Σίγουρα η σημερινή περίοδος της κρίσης του κορονοϊού είναι μία δύσκολη περίοδος για όλους μας. Όμως είναι προφανώς και μία δύσκολη περίοδος για το χώρο του Πολιτισμού και για τους εργαζόμενους σε αυτόν. Θέατρα, κινηματογράφοι και γενικώς οι χώροι ψυχαγωγίας έκλεισαν ήδη απ’ τις πρώτες μέρες των έκτακτων μέτρων της κυβέρνησης για τον κορονοϊό και οι εργαζόμενοι έμειναν γρήγορα χωρίς δουλειά. Όμως κάποιοι από αυτούς έμειναν και χωρίς καθόλου εισοδήματα αφού η κυβέρνηση δεν συμπεριέλαβε τους διασκεδαστές στις κατηγορίες εργαζομένων που δικαιούνται το επίδομα των 800 ευρώ. Γι’ αυτό οι εργαζόμενοι στο χώρο του Πολιτισμού, μέσα απ’ τα Σωματεία τους ξεκίνησαν μία σειρά διαμαρτυριών που κορυφώθηκε στη συγκέντρωση της Τρίτης 14/04 έξω απ’ το Υπουργείο Εργασίας μαζί με άλλα Σωματεία και Ομοσπονδίες. Ο αγώνας τους είναι πέρα για πέρα δίκαιος, πρέπει να στηριχτεί και να νικήσει. Πολλές φορές τους έχουμε χειροκροτήσει στο τέλος μίας παράστασης και τώρα είναι η ώρα να τους αποδείξουμε πόσο ευγνώμονες είμαστε για όσα μας προσφέρουν καθημερινά με τη δραστηριότητά τους.
Όμως παρά το γεγονός ότι τα θέατρα μένουν κλειστά (και είναι εντελώς άγνωστο το πότε θα μπορέσουν να ανοίξουν ξανά) έχουν μπει στην καθημερινότητά μας πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό. Πολλά θέατρα έχουν πάρει την πρωτοβουλία να ανεβάσουν κάποιες βιντεοσκοπημένες παλιότερες παραστάσεις τους και να τις διαθέσουν στο κοινό (δωρεάν ή με κάποιο μικρό αντίτιμο) και το κοινό φαίνεται ότι έχει αγκαλιάσει αυτή την πρωτοφανή κατάσταση παρακολουθώντας ανελλιπώς τις παραστάσεις που ανεβαίνουν στο διαδίκτυο. Φυσικά δεν είναι το ίδιο να παρακολουθείς μία παράσταση στο θέατρο και στο διαδίκτυο, σε καμία περίπτωση. Το θέατρο έχει μία ζωντάνια και μία αμεσότητα η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί στην οθόνη, όσο καλή κι αν είναι η λήψη. Όμως μένει να φανεί αν αυτό το πρωτοφανές διεθνές πείραμα της αναμετάδοσης θεατρικών παραστάσεων από θέατρα όλου του κόσμου θα φέρει και αλλαγές στον τρόπο που θα βλέπουμε θέατρο στο μέλλον, αφού καθόλου αρνητική δεν θα ήταν μία εξέλιξη να μπορούμε να δούμε θεατρικές παραστάσεις από άλλες χώρες του κόσμου, χωρίς να χρειαστεί κατ’ ανάγκην να βγάλουμε αεροπορικά εισιτήρια. Αλλά αυτή είναι σίγουρα μία συζήτηση που στη σημερινή πανδημία μοιάζει εντελώς παράταιρη.
Εμείς πάντως είδαμε κάποιες απ’ τις παραστάσεις που έχουν ανέβει αυτές τις ημέρες απ’ τα ελληνικά θέατρα και ξεχωρίσαμε τις αγαπημένες μας. Σίγουρα δεν τις είδαμε όλες και είναι επίσης βέβαιο ότι υπάρχουν σημαντικά κενά. Όμως οι 5 παραστάσεις που προτείνουμε είναι σίγουρα απ’ τις πιο αξιόλογες που έχουν προβληθεί μέχρι στιγμής κι αν δεν τις έχετε παρακολουθήσει ήδη πρέπει με την πρώτη ευκαιρία που θα επαναπροβληθούν να τις κυνηγήσετε να τις δείτε. Οι παραστάσεις ακολουθούν με τη χρονολογική σειρά που τις είδαμε κι όχι με κάποια αξιολογική σειρά.
