Λίγα συγκροτήματα έχουν καταφέρει να οδηγήσουν δεκάδες χιλιάδες κόσμου να παραληρούν με τη μουσική τους, τουλάχιστον με τον τρόπο που συνέβαινε αυτό στις συναυλίες των RageAgainst the Machine. Οι οποίοι μάλιστα το κατάφεραν με τον δύσκολο τρόπο: με οξύ κοινωνικοπολιτικό στίχο,αποδοσμένο μουσικάμε μία μίξη hard rock και hip hop, μοναδική για την εποχή της. Σήμερα οι Rage Against the Machine αποτελούν ένα «μύθο» των ‘90s, ένα μουσικό φαινόμενο που «ενηλικίωσε» πολλούς από τους σημερινούς 30ρηδες – 40ρηδες,οι οποίοι μάταια αναζητούν κάποιο μουσικό ανάλογο στη σημερινή εποχή, τουλάχιστον με την πρωτοτυπία, την πυγμή και τη μαζική απήχηση των θρυλικών RATM. Την ανατομία του φαινομένου RATM επιχειρεί ο Βαγγέλης Σ. Καρατζήςστο βιβλίο του «Υes I Spit Fire: Το φαινόμενο Rage Against the Machine» που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες απ’ τις εκδόσεις Απρόβλεπτες.
Πώς έφτασε όμως στην απόλυτη μουσική κορυφή της εποχής του, ένα συγκρότημα με στίχους που βάλλουν «κατά ριπάς» εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος και των κάθε λογής στηριγμάτων του (νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, αστυνομία, πολεμική βιομηχανία κ.α.); Στα πρώτα βήματα των RATM λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν την τεράστια καλλιτεχνική (και εμπορική) επιτυχία που επρόκειτο να σημειώσουν. Το σημειώνει ο Καρατζής εντοπίζοντας το «πρόβλημα» στο ίδιο το «προφίλ» του συγκροτήματος:
«Ένα πολυφυλετικό σχήμα του σκληρού ήχου με στρατευμένους στίχους που έθιγε με απόλυτο θράσος και προκλητικότητα όλα τα αντιεμπορικά ζητήματα που κανένα άλλο συγκρότημα δεν ακουμπούσε με τόση επιθετικότητα».
Η μουσική των Rage Against the Machine δεν ξεχώριζε απλώς για την πρωτοτυπία της και τον σκληρό ήχο της. Το συγκρότημα επεδίωκε μέσα από τη μουσική του να «ταράξει» τα νερά της νεοφιλελεύθερης Αμερικής του Ρίγκαν. Κάθε νέο τους άλμπουμ, κάθε τραγούδι τους στόχευαν να μετατραπεί σε ένα επαναστατικό όπλο, στο ρυθμό και στα λόγια που θα κινητοποιήσουν μαζικά ακροατήρια σε ριζοσπαστικούς αγώνες που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, όπως έκανε το κίνημα των Ζαπατίστας που στήριζαν σταθερά.Με τους EZLN εξάλλου είχαν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας, με τον Subcomandante Marcos μάλιστα να ανοίγει με μία ομιλία του μία απ’ τις εμβληματικότερες συναυλίες του συγκροτήματος, εκείνη που έλαβε χώρα στο Μεξικό και έμεινε γνωστή με τον τίτλο «The Battle of Mexico City».
Πρόκειται για μία πολύ ιδιαίτερη κατάσταση (ειδικά για τα δεδομένα της αμερικάνικης μουσικής σκηνής) που προσπαθούσαν να κατανοήσουν οι μουσικοκριτικοί της εποχής τους, όταν εντυπωσιασμένοι υποδέχτηκαν τον αποκαλυπτικό πρώτο τους δίσκο και παρατηρούσαν ότι «η νέα μουσική και στιχουργική [τους] πλατφόρμα ήταν αποτέλεσμα μίας κοχλασμένης μείξης «από τα πολιτικά διδάγματα των Μάο, Μαρξ και Τσε Γκεβάρα, με τους ήχους των Led Zeppelin, BlackSabbath, SexPistols, House of Pain και PublicEnemy». Η δυναμική των RATM, όσον αφοράτην πολιτική τους επίδραση εντός και εκτός συνόρων των ΗΠΑ, αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο που δύσκολα μπορεί κανείς να σκεφτεί ανάλογό του τις τελευταίες δεκαετίες.
