Η συγκεκριμένη κριτική θα μπορούσε να ξεκινάει με τον πολύ γνωστό στίχο «συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα..» και όπου τρέλα βάλτε εργασία/ κοινωνία/ καθημερινότητα. Στο βιβλίο του Αυτόματα (εκδόσεις Αντίποδες, 2015) ο Κώστας Περούλης μας παρουσιάζει αυτό ακριβώς. Μέσα από δέκα από διηγήματα παρουσιάζεται ο αυτοματισμός και η ρουτίνα της καθημερινότητας του εργαζόμενου.
Έχουμε να κάνουμε με δέκα διηγήματα στα οποία ο κύριος χαρακτήρας είναι πάντα διαφορετικός. Μπορεί να είναι εργατοτεχνίτης, μπορεί να είναι ένας συγγραφέας που παρακολουθεί ως θεατής ένα ρατσιστικό συμβάν -σχολιάζοντας έτσι το ρόλο της λογοτεχνίας στη σημερινές συνθήκες- μη κάνοντας τίποτα. Μπορεί να είναι μια ηθοποιός που δεν αντέχει και ειρωνεύεται πια τις ατάκες που λέει, ακόμα και ένας ΜΑΤ-ατζής ο οποίος ακολουθεί άγρυπνος και κουρασμένο έναν φιλο-φασίστα συνάδελφό του οδεύοντας προς το Κέντρο έχοντας μια αλληγορική εμπειρία στο λιμάνι του Πειραιά.
Ως εδώ φαίνεται να έχουμε να κάνουμε με τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες που όμως είναι όλοι εν τέλει τόσο ίδιοι. Το κοινό όλων των ηρώων των ιστοριών είναι πως δεν είναι εκείνοι οι πρωταγωνιστές αλλά οι ιδιότητές τους. Τα επαγγέλματά τους που χωρίς αυτά δε μπορούν να υπάρξουν. Άλλωστε το σύστημα πρέπει να δουλεύει συνεχώς και τα γρανάζια δε γίνεται να σταματάνε.
Κι όμως διαβάζοντας μέχρι εδώ, κάποιος θα σκεφτόταν εύλογα ότι το βιβλίο βρίθει πολιτικού λόγου, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και συνειδητά νομίζω ο συγγραφέας το άφησε στην άκρη αυτό, αν και είναι εν ζωή και περιγράφοντας μία αλλοτριωμένη από την εργασία κοινωνία, τα πολιτικά και κοινωνικά νοήματα βρίσκουν μόνα τους το δρόμο για το υποσυνείδητο του αναγνώστη. Ή και του συγγραφέα.
Ο Κώστας Περούλης καταφέρνει με τα διηγήματά του να κάνει δικιά του τη ζαργκόν του κάθε επαγγέλματος και αυτό είναι ίσως το δίκοπο μαχαίρι της εν λόγω κυκλοφορίας. Οι λεπτομερείς αναφορές στην ορολογία του κάθε επαγγέλματος από τη μία βάζει τον αναγνώστη πολύ γερά στην ψυχολογία και στη θέση του εκάστοτε χαρακτήρα και δείχνει με πολύ έξυπνο τρόπο την αυτοματοποίηση του καθενός μέσα από την εργασία του. Από την άλλη όμως σαν τρόπος γραφής μπορεί να κουράσει τον αναγνώστη που δεν έχει επαφή με τόσο εξειδικευμένη ορολογία. Θα μου πείτε όμως, «αυτό ακριβώς είναι το ζουμί. Να κουραστεί ο αναγνώστης όπως και ο ήρωας-εργάτης της ιστορίας». Και θα σας πω «έχετε δίκιο». Γι’ αυτό και το σχολιάζω ως δίκοπο μαχαίρι αυτό. Ακόμα και εγώ δεν κατάλαβα αν διαβάζοντάς το με κέρδισε ή όχι, το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Και αυτό νομίζω πως είναι κάτι πολύ θετικό.
Εν κατακλείδι το Αυτόματα είναι μία συλλογή διηγημάτων που εκφράζουν με έναν πολύ ωμό και ρηχό –με πολύ καλή έννοια- τη σημαίνει να χάνεις τον εαυτό σου μέσα από την δουλειά και να τα κάνεις όλα.. αυτόματα. Γιατί όπως μας λέει και η ιστορία Στο Μουσείο «.. το χειρότερο είναι να τελειώνεις τη δουλειά, και να φεύγεις, και να μην έχεις γίνει άλλος άνθρωπος».