει, απογοητεύει και τραυματίζει ανεπούλωτα, αλλά και για την οικογένεια που δημιουργούμε, τους δεσμούς αδελφοσύνης που σφυρηλατούνται δια βίου. Ένα διαυγές, παραστατικό πορτρέτο των Swinging 60s και μια πληθωρική μουσική εποποιία, το Utopia Avenue είναι ένα μυθιστόρημα παλλόμενο, ακτινοβόλο, που διαβάζεται απνευστί και που δονείται από μουσική και από αφηγηματική μαεστρία. Ένα αριστούργημα.