Πώς να μην αναλογιστούμε ότι ένα πολυσήμαντο αντισυστημικό μήνυμα, που οι περισσότεροι θεωρητικοί και πολιτικές οργανώσεις θα χρειαζόντουσαν δεκάδες σελίδες προκειμένου να το εξηγήσουν στα ακροατήριά τους, οι Rage Against the Machine το συμπύκνωσαν σε μία κραυγή, που μπορούσε να δημιουργήσει σεισμικές δονήσεις όταν ακουγόταν στις συναυλίες τους:
«Fuck you, I won’t do what you tell me»
Φυσικά η διαδρομή των Rage Against the Machine δεν ήταν πάντοτε αρμονική. Ήδη απ’ τα πρώτα τους βήματα είχαν προκύψει διαφωνίες για τα μουσικά μονοπάτια που ήθελαν να ακολουθήσει το συγκρότημά τους, παρά το γεγονός ότι συμφωνούσαν στον ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα του μουσικού τους εγχειρήματος. Έτσι υπήρξαν χρονικά διαστήματα που το συγκρότημα βρισκόταν σε καλλιτεχνική απραξία, που έφτανε σε μουσικά τέλματα, μέχρι που οι φήμες που κυκλοφορούσαν για χρόνια τελικά επιβεβαιώθηκαν και εντέλει οδηγήθηκαν στην οριστική διάλυση. Όμως υπήρξαν και εμβληματικές στιγμές που το πολιτικό τους μήνυμα μετουσιώθηκε σε εκκωφαντική δράση, ίσως με χαρακτηριστικότερο γεγονός τις συγκρούσεις έξω απ’ το Συνέδριο των Δημοκρατικών την εποχή που έπαιρνε το «χρίσμα» ο Αλ Γκορ:
«Πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν το πρόγραμμά τους, η αστυνομία κατέβασε τον διακόπτη και άρχισε να διαλύει ό,τι αργότερα αποκάλεσε ως «παράνομη συγκέντρωση» […] Πολύ γρήγορα, δακρυγόνα, σπρέι πιπεριού, πλαστικές σφαίρες, μονάδες της τάξης και έφιπποι ένστολοι κατέκλυσαν τον χώρο χτυπώντας στον ψαχνό διαδηλωτές, συλληφθέντες, δημοσιογράφους και δικηγόρους»
Τη διαδρομή απ’ την μουσική κορυφή στη διάλυση (αλλά και στα πρόσφατα σχέδια -ελέω Trump- για επανένωση του συγκροτήματος, που αναβλήθηκαν λόγω πανδημίας), διηγείται με πληρότητα ο Βαγγέλης Καρατζάς στο βιβλίο του, το οποίο διαβάζεται εξίσου ευχάριστα από κάθε αναγνώστη, είτε είναι ήδη fan του συγκροτήματος, είτε βρίσκεται ακόμα στα πρώτα βήματα της ανακάλυψής της μουσικής των RATM. Η ερευνητική και συγγραφική δουλειά του Καρατζά είναι πολύτιμη, καθώς έχει μελετήσει τις ήδη υπάρχουσες (φυσικά ξενόγλωσσες) μουσικές βιογραφίες του συγκροτήματος, αλλά έχει ανατρέξει και σε περιοδικά και σε οπτικοακουστικό υλικό, άγνωστο στο ευρύ κοινό. Μάλιστα έχει κάνει εύστοχη και ισορροπημένη χρήση επιλεγμένων κειμένων της εποχής που διηγείται, ανάμεσα στα οποία βρίσκουμε δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις σημαντικών τουρ τους, συνεντεύξεις και αρθρογραφία, μέσω των οποίων γνωρίζουμε από «πρώτο χέρι» τη σημασία του συγκροτήματος, όσο ο μύθος τους ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση.
Το Υes I Spit Fire είναι απ’ τις περιπτώσεις των βιβλίων που το εντυπωσιακό τους εξώφυλλο αποτελεί μόνοτον προπομπό για το ευχάριστο και ξεχωριστό περιεχόμενό τους. Μας δίνει την ιδανική ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα το φαινόμενοτων RATM, τομουσικόσυγκρότημα πουξεκίνησεως «ένα crossover πείραμα διαφορετικών μουσικών και προσωπικών αφετηριών, με στίχους βγαλμένους από πολιτικά μανιφέστα του Μάλκολμ Χ, τουΤσε, του Μαρξ, τουΤσόμσκι και των IWW» και κατέληξε να γίνει ένας μουσικός θρύλος.