Μεγάλη Χίμαιρα, του Μ. Καραγάτση (Θέατρο Πορεία)
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Περίληψη: Πρόκειται για τη θεατρική μεταφορά του ομώνυμου έργου του Καραγάτση, του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται στο νησί της Σύρου. Κεντρικός χαρακτήρας είναι η Μαρίνα, μία Γαλλίδα φιλόλογος με μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα και με τραυματικό παρελθόν. Η Μαρίνα θα ταξιδέψει με το πλοίο «Χίμαιρα» στην Ελλάδα και στο ταξίδι της θα ερωτευτεί τον ιδιοκτήτη του πλοίου, τον Γιάννη, με τον οποίο θα παντρευτεί και θα πάνε να ζήσουν στην κλειστή κοινωνία της Σύρου.
Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Θεάτρου Πορεία, η οποία είχε ανέβει από το 2015 έως το 2018 για 4 διαδοχικές θεατρικές σεζόν. Ο Δημήτρης Τάρλοου, ο οποίος είναι εγγονός του Μ. Καραγάτση, καταφέρνει να διασκευάσει με εξαιρετικό τρόπο για το θέατρο το ομώνυμο κλασσικό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας και χάρις στην εξαιρετική επιλογή των ηθοποιών η παράσταση επάξια κέρδισε την αγάπη του κοινού αλλά και σημαντικά θεατρικά βραβεία.
Απ’ τις ερμηνείες η πρώτη που ξεχωρίζει είναι η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στο ρόλο της Μαρίνας, η οποία τιμήθηκε μάλιστα για αυτή την ερμηνεία της το 2016 με το βραβείο Μελίνα Μερκούρη. Κι αυτό γιατί κατάφερε να δώσει σάρκα και οστά στην ιδιόρρυθμη προσωπικότητα της Μαρίνας, μίας γυναίκας ιδιαίτερα ευάλωτης, με τραυματικά παιδικά χρόνια, η οποία προσπαθεί να βρει την ισορροπία στη ζωή της φεύγοντας μακριά απ’ ότι της θυμίζει το παρελθόν της. Έτσι σαλπάρει στη Χίμαιρα με σκοπό την αναζήτηση της αγάπης, του έρωτα και του πάθους. Η Αϊδίνη αναδεικνύει την καταπίεση που βιώνει η Μαρίνα από το οικογενειακό περιβάλλον της αλλά και γενικότερα απ’ την κοινωνία. Γι’ αυτό η ερμηνεία της στο πρώτο μέρος γίνεται πιο αδύναμη και «υστερική», αφού η Μαρίνα βρίσκεται σε πιο ευάλωτη συναισθηματική κατάσταση. Στο δεύτερο μέρος, έχοντας βρει για αρχή ένα μέρος στο οποίο νιώθει πλέον ότι ανήκει, φαίνεται να αποκτά αυτοπεποίθηση και περισσότερο δυναμισμό. Αργότερα, όταν θα αρχίσει να ξανανιώθει να πνίγεται απ’ την καταπιεστική φιγούρα της μητέρας του Γιάννη κι απ’ την κλειστή νησιώτικη κοινωνία της Σύρου, πάλι νιώθει να βρίσκεται σε αδιέξοδο και οδηγείται σε μία νέα κατάσταση απελπισίας με τάσεις αυτοκαταστροφής.
Στην παράσταση ξεχωρίζει σίγουρα και η Σμαράγδα Σμυρναίου (Ρεϊζαινα) στον τραγικό ρόλο της μάνας. Ο Τάρλοου τη Ρεϊζαινα την σκηνοθετεί ως τον αντίθετο πόλο στη σκηνή σε σχέση με την Μαρίνα. Από τη μία η Μαρίνα είναι μία γυναίκα μορφωμένη, προοδευτική, βαθιά ρομαντική, με πνευματικές ανησυχίες. Από την άλλη, η Ρεϊζαινα είναι μια γυναίκα συντηρητική, καχύποπτη, χτυπημένη από τη μοίρα, συμβιβασμένη με το θάνατο και τον πόνο, που όμως αγαπάει υπερβολικά τα παιδιά της. Από τις αντιθέσεις των δύο χαρακτήρων γίνεται γρήγορα φανερή η ανταγωνιστική σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους.
