Συνεχίζοντας την παράδοση του να μετατρέπει συμπαθητικά κόμικ σε απαίσιες ταινίες, το Netflix παρουσίασε αρχές Ιουνίου το Τhe Last Days of American Crime, βασισμένο στο ομώνυμο κόμικ των Rick Remender και Greg Tocchini του 2009.
Το ίδιο το κόμικ ενώ δεν είναι από τις καλύτερες δουλειές του Remember, έχει αρκετά στοιχεία που το καθιστούν ενδιαφέρον. Ουσιαστικά μπλέκει τα heist tropes με τη δυστοπία και δίνει τελικά ένα ανάγνωσμα για την αστυνομική βαρβαρότητα και την κρατική καταστολή, η οποία φτάνει πλέον παντού. Στις σελίδες του συναντά κανείς μέσα από βίαιο, αιμάτηνο και σκληρό σχέδιο, εικόνες μεγαλουπόλεων που καταρρέουν μέσα από τις ίδιες τους τις αντιθέσεις, εγκληματίες να έχουν πάρει τη θέση της αστυνομίας και την αστυνομία ως άλλη μία συμμορία, σε ένα πολύ γνώριμο pulp, miller-ικό σκηνικό.
Ωστόσο, το 2020, στα χέρια ενός γνωστού για την έλλειψη αισθητικής σκηνοθέτη όπως ο Olivier Megaton (Taken 2, Transporter 3), το Τhe Last Days of American Crime πετάει όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα που είχε να πει στα σκουπίδια και κρατά μόνο τα ξεσπάσματα βίας, τα οποία όμως καταφέρνει μέχρι και αυτά να τα δώσει απίστευτα βαρετά και μονότονα.
O μοναδικός χαρακτήρας που η ίδια η ταινία φαίνεται να συμπαθεί και να θέλει να αποδώσει όσο το δυνατό πιο θετικά γίνεται είναι… ένας μπατσος, ο οποίος σχεδόν σε όλη τη διάρκεια ακολουθεί το δικό του sub plot, μια προσπάθεια ενός «καλού μπάτσου» να καθαρίσει την πόλη πριν η κυβέρνηση στερήσει την ελεύθερη βούληση από τους εγκληματίες. Το arc του δεν καταλήγει κάπου προφανώς.
Στα 149 λεπτά της ταινίας, ο Megaton βομβαρδίζει τον θεατή με tough guy σεξιστικά κλισέ, κακογραμμένους διαλόγους απίστευτη ένδεια στην απεικόνιση του δυστοπικού αστικού περιβάλλοντος (κυρίως κάτι καμένους κάδους) και σκηνές torture exploitation, τις οποίες η αδιάφορη κεντρική ιστορία δεν είναι σε θέση ούτε να διανοηθεί να συνδέσει μεταξύ τους, έστω για την επίφαση κάποιας δομής. Όλη η ταινία ουσιαστικά είναι απότομες εναλλαγές μουσικής καθώς ο Megaton δεν έχει καμία αίσθηση ούτε ρυθμού (κάτι που εξηγεί και το αδικαιλόγητο μέγεθος της ταινίας), ούτε, πολύ πιο βασικά, δομής πλάνου. Βασίζεται εξ ολοκλήρου σε στυλικές κλοπές άλλων, καλύτερων ταινιών, όπως το Minority Rerort, το υποτιμημένο b-movie- ιστικο Upgrade και τη φιλμογραφία του Guy Rithie για να μπορέσει να τραβήξει το μάτι του θεατή σε αυτή τη κακοφορμισμένη μάζα εικόνων.
Και οι ηθοποιοί; Ξεχωρίζει κάτι μέσα σε αυτή την τρομακτική κακογουστιά; Όχι. Αντίθετα, ο «σκληρός» κεντρικός χαρακτήρας του Edgar Ramírez (Gold, American Crime Story) και η femme fatale της Anna Brewster (Star Wars: Episode VII – The Force Awakens, Versailles) όχι μόνο δεν έχουν την παραμικρή χημεία μεταξύ τους σαν ηθοποιοί, αλλά και οι ίδιες οι αφάνταστα ξύλινες και ανέκφραστες ερμηνείες τους αποτελούν και το τελικό καρφί στο φέρετρο μιας ταινίας η οποία παρακαλούσε να μη γίνει. Βέβαια για να μην υπερβάλλουμε, πουθενά στο φλύαρο και κενόδοξο σενάριο του Karl Gajdusek (Oblivion, Blood Brother) δεν έγινε ούτε καν προσπάθεια να διαμορφωθούν οι τύποι αυτοί σε ζωντανούς χαρακτήρες, έτσι τελικά κακοί ηθοποιοί καθοδηγήθηκαν από χειρότερους παραγωγούς.
Το πιο τραγικό όλων βέβαια δεν είναι το πόσο κακή είναι η ίδια η ταινία. Είναι η συγκυρία την οποία βγήκε. Οταν το κίνημα του Black Lives Matter μαίνεται ολοζώντανο στις ΗΠΑ, όταν, με αφορμή αυτό, εικόνες αστυνομικής βαρβαρότητας (και εννοείται και στη χώρα μας) κάνουν τον γύρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κάθε μέρα. Σε τέτοιες συνθήκες μια ταινία κοινωνικά νιχιλιστική, αμερικάνικη στην ψυχή, που τελικά δικαιώνει την αστυνομία έστω και κατά λάθος (o Megaton δεν μπορεί να κάνει επίτηδες ούτε τη δουλειά του) γίνεται προσβλητική, εκτός από τη νοημοσύνη μας, και για τις ζωές μας.