Σε ένα απομονωμένο χωριό της ολλανδικής υπαίθρου, ένας 49χρονος κτηνίατρος παθαίνει εμμονή με την 14χρονη κόρη ενός κτηνοτρόφου, του οποίου τα ζώα περιθάλπει. Εκείνη είναι ιδιόρρυθμη, μοναχική, πενθεί ακόμα για τις οικογενειακές απώλειες που τη στιγμάτισαν, εκείνος προσπαθεί να ξεφύγει από τα τραύματα της δικής του παιδικής ηλικίας – το έδαφος είναι εύφορο για μια σχέση αλληλεξάρτησης, μια σχέση που εκείνος περιγράφει ως ιστορία αγάπης, έρωτα απαγορευμένου και υπερβατικού, αλλά που στην πραγματικότητα είναι ένα αποτρόπαιο χρονικό παιδικής αποπλάνησης, εκμετάλλευσης και κακοποίησης.
Ο Ολλανδός συγγραφέας Marieke Lucas Rijneveld τάραξε τα διεθνή λογοτεχνικά νερά με το ντεμπούτο του, Δυσφορεί H Nύχτα, όταν και έγινε ο νεότερος σε ηλικία και ο πρώτος non-binary (πλέον έχει αλλάξει τις αντωνυμίες του σε αρσενικές) συγγραφέας που κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Booker. Με το δεύτερο μυθιστόρημά του, Υπέροχη αγαπημένη μου, που κυκλοφορεί και αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και Άγγελου Αγγελίδη, επιστρέφει στην αφήγηση με αυτοβιογραφικά στοιχεία, στην ερημική ολλανδική ύπαιθρο, στην αγροτική ζωή, σε οικογένειες βουτηγμένες στην άβυσσο του πένθους και σε μοναχικά παιδιά που αποκλίνουν από τη νόρμα. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, απευθυνόμενη στην ανώνυμη 14χρονη κόρη του κτηνοτρόφου, το αντικείμενο του πόθου και της λατρείας του, ο επίσης ανώνυμος αφηγητής χρονογραφεί το ιστορικό της εμμονής και του έρωτά του για εκείνη, σε έναν χειμαρρώδη, ασθματικό μονόλογο.
Σταδιακά και παραστατικά, σκιαγραφεί το πορτρέτο της, ένα πλάσμα αδάμαστο που διαρκώς επιθυμεί να ξεφύγει από τα στενά, περιοριστικά όρια του Village, του απομονωμένου χωριού της, όμως συνάμα επιστρέφει ξανά και ξανά στην οικειότητα της φάρμας, του πατέρα της και των ζωντανών τους. Ακούει ξένη μουσική, Kate Bush, Cranberries και Kurt Cobain, διαβάζει Roald Dahl και Stephen King, βλέπει το Dogville και το American Psycho, κάνει συνεχείς, διανοουμενίστικες αναφορές στην ποπ κουλτούρα της εποχής (η ιστορία τοποθετείται χρονικά στο 2005), φαντασιώνεται πως γίνεται και εκείνη διάσημη, ονειρεύεται μια ζωή μακρινή, άπιαστη μα γι’ αυτό τόσο θελκτική. Ρέπει ανάμεσα στα φύλα, η θηλυκή ταυτότητα δεν την εμπερικλείει, ζηλεύει τα αγόρια για τα γεννητικά τους όργανα και παρατηρεί ηδονοβλεπτικά και με ζήλια τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις τους, θέλει να αποκτήσει και εκείνη πέος, κέρατο, και τη σύμφυτη με αυτό ελευθερία, την απότοκή του εξουσία και επιβολή.
Η απώλεια κάνει και εδώ την εμφάνισή της, το τραύμα της πυορροεί διαρκώς, η σκιά και το φάντασμα του νεκρού αδελφού και της απούσας μητέρας, του Χαμένου και της Παρατημένης, πλανώνται μόνιμα, σαν δαμόκλειος σπάθη, πάνω από ένα σπίτι που δεν είναι σπιτικό, εξ αίματος συγγενείς που δεν είναι πια οικογένεια. Εκείνη διαρκώς αποδρά από την πεζή, ζοφερή καθημερινότητα και το αβάσταχτο πέπλο του πένθους μέσα από παροδικές μεθόδους αναχωρητισμού, νοερές συζητήσεις με τον Φρόιντ και τον Χίτλερ, αυτό-ψυχαναλυτικά ντιβάνια όπου επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει τον εαυτό της, μικροκλοπές, απόπειρες να διαφυλάξει μέσα από συμβολικά αντικείμενα τις λιγοστές στιγμές ευτυχίας στη ζωή της, μέσα από τον αυτοτραυματισμό, τον μόνο τρόπο που διαθέτει για να απαλύνει τον πόνο, να τον ελέγχει.