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της παράστασης είναι η χρήση οπτικοακουστικών μέσων με τρόπο οργανικό στην εξέλιξη της πλοκής αλλά και στη δράση της σκηνής. Τα δύο χρονικά σημεία που ο Τάρλοου επιλέγει να χρησιμοποιήσει βιντεοσκοπημένες σκηνές είναι στην αρχή του έργου για να μας εξιστορήσει το παρελθόν της Μαρίνας σε μία σκηνή εξολοκλήρου γυρισμένη στα γαλλικά και μετέπειτα σε μία κοινωνική συνάθροιση όπου οι χαρακτήρες εμφανίζονται πρώτα στο βίντεο για να έρθουν να συνεχίσουν την ερμηνεία τους στη σκηνή.
Κτήνος στο Φεγγάρι, του
Richard Kalinoski (Θέατρο Πορεία)
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Περίληψη: Ένα ζευγάρι Αρμένιων, με το τραυματικό παρελθόν της εξόντωσης των Αρμενίων απ’ τους Οθωμανούς, προσπαθεί να χτίσει μία νέα ζωή στην Αμερική.
Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι πολύ πειστικός στο ρόλο του αυστηρού συζύγου. Ο Αράμ Τομασιάν είχε την ανάγκη να κάνει υπερήφανο τον νεκρό πατέρα του μέσω της μίμησής του. Έχοντας βιώσει τη δολοφονία της οικογένειάς του σε μικρή ηλικία από τους Οθωμανούς, αποφασίζει να κυνηγήσει το όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην Αμερική. Τότε αποφασίζει να παντρευτεί και να ξεκινήσει μία νέα οικογένεια. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε κι αυτό κάνει τους θεατές να αναρωτηθούν τελικά τι γίνεται αν όλα τα πράγματα στη ζωή δεν έρθουν έτσι όπως τα έχουμε σχεδιάσει; Τι γίνεται όταν καλούμαστε να γεμίσουμε τα ψυχολογικά μας κενά;
Στο ρόλο της συζύγου βρίσκουμε την Ταμίλλα Κουλίεβα (Σέτα Τομασιάν). Η Σέτα παντρεύεται τον Αράμ σε πολύ μικρή ηλικία (μάλιστα ο τρόπος που «προξενεύτηκε» τον Αράμ θυμίζει την ιστορία της ταινίας «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη). Έχει χάσει κι εκείνη την οικογένειά της απ’ τους Οθωμανούς και ταξιδεύει στην Αμερική για να παντρευτεί τον Αράμ και να χτίσει μία νέα ζωή από το τίποτα. Ο χαρακτήρας της συνδυάζει την αθωότητα, την υπομονετικότητα, τη συντροφικότητα και τη συμπόνοια.
Το ζευγάρι Τομασιάν το παρακολουθούμε σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές. Απ’ την πρώτη σκηνή της γνωριμίας του Αράμ με την έφηβη Σέτα, μέχρι το τέλος, έχουν αλλάξει και οι δύο χαρακτήρες ολοκληρωτικά. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ωριμάζουν και οι δύο χαρακτήρες νοητικά και πνευματικά. Οι κόντρες τους και οι αναποδιές που τους φέρνει η ζωή, τους δένουν όλο και περισσότερο. Μην έχοντας κανέναν άλλο στο κόσμο χτίζουν οι δυο τους μία νέα ζωή.
Μακμπέθ, του
Σαίξπηρ (Εθνικό Θέατρο)
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιγνάδης
Περίληψη: Το πασίγνωστο σαιξπηρικό έργο που εξιστορεί την βίαιη άνοδο και τη τραγική πτώση του Μακμπέθ στο θρόνο της Αγγλίας.
Ο Μακμπέθ είναι ένα από τα τελευταία (κι από τα μικρότερα σε έκταση) θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, το οποίο γράφτηκε σε μία περίοδο μεγάλης κρίσης – οικονομικής, ηθικής, πολιτικής. Γραμμένο την εποχή της «Συνωμοσίας της Πυρίτιδας» ο Σαίξπηρ θέλησε να αποδώσει τη διαχρονική αιτία των μεγαλύτερων εγκλημάτων στον ίδιο τον άνθρωπο και την μοχθηρία των φιλοδοξιών του. Ο Μακμπέθ μετατρέπεται τελικά σε τέρας γιατί η ανάγκη του για εξουσία τον έχει εθίσει στη βία, στο αίμα και τις προδοσίες.
