Μία κατάσταση με την οποία δεν θα μπορέσει να συμβιβαστεί ποτέ η ανθρωπότητα είναι ο θάνατος. Ο φόβος του τέλους βρίσκεται στον πυρήνα όλων των θρησκειών και γενικώς των μύθων που έπλαθαν πάντοτε οι άνθρωποι, αναζητώντας παρηγοριά σε έναν άγνωστο μεταθανάτιο χρόνο και χώρο. Ο Φρόυντ αντιπαρέθετε τις ενορμήσεις της ζωής με την ενόρμηση του θανάτου. Με έναν ψυχρό ρεαλισμό, στο όριο του κυνισμού, παρατηρούσε ότι «το άβιο υπήρξε πριν από το έμβιο» και ως εκ τούτου σκοπός του έμβιου απ’ την ώρα που γεννιέται είναι η επιστροφή στην προτέρα του «ανόργανη κατάσταση». Σίγουρα αποτελεί μία ψυχρή απάντηση στο ερώτημα του νοήματος της ζωής, που βασανίζει την ανθρωπότητα και τη φιλοσοφία της για χιλιάδες χρόνια, αλλά είναι προσωπικό ζήτημα του καθενός μας τελικά, να δώσει τις δικές του απαντήσεις σε τόσο βαθιά και δύσκολα ερωτήματα.
Λένε ότι λίγο πριν πεθάνεις περνάει ολόκληρη η ζωή σου μπροστά από τα μάτια σου. Στο Χόλι Μάουντεν του Νίκου Βεργέτη αυτή η τραγική συνθήκη επιμηκύνεται χρονικά. Τον ετοιμοθάνατο αφηγητή – πρωταγωνιστή τον συναντάμε σε μία κατάσταση πλήρους αδυναμίας, να προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά, ενόσω βρίσκεται λίγο πριν το τέλος, το οποίο δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα έρθει, αλλά έχει καταλάβει ότι αυτή η στιγμή βρίσκεται, πλέον, πολύ κοντά. Απευθύνεται, λοιπόν, αυτές τις τελευταίες ώρες (ή μάλλον μέρες) στη σύντροφό του, με έναν εσωτερικό μονόλογο (καθότι αδυνατεί να μιλήσει), ο οποίος κρατά κάθε φορά για όσο χρόνο μπορεί να διατηρήσει τις αισθήσεις του. Προσπαθεί κάθε φορά να την αποχαιρετά με ένα βουβό «αντίο», καθώς δεν γνωρίζει πότε θα είναι η τελευταία φορά που συναντιούνται.
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι γρήγορος, ορμητικός, καταιγιστικός. Διέπεται από έναν εσωτερικό ρυθμό, θυμίζοντας ένα κονσέρτο στο οποίο όλα τα μουσικά όργανα είναι καλοκουρδισμένα και συγχρονισμένα στην εντέλεια. Ο χειμαρρώδης λόγος του ετοιμοθάνατου πρωταγωνιστή δεν είναι πένθιμος, ούτε αναζητά τη λύπηση. Επιλέγει, με τις τελευταίες του σκέψεις, να αφηγηθεί στην αγαπημένη του το παρελθόν του, όλα όσα δεν πρόλαβε να της πει πριν καταλήξει σε αυτή την κατάσταση, αναζητώντας στο παρελθόν ένα καταφύγιο, ίσως ένα νόημα για όλα όσα τον έφεραν μέχρι εδώ, κάτι που θα μείνει ζωντανό ακόμα κι όταν ο ίδιος θα έχει περάσει πλέον στην άλλη όχθη:
«αυτήν την στιγμή δεν είμαι ένας ετοιμοθάνατος που ωραιοποιεί τη ζωή του, αυτήν τη στιγμή ξεβράζω το ζουμί της δικής μου αλήθειας, το ζουμί απ’ τα ψέματά μου, ξερνάω τα απομεινάρια αυτού που είμαι ή αυτού που νομίζω ότι είμαι, ούτως ή άλλως δεν έχει καμία διαφορά»
Το Χόλι Μάουντεν είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Βεργέτη, το οποίο κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Κέλευθος. Από τότε ο συγγραφέας έχει γράψει άλλα δύο βιβλία, ενώ εδώ και κάποιους μήνες αποτελεί τον ιθύνοντα νου μίας πολλά υποσχόμενης νέας εκδοτικής προσπάθειας, των εκδόσεων Κυψέλη. Το πρώτο αυτό βιβλίο του Βεργέτη, βαθιά προσωπικό και αρκετά πειραματικό, καθηλώνει απ’ τις πρώτες σελίδες τον αναγνώστη, ο οποίος δύσκολα θα το αφήσει μέχρι να φτάσει στην τελευταία σελίδα. Εκεί δεν κρύβεται κάποια σπουδαία έκπληξη, κάποιο plot twist, μόνον ένα αίσθημα ολοκλήρωσης, το οποίο καλλιεργεί ο αφηγητής, ο οποίος -παρά τη θέλησή του και ανήμπορος να ανατρέψει την κατάστασή του- γνωρίζει ότι η άμμος στην κλεψύδρα του στερεύει. Κι αυτό είναι τόσο τραγικό, μα και τόσο ανθρώπινο. Όμως δεν αφήνεται στην μοίρα του, δεν πέφτει αμαχητί, γιατί γνωρίζει ότι το μόνο αντίδοτο σε αυτή την τραγική κατάσταση παραμένει η δίψα για ζωή, εκείνες οι στιγμές που νιώθεις αθάνατος, όχι γιατί πνίγεσαι στην ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά γιατί νιώθεις ότι ο χρόνος διαστέλλεται κι ότι η ευτυχία σου θα διαρκέσει αιώνια και σε αυτές ανατρέχει, σκαλίζοντας το παρελθόν του:
«ο θάνατος δε μασάει από δικαιολογίες, ξέρεις μόνο πότε τον νικάς; Όταν αρχίζει να νυχτώνει κι ο ουρανός παίρνει αυτό το άχρωμο μπλε του δειλινού κι εσύ έχεις ξεβγαλθεί απ’ τ’ αλάτια, φοράς τα βραδινά σου και φιλάς στο στόμα τους αγαπημένους σου, είναι όλοι εκεί, και βάζεις ένα ποτό απ’ τα ηχεία του στερεοφωνικού ακούγεται το κάιντ οφ μπλου […] κι ο μάιλς ντέιβις παίζει την τρομπέτα του για σένα κι εσύ παρατηρείς τον ήλιο που κρύφτηκε και το άχρωμο μπλε του ουρανού που δοκιμάζει όλα του τα κοστούμια μέχρι να γίνει περίπου μαύρο, τότε νικάς το θάνατο, τον κατατροπώνεις, του βγάζεις περιπαιχτικά τη γλώσσα, τον κοροϊδεύεις και του φωνάζεις άντε γαμήσου θάνατε»