Εκείνη είναι Πουλί, θέλει να πετάξει, να επιδιορθώσει τις ραγισμένες φτερούγες της και να φύγει μακριά από την εγκόσμια φυλακή της, να περιπλανηθεί στις ατελεύτητες προοπτικές του κόσμου που απλώνεται στα πόδια της – εκείνος την παρακολουθεί μαγεμένος, τη λατρεύει σιωπηρά, όμως θέλει να την περιορίσει, να την κρατήσει στο έδαφος, προστάτης και δεσμώτης της. Στο φόντο, η στατική, βαλτώδης ατμόσφαιρα της ολλανδικής υπαίθρου, μακριά από τις πολιτισμικές εξελίξεις που εκείνη τόσο λαχταρά, εκεί όπου η καθημερινότητα συνίσταται αποκλειστικά στις γεννήσεις, τις αρρώστιες και τα θανατικά των ζώων, εν μέσω της επιδημίας των βοοειδών που σκόρπισε την απελπισία στους κτηνοτρόφους.
Ο Rijneveld συνθέτει τη δική του ερμηνεία της Λολίτας του Nabokov (οι αναφορές και τα κλεισίματα του ματιού είναι συνεχή), τη δική του ανάγνωση του αρχετυπικού μύθου του απαγορευμένου έρωτα, προσδίδοντας όμως εδώ αίτια πίσω από το έγκλημα: ο πόνος γεννά πόνο, το θύμα βρίσκεται στη θέση του θύτη, ο εκμεταλλευόμενος γίνεται εκμεταλλευτής, η παιδική κακοποίηση είναι και πάλι αυτή που βρίσκεται στη ρίζα του Κακού. Εκείνος αναγεννάται μέσα από τον πόθο του για αυτήν, η λατρεία του τον επαναφέρει στη ζωή και του χαρίζει μια δεύτερη ευκαιρία, μέσα από εκείνη προσπαθεί απέλπιδα να ψηλαφήσει την παιδική ηλικία που βίαια στερήθηκε.
Σαν άλλος Χάμπερτ Χάμπερτ, ο αφηγητής είναι αναξιόπιστος, οι χρωματισμοί που χρησιμοποιεί για να φωτίσει τις πτυχές της ιστορίας του είναι ρομαντικοποιημένοι, ονοματίζει αγάπη και εξυμνεί εκείνο που δεν είναι άλλο από διεστραμμένος πόθος για την παιδικότητα, για άγουρα στήθη και πάνινα κουκλάκια σε ράφια. Εκείνη τρομάζει με τα θρίλερ που βλέπει, φοβάται πως θα βρει το Αυτό κάτω από το κρεβάτι της, όμως δεν γνωρίζει πως το πραγματικό τέρας, η πραγματική απειλή βρίσκεται δίπλα της, στο βλέμμα που αδηφάγα κατασπαράζει τα παιδικά σημεία του κορμιού της, στο χέρι που παραβιαστικά χώνεται κάτω από το βαμβακερό εσώρουχο με τα φιογκάκια.
Εκείνος προσπαθεί συνέχεια να βρίσκεται κοντά της, επινοεί δικαιολογίες για να επισκέπτεται τη φάρμα τους, την παρακολουθεί και ζηλεύει όταν τη βλέπει να φλερτάρει με συνομήλικά της αγόρια, τη θέλει δική του, ανόσιο κτήμα και ιδιοκτησία του, ερεθίζεται με την αγνότητα και την παιδική αθωότητά της. Όπως παραβιάζει τα σώματα των ζώων που περιθάλπει, όπως διενεργεί σπερματεγχύσεις στις αγελάδες και βίαια εισβάλλει στους κόλπους τους, έτσι παραβιάζει και το σώμα εκείνης, της υπέροχης αγαπημένης του, της, κατά Nabokov, νύμφης και φωτιάς στα λαγόνια του, κάμπτει τις αντιστάσεις της, κωφεύει μπροστά στην έλλειψη συναίνεσής της και διεισδύει, μολύνει, καταπατά, σημαδεύει.
