Ο Βυζαντινός Εσπερινός του Luigi de Pascalis είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση της Λούλας Καραγιανάκη, οι οποίες και διακρίνονται -κερδίζοντας έτσι την αγάπη μας- για το επικό περιεχόμενο των εκδοτικών τους επιλογών.
Πρόκειται για την εξιστόρηση της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσα από τα μάτια του Λουκά Πασχάλη, γόνου αριστοκρατικής οικογένειας και γιατρού στο επάγγελμα. Ακριβώς αυτή η επιλογή της εξιστόρησης των γεγονότων μέσω της λαλιάς ενός ομοδιηγητικού αφηγητή, που λειτουργεί ως παρατηρητής και ταυτόχρονα σαν αυτόπτης μάρτυρας, είναι που δίνει στην αφήγηση του ντε Πασκάλις ιδιαίτερο ρεαλισμό και ζωντάνια.
Παράλληλα, ο συγγραφέας μέσα από τη χρήση της εξωτερικής εστίασης παίζει ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τον αναγνώστη, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα για την εξέλιξη της υπόθεσης από ότι ο ίδιος ο ήρωας, κάτι το οποίο συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή, όπου οι πρωταγωνιστές της -δηλαδή εμείς- ούτε που γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Με αυτό το τρόπο ο συγγραφέας προσεγγίζει τον πυρήνα του υπαρξισμού και την έννοια του παραλόγου. Ταυτόχρονα, ο ντε Πασκάλις καταφέρνει να δημιουργεί το απαραίτητο σασπένς που χρειάζεται ένα βιβλίο για να θεωρείται πετυχημένο.
Η περιγραφή της πτώσης του Βυζαντίου, ωστόσο, είναι μόνο το αδρό περίγραμμα του βιβλίου, μέσα στο περιεχόμενο του οποίου ο συγγραφέας έχει εντάξει πολλά στοιχεία της καθημερινής ζωής, των συνηθειών, των εθίμων και των κοινωνικών σχέσεων της εποχής. Έτσι, ο αναγνώστης θα έρθει σε επαφή με ζητήματα όπως ο έρωτας, ο γάμος, η γυναικεία κατάσταση, οι συνθήκες επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και η πολιτική και η διαπλοκή της με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία.
Άλλωστε, αγαπημένος χαρακτήρας του βιβλίου είναι κατά τη γνώμη μου ο Πλήθων Γεμιστός, έτσι όπως αποτυπώνεται μέσα από την πένα του Λουίτζι ντε Πασκάλις, εισάγοντας τον αναγνώστη στις βασικές αρχές της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας και των θεμελίων που οδήγησαν το Βυζάντιο στην ακμή του. Ο ρόλος, άλλωστε, του Πλήθονα είναι καθοριστικός στη δομή του βιβλίου, αφού ο θάνατος του αποτελεί το τέλος του πρώτου μέρους του, ενώ παράλληλα συνεπάγεται την οριστική παρακμή και την αναπότρεπτη πτώση της Αυτοκρατορίας.
Ο Βυζαντινός Εσπερινός, ταυτόχρονα θεμελιώνεται σε μία ακόμα βάση, η οποία αποτυπώνεται μέσα από τη διαλεκτική σχέση της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες (της καθολικής και της ορθόδοξης) και την μοιραία πτώση της ανατολικής, η οποία έφερε ένα τέλος σε μια μακροχρόνια σειρά ραδιουργιών και παιχνιδιών εξουσίας, που είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του βυζαντινού ιδεώδους.
Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης του στην περιγραφή της πολιτικής πλεκτάνης και του πέπλου ίντριγκας και μυστηρίου που καλύπτει τη βυζαντινή ιστορία και κατέληξε σήμερα να είναι ταυτόσημη με την ραδιουργία (“it’s byzantine” λένε στο εξωτερικό όταν θέλουν να πουν ότι κάτι είναι αποτέλεσμα δολοπλοκίας). Το βιβλίο του Luigi de Pascalis προσφέρει άφθονες δόσεις δράσης και πολεμικής αναμέτρησης, αφού το δεύτερο μέρος του είναι αφιερωμένο στην επικείμενη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες, ήτοι την Βυζαντινή και την Οθωμανική, που έκανε το δειλό της ξεκίνημα προκειμένου να κυριαρχήσει σε ανατολή και δύση.
Ως εκ τούτου, ο “Βυζαντινός Εσπερινός” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πολεμικό δράμα, ενώ δε λείπουν και οι αναφορές στο είδος του μεσαιωνικού ρομάντζου, που δένει τέλεια με την εποχή στην οποία αναφέρεται. Ενδιαφέρον έχει και το στοιχείο αυτοαναφορικότητας, το οποίο εισάγει ο συγγραφέας μέσω της επιλογής του να δώσει στον ήρωα του (Λουκάς Πασχάλης) το δικό του όνομα παραφρασμένο (Luigi de Pascalis).