Η σκηνοθετική ματιά του Λιγνάδη κινήθηκε στα κλασσικά μοτίβα ενός σαιξπηρικού ανεβάσματος, χωρίς όμως να στερείται πρωτοτυπιών και εντυπωσιακών σκηνών. Εκπληκτικός φυσικά ήταν ο τρόπος που αποτύπωσε την αίθουσα του βασιλικού θρόνου σε μία κατακόκκινη εγκατάσταση με χέρια από πτώματα στο φόντο, που συμβόλιζε το βίαιο και απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο ο Μακμπέθ ανήλθε στο θρόνο και προσπαθούσε να διατηρήσει την εξουσία του. Ευρηματικό ήταν και το σκηνοθετικό του τρικ στην ίδια σκηνή να τοποθετήσει τους βασιλικούς θρόνους πάνω σε αυτή την εγκατάσταση με τα πτώματα πάνω στα οποία ο βασιλιάς και η βασίλισσα αναγκάζονταν να σκαρφαλώνουν για να καθίσουν. Έτσι κάθε φορά που κάθονταν στο θρόνο το σκαρφάλωμά τους υπενθύμιζε στο κοινό τον τρόπο που κατέκτησαν το θρόνο, πατώντας επί πτωμάτων.
Ο Δημητρης Λιγνάδης εκτός από τη σκηνοθεσία είχε και το ρόλο του Μακμπέθ, ενώ στο ρόλο της Λαίδης Μακμπέθ είδαμε την Μαρία Κίτσου. Το συγκεκριμένο θεατρικό ανέβασμα ήταν η φετινή παράσταση του Εθνικού, η οποία παιζόταν μέχρι τη στιγμή που έκλεισαν τα θέατρα. Ίσως κι αυτό να έπαιξε το ρόλο του στη θεαματική ανταπόκριση του κοινού στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου.
Φόνισσα, του
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Θέατρο οδού Κεφαλληνίας)
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Περίληψη: Η Φραγκογιαννού, μία γριά γυναίκα, καταπιεσμένη απ’ την κοινωνία και την οικογένειά της, φονεύει τα μικρά κορίτσια πριν προλάβουν να μεγαλώσουν και περάσουν κι αυτά τα δεινά που επιφυλάσσει στις γυναίκες της εποχής εκείνης η πατριαρχική κοινωνία.
Το κλασσικό έργο του Παπαδιαμάντη που το γνωρίσαμε οι περισσότεροι στο σχολείο (που τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να κατανοήσεις σε βάθος οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο) διατηρεί τη διαχρονική του αξία μέχρι σήμερα. Η αψεγάδιαστη θεατρική διασκευή απ’ τον Στάθη Λιβαθινό στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας αν μη τι άλλο το αποδεικνύει. Παίχτηκε τις θεατρικές περιόδους 2011-2012 και 2012-2013 και ήταν απ’ τα πιο επιτυχημένα ανεβάσματα εκείνων των ετών. Όσοι δεν είχαμε μπορέσει να την παρακολουθήσουμε τότε είχαμε την ευκαιρία να την παρακολουθήσουμε βιντεοσκοπημένη και σίγουρα πρέπει να είμαστε ευτυχείς που τελικά τα καταφέραμε. Όμως δυστυχώς, αν θεωρήσουμε ότι από κάθε παράσταση που παρακολουθήσαμε αυτές τις ημέρες βιντεοσκοπημένη χάσαμε ένα σημαντικό μέρος λόγω της απόστασής μας από τη θεατρική σκηνή και τη ζωντάνια της θεατρικής παράστασης, η κακή λήψη της Φόνισσας μας οδηγεί να παραδεχτούμε ότι παρακολουθώντας τη βιντεοσκοπημένη τελικά είδαμε περίπου το 30% της παράστασης. Όμως οι προσεκτικοί -και επίμονοι- θεατές δεν θα μείνουν απογοητευμένοι όταν τελειώσει η παράσταση. Το αντίθετο.
