Είναι κάποιες σειρές που είναι ταξίδι. Είναι κάποιες σειρές που από την αρχή μέχρι το τέλος τους επιλέγουν να πούνε τη δικιά τους ιστορία όπως αυτές θέλουν χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για την τηλεθέαση και τις βαθμολογίες. Παρόλο που αυτές είναι δυστυχώς λίγες και οι περισσότερες δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μέχρι το τέλος ευτυχώς υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις οι οποίες καταφέρνουν να ξεχωρίσουν μέσα στον χείμαρρο της εύπεπτης διασκέδασης. Το Legion ήταν μία από αυτές. Το υπερηρωικό δημιούργημα του Noah Haley (Fargo, Lucy in the Sky) ήταν μία σειρά που από την αρχή της δεν ήταν καθόλου εύκολη. Επρόκειτο για μια δύσβατη ιστορία η οποία δεν απόκτησε ποτέ το μεγάλο κοινό που θα της άρμοζε, κέρδισε όμως τις καρδιές αυτών που επέλεξαν να την ακολουθήσουν μέχρι το τέλος της. Πατώντας στον δρόμο που χάραξαν το Watchmen και το Logan το Legion έθεσε τα θεμέλια για μια διαφορετική ανάγνωση του υπερηρωικού είδους αυτή τη φορά στην τηλεόραση. Μπορεί να μην ήταν μια σειρά η οποία να πήρε την αναγνώριση που της άξιζε σίγουρα όμως κέρδισε μία ξεχωριστή θέση στην καρδία αυτών που επέλεξαν να την ακολουθήσουν μέχρι το τέλος του. Και αυτό το τέλος ήταν αν μη τι άλλο λυτρωτικό.
Ο τρίτος και τελευταίος κύκλος του Legion, προβλήθηκε μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε. Όπως και με τους δύο προηγούμενους κύκλους της η σειρά επέλεξε να κρατήσει ένα χαμηλό προφίλ αφού ούτε διαφημίστηκε ιδιαίτερα ούτε ακούστηκε πολύ. Η ιστορία μπήκε κατευθείαν στο ψητό χωρίς πολλά-πολλά παρουσιάζοντάς μας τον πόλεμο μεταξύ του Legion και των κάποτε συμμάχων του. Αγάπη, μίσος, ταξίδια στον χρόνο αλλά και μουσικές μονομαχίες περιπλέκονται σε μία σουρεαλιστική μάχη μεταξύ δύο πλευρών στην οποία καμία από τις δύο δεν έχει άδικο. Ο David έχοντας προδοθεί από όλους όσους κάποτε αγαπούσε, καταλήγει να γίνεται ο Legion, ένα πλάσμα με ανυπολόγιστη δύναμη ο οποίος θα φέρει το τέλος του κόσμου. Βρίσκοντας λοιπόν τη Switch, έναν άνθρωπο που έχει την ικανότητα να ταξιδέψει μέσα στον χρόνο αποφασίζει να γυρίσει πίσω και να σώσει τη μητέρα του αλλάζοντας τα πάντα. Οι πρώην σύμμαχοί του όμως γνωρίζοντας ότι ο David θα προκαλέσει ανυπολόγιστες συνέπειες με αυτή του την πράξη αποφασίζουν να κάνουν τα πάντα για να τον σταματήσουν. Και έτσι ένας ανελέητος πόλεμος ξεκινάει. Το Legion ήταν πάντα μία δύσκολη σειρά να την ακολουθήσει κανείς καθώς ο αφαιρετικός τρόπος που αφηγείται την ιστορία της δεν την καθιστούσε εύκολη σειρά για να την παρακολουθήσει κανείς. Και σε αυτόν τον κύκλο πάλι τα πράγματα δεν αλλάζουν. Η σειρά για άλλη μία φορά ισορροπεί μεταξύ σουρεαλισμού και πραγματικότητας προσφέροντας στον θεατή ένα ανελέητο τριπάρισμα και πολλές συγκινήσεις.