Τυχόν ανάγνωση του βιβλίου ως ύμνος στον απρόσιτο, απαγορευμένο έρωτα που δεν γνωρίζει ηλικία, κοινωνικά και ηθικά όρια είναι από επιδερμική έως και εγκληματικά εσφαλμένη: τούτη εδώ δεν είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά ένα βάναυσο, κτηνώδες χρονικό παιδικής κακοποίησης και ο Rijneveld το καθιστά κάτι περισσότερο από σαφές, όσο αναλύει, με αιχμηρή ακρίβεια και αφηγηματική ενάργεια, όλους τους μηχανισμούς της κακοποίησης και του grooming. Ο θύτης γνωρίζει την ανισότητα στη δυναμική των σχέσεων εξουσίας και την εκμεταλλεύεται, βάλλει συστηματικά κατά της αυτοεκτίμησης του θύματος, δομεί μια σχέση εξάρτησης, όπου εκείνη οφείλει να κερδίζει την αγάπη και την προσοχή του διαρκώς, και κάπως έτσι τα διαδοχικά παραβιαστικά αγγίγματα και οι θωπείες δίνουν σταδιακά τη θέση τους στη βίαιη σωματική κακοποίηση και τον βιασμό.
Η έννοια της ενοχής είναι κεντρική στην αφήγηση, η ενοχή που αισθάνεται εκείνη για την απώλεια της οικογένειάς της, για τον ίδιο της τον πόνο και τη διαφορετικότητά της, για τις μύχιες σκέψεις της αλλά και για τη φρίκη που βιώνει – παρομοιάζει διαρκώς τον εαυτό της με ενσαρκώσεις του Κακού, με τα αεροπλάνα που γκρέμισαν τους Δίδυμους Πύργους, με τον Χίτλερ με τον οποίο μοιράζονται και την ημέρα των γενεθλίων τους, με παντός είδους αναπαραστάσεις της φαυλότητας στο συλλογικό συνειδητό. Η ενοχή, όμως, είναι αυτή που κατατρύχει και τον ίδιο τον αφηγητή, ενοχή για την κακοποίηση που βίωσε εκείνος ως παιδί, για τις παράνομες, διεστραμμένες επιθυμίες του, για τον Κρεμασμένο, τον κτηνοτρόφο που δεν κατάφερε να σώσει και πρωταγωνιστή των εφιαλτών του, μα πάνω απ’ όλα ενοχή για εκείνη, για την υπέροχη αγαπημένη του και για όλους τους τρόπους που εκ θεμελίων συνέτριψε τη ζωή της.
Ο Rijneveld χρησιμοποιεί γλώσσα ποιητική, με μακροπερίοδο λόγο και ελάχιστα σημεία στίξης, αφήγηση όχι αμιγώς γραμμική αλλά συνειρμική, που ακολουθεί τη ροή της συνείδησης και τα ξεστρατίσματα της σκέψης του αφηγητή, τις αναμνήσεις και τις επιθυμίες του. Η πρόζα είναι αλληγορική, ο λυρισμός διαπλέκεται με τη βία, τη σκληρότητα και τη σεξουαλική διαστροφή – την εικόνα της 14χρονης με λευκό, παρθενικό φουστάνι, άσπιλη ακόμα και αμόλυντη, άμωμο τέκνο του Θεού, διαδέχεται η εικόνα του κομμένου πέους μιας νεκρής ενυδρίδας, ενθύμιο σεξουαλικής περιέργειας και παρέκκλισης. Οι βιβλικοί συμβολισμοί είναι συνεχείς, η παρουσία της θρησκείας στην κοινότητα ισχυρή, αλλά ο Θεός απών, δεν λυτρώνει από τον πόνο και δεν προστατεύει, απρόσιτος και αδιάφορος μπροστά στα ανοσιουργήματα που τελούνται.
Πλασμένο από το υλικό που φτιάχνονται οι εφιάλτες, από τη ζοφερότερη εικονοποιία του φαντασιακού, η Υπέροχη Aγαπημένη Mου είναι μια ιστορία για την απώλεια που τραυματίζει ανεπανόρθωτα και ανεπούλωτα, για το πένθος που, κολλώδες, βαραίνει και διά παντός σημαδεύει την ψυχή και για τη σύμφυτή του ενοχή, και κυρίως ένα συγκλονιστικό ιστορικό παιδικής κακοποίησης που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδιαβάσει. Ο Rijneveld είναι ένας συγγραφέας για γερό στομάχι και αυξημένες αντοχές, όμως αποζημιώνει τον υπομονετικό αναγνώστη με μια αφήγηση που τόσο η μορφή της πρόζας της όσο και το περιεχόμενό της χαράσσεται ανεξίτηλα στη μνήμη.