Απ’ τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της παράστασης ήταν το εξαιρετικό στήσιμο των ηθοποιών στην κυκλική σκηνή. Στο κέντρο είχε τοποθετηθεί η Φραγκογιαννού και γύρω της οι υπόλοιποι ηθοποιοί, οι οποίοι είχαν ένα διπλό ρόλο, αφού ο καθένας υποδυόταν έναν χαρακτήρα του έργου, αλλά και έπαιζαν το ρόλο της φωνής του Παπαδιαμάντη. Ο κάθε ηθοποιός απήγγελε κομμάτια της αφήγησης του Παπαδιαμάντη και ιδίως τα σημεία που αφορούσαν τον ρόλο του, τον οποίο παράλληλα ερμήνευε στα διαλογικά σημεία. Έτσι υπήρχαν συνεχείς εναλλαγές των ηθοποιών που μετέφεραν τις αφηγήσεις και τις περιγραφές του Παπαδιαμάντη, με αποτέλεσμα το έργο να παίρνει μία άγρια ζωντάνια και στη συνεχή ένταση να κυριαρχούν τα έντονα συναισθήματα.
Με αυτή την σκηνοθετική ιδέα όλοι οι ηθοποιοί γινόντουσαν η φωνή του Παπαδιαμάντη. Κι εδώ εμφανίζεται μία ακόμα σκηνοθετική ιδέα, αφού η Φραγκογιαννού ξεχώριζε ακόμα και σε αυτή την κατανομή. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί εξυπηρετούσαν κυρίως την αφήγηση και λιγότερο υποδύονταν τους ρόλους τους. Αντίθετα η Μπέττυ Αρβανίτη ήταν κυρίως η Φραγκογιαννού και δευτερευόντως βοηθούσε στην αφήγηση. Έτσι στήθηκε ολόκληρη η παράσταση γύρω απ’ τη δική της εξαιρετική ερμηνεία, με τη στήριξη των υπόλοιπων ηθοποιών να παίρνουν κυρίως το ρόλο του Παπαδιαμάντη.
Η Φόνισσα θα γίνει ξανά διαθέσιμη από το Θέατρο οδού Κεφαλληνίας στο Youtube στις 22/04 για 24 ώρες
Σταματία, το γένος
Αργυροπούλου, του Κώστα Σωτηρίου (Θέατρο του Νέου Κόσμου)
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Υπόθεση: Η ιστορία μίας μοναχικής γυναίκας που έχει μεγαλώσει με ακραία συντηρητικές αντιλήψεις, όπως μας τη διηγείται η ίδια υπό μορφή μονολόγου.
Πρόκειται για μία μικροϊστορία που μπορεί να διαβαστεί και ως ακτινογραφία της ελληνικής ακροδεξιάς της μεταμφυλιακή περιόδου. Η Σταματία είναι ένας άνθρωπος που διαποτίζεται από τα βιώματα και τις αντιλήψεις της ελληνικής ακροδεξιάς κι αυτό δικαιολογεί τις πολιτικές της επιλογές και τον ακραία συντηρητικό τρόπο ζωής της . Ο πατέρας της Σταματίας ήταν μαυραγορίτης, η ίδια ερωτεύτηκε έναν στρατιώτη του Εθνικού Στρατού που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο από ατύχημα (παρ’ όλο που κατηγορούσε του κομμουνιστές για το χαμό του) και στη συνέχεια έγινε υποστηρίκτρια της Χούντας. Όμως τις πολιτικές της πεποιθήσεις τις μαθαίνουμε παρεμπιπτόντως στην εξιστόρηση της προσωπικής της ζωής, αφού στο προσκήνιο βρίσκεται η προσωπική της μικροϊστορία μέσα από την οποία παρουσιάζεται το πολιτικό παρασκήνιο της εποχής του ’40 και της μετέπειτα «Καχεκτικής Δημοκρατίας», όπως έχει χαρακτηριστεί το μεταμφυλιακό κράτος της Δεξιάς που οδήγησε στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών
Η ιστορία της Σταματίας διαποτίζεται από το πρότυπο του «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», χωρίς όμως αυτό να παρουσιάζεται σαν σλόγκαν καθόλου στην παράσταση. Η «Πατρίδα» ως ακροδεξιό φετίχ είναι συνεχώς εμφανής στα σκηνικά, η «Οικογένεια» είναι ο κοινωνικός θεσμός στον οποίο αγκιστρώνεται σε όλη της τη ζωή για να θεραπεύσει το τραύμα της απώλειας του έρωτά της και της μοναξιάς στην οποία καταδίκασε τον εαυτό της, ενώ και η «Θρησκεία» στην πιο ακραία εκδήλωσή της, αυτή ενός «ελληνορθόδοξου πολιτισμού» χουντικού προτύπου, κυριαρχεί στην κοσμοαντίληψή της.