Με τα 8 της επεισόδια η σειρά δεν κουράζει τους ούτως ή άλλως υποψιασμένους θεατές της και καταφέρνει να κλείσει την ιστορία χωρίς να φαίνεται βεβιασμένη. Προσφέρει πολλές συγκινήσεις και άφθονη δράση, με τη μεγαλύτερη ίσως έκπληξη της σειράς να είναι η εμφάνιση του πατέρα του David, του καθηγητή Xavier, κάτι που η σειρά μας προετοίμαζε από τον πρώτο κιόλας κύκλο. Μπορεί ο McCavoy να μην κατάφερε εν τέλει να τον ενσαρκώσει και στη μικρή οθόνη ο αντικαταστάτης του όμως o Harry Lloyd (Game of Thrones) κάνει μια ικανοποιητική δουλεία προσφέροντάς μας μάλιστα και μία από τις δυνατότερες στιγμές της σειράς. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, οι ερμηνείες στο Legion πάντα διατηρούνται σε ένα τρομερό επιπεδο, με αιχμή του δόρατος τους πρώτους ρόλους. Έτσι, ο Dan Stevens (Downton Abbey, Beauty and the Beast) μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά γιατί αυτός ο ρόλος του David ήταν ραμμένος για τα μέτρα του ενώ δε θα μπορούσε να λείπει και η αγαπημένη Aubrey Plaza (Parks and Recreation, Dirty Granpa) η οποία είναι για άλλη μία φορά απόλαυση στον ρόλο της. Και φυσικά έχουμε και έναν ανατριχιαστικότατο Shadow King δια χειρός Navid Negahban (24, Homeland) Εκεί που η σειρά κάνει το θαύμα της είναι στην αφηγηματική της δομή. Ο Noah Hawley, για άλλη μία φορά, αποδεικνύει με μαεστρία γιατί θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς σεναριογράφους στην αμερικανική τηλεόραση αυτή τη στιγμή.
Εναλλάσσοντας με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μεταξύ των ειδών τους δράματος, της υπερηρωικής δράσης αλλά και του… μιούζικαλ η σειρά αλλάζει το στυλ της γρήγορα και άμεσα. Διασταυρώνει την τηλεόραση με τον συγγενικό της κινηματογράφο, κλείνοντάς μας έξυπνα και διακριτικά το μάτι. Άλλωστε το Legion ήταν μια σειρά της οποίας τα ερεθίσματα είναι πολλά και ετερόκλητα και διαφορετικά. Η αισθητική της δανείζεται στοιχεία της αισθητικής επανάστασης των 60’s και της γενικότερης νοοτροπίας του κινήματος των χίπηδων. Αυτό φανερώνεται τόσο από τις μουσικές επιλογές της σειράς η οποίες είναι γεμάτες από αναφορές σε εκείνα τα χρόνια, όσο και από τον ανατρεπτικό τρόπο με τον οποίο είναι γυρισμένη η σειρά η οποία παραπέμπει σε έναν γενικά ψυχεδελικό τόνο. Ψυχεδέλεια (μουσική και κινηματογραφική), σουρεαλισμός και απανωτά τριπαρίσματα μπλέκονται με έναν τρόπο που μόνο ο Hawley μπορεί να ενώσει τόσο εύμορφα και εύστοχα.
Όλη τη διαδρομή την εμπλουτίζει με πολλά σουρεαλιστικά σκηνικά και πλάνα, σε βαθμό μάλιστα που ο Wes Anderson πρέπει να αναφερθεί ως επιρροή. Μπορεί βέβαια ο Hawley να έχει ένα πολύ διαφορετικό όραμα από τον σκηνοθέτη του Grand Budapest Hotel, ωστόσο το εθισμένο στις απότομες αλλαγές μοντάζ όπως και τα ονειρικά φοντύ ανσενέ ή τα κοντινά τους παραμένουν κοινός τόπος. Γενικότερα όμως κάθε στοιχείο της παραγωγής,, είναι τρομερής ακρίβειας και αισθητικής ομορφιάς, κάνοντας το Legion ένα μικρό τηλεοπτικό φαινόμενο, που ακόμα και σήμερα σπάνια βλέπουμε.
Το Legion τελείωσε όπως έπρεπε να τελειώσει. Ήσυχα. Χωρίς φανφάρες και τυμπανοκρουσίες, χωρίς πολλά trailer να αναγγέλλουν του τέλος της. Το τέλος μας παρουσιάζεται ως μία σανίδα λύτρωση τόσο του David αλλά και των θεατών οι οποίοι από τον πρώτο κιόλας κύκλο υπέφεραν μαζί του. Μπορεί να μην ολοκληρώνετε με μία μεγάλη μάχη αλλά με έναν συμβιβασμό μεταξύ των δύο πλευρών αλλά το Legion δεν ήταν ποτέ καμία σειρά που να την ενδιέφεραν οι επικές μάχες μεταξύ καλού και κακού. Η τελευταία συγκινητική σκηνή της σειράς κλείνει την ιστορία όπως της άρμοζε από την αρχή. Δίνοντας ένα ικανοποιητικό και ήσυχο φινάλε σε μία σειρά η οποία δεν επιδίωξε ποτέ να γίνει κάτι μεγάλο. Το Legion ήταν και θα είναι μία σειρά που δε ζήτησε ποτέ να την παρακολουθεί πολύς κόσμος, δε ζήτησε ποτέ αμέτρητους κύκλους και το μόνο που ήθελε να τελειώσει την ιστορία της με τους δικούς της όρους. Πράγμα που το κατάφερε, αποδεικνύοντας μας ότι και η τηλεόραση όταν θέλει, μπορεί να μας πει όμορφες και ενδιαφέρουσες ιστορίες χωρίς να θυσιάζεται στον βωμό του εύκολου θεάματος. Και γι αυτό το Legion θα μας λείψει.