Η ερμηνεία της Ελένης Ουζουνίδου είναι εξαιρετική, όπως πολύ καλά δουλεμένη είναι και η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Ως μόνα σκηνοθετικά ψεγάδια μπορούμε να εντοπίσουμε λίγα άβολα σημεία στα οποία η Ουζουνίδου έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις, οι οποίες δεν φαίνεται να εξηγούνταν ούτε με το κείμενο ούτε με τη στιγμή της πλοκής. Βέβαια μικρή σημασία έχει αυτό, αφού πρόκειται για έναν καθηλωτικό μονόλογο και ομολογουμένως για μία απ’ τις σπουδαιότερες ελληνικές θεατρικές παραστάσεις που έχουν κυκλοφορήσει διαδικτυακά αυτό τον καιρό, η οποία καταφέρνει και συνδυάζει αρμονικά το προσωπικό δράμα και την πολιτική κριτική με αξέχαστε κωμικές στιγμές.
Συρανό ντε Μπερζεράκ,
του Εντμόν Ροστάν (Εθνικό Θέατρο)
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Περίληψη: Η κλασσική ιστορία του Συρανό, ενός δύσμορφου ποιητή που ερωτεύεται παράφορα τη Ρωξάνη. Επειδή φοβάται ότι λόγω της εξωτερικής του εμφάνισης δεν θα μπορέσει να κερδίσει την αγαπημένη του, αποφασίζει να βοηθήσει τον όμορφο αντεραστή του που την διεκδικεί.
Ο Συρανό ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, ένας ποιητής του 17ου αιώνα που επηρέασε σημαντικότατους συγγραφείς όπως ο Μολιέρος (γίνεται και αντίστοιχος υπαινιγμός στην παράσταση). Αιρετικός και ασυμβίβαστος παρουσιάζεται απ’ τον Ροστάν ως ένας δεινός ξιφομάχος, ένας ακαταμάχητος ποιητής, ένας παθιασμένος εραστής, ο οποίος όμως δεν καταφέρνει να ευτυχήσει δίπλα στην αγαπημένη του εξαιτίας της δυσμορφίας της μύτης του («τη μύτη μου και καμάρι μου» θα αντιπροτείνει 4 αιώνες αργότερα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και θα έχει απόλυτο δίκιο), η οποία τον αποθαρρύνει να τη διεκδικήσει. Έτσι καταλήγει ένα τραγικό πρόσωπο που βοηθά τον Κριστιάν, τον όμορφο συμπολεμιστή του και ανταγωνιστή του, να κερδίσει την καρδιά της Ρωξάνης με τα δικά του ποιητικά λόγια.
Για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, η οποία παίχτηκε τη θεατρική χρονιά 2010-2011, χρησιμοποιήθηκε η υπέροχη μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου, η οποία αποδίδει το λυρισμό και το βάθος του κειμένου του Ροστάν. Η μαγεία του κειμένου είναι εμφανής σε όλη την παράσταση, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει ιδιαίτερα στη σκηνή του μπαλκονιού, όπου ο Συρανό και ο Κριστιάν κρύβονται στο σκοτάδι και αυτό που κυριαρχεί είναι ο ποιητικός λόγος του Ροστάν.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ξεχωρίζει ο Νίκος Καραθάνος, ο οποίος ήταν και ο ευρηματικός σκηνοθέτης της παράστασης. Ο Καραθάνος φαίνεται να ζει έντονα το ρόλο του Συρανό, παρουσιάζοντας με πομπώδη τρόπο τα ταλέντα του, αλλά και διεισδύοντας στην τραγική του θέση αποδίδοντας τον ψυχισμό του ήρωά του. Επιπρόσθετα η σκηνοθετική ματιά του Καραθάνου καταφέρνει με λιτά σκηνικά να δίνει συνεχή ζωντάνια στη σκηνή και να δημιουργεί έντονα συναισθήματα στο κοινό. Στη ζωντάνια της παράστασης όμως συνέβαλλαν και οι υπέροχες νεανικές παρουσίες μίας κομπανίας -τότε- πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών, που υποδύονταν το τάγμα των Γασκόνων και είχαν μία λειτουργία αντίστοιχη με το χορό μίας αρχαίας τραγωδίας.
Το συγκεκριμένο κείμενο βασίστηκε στη συζήτηση για τα Θέατρα της Καραντίνας του SmassPodcasts #4 που μπορείτε να ακούσετε εδώ: