“Choose a life. Choose a job. Choose a career. Choose a family. Choose a fucking big television. Choose washing machines, cars, compact disc players and electrical tin openers… Choose DSY and wondering who the fuck you are on a Sunday morning. Choose sitting on that couch watching mind-numbing, spirit crushing game shows, stucking junk food into your mouth. Choose rotting away in the end of it all, pishing your last in a miserable home, nothing more than an embarrassment to the selfish, fucked up brats you spawned to replace yourself, choose your future. Choose life… But why would I want to do a thing like that?”
Το Trainspotting δεν είναι μια εύκολη ταινία. Υπάρχουν πολλά πράγματα σε αυτή που ενόχλησαν (και ενοχλούν ακόμα), τόσο από άποψη φόρμας όσο και, πολύ περισσότερο, περιεχομένου. Ήταν μια ταινία μαζικής απεύθυνσης που ο πυρήνας της κινούνταν ενάντια στην μαζικότητα με τόση επιθετικότητα που κανείς δεν το περίμενε, ίσως ούτε οι δημιουργοί της. Ωστόσο αυτός ήταν και ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ και επέζησε του αρχικού “θαψίματος” και αδιαφορίας που δέχθηκε από πολλούς κριτικούς που δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι μπροστά τους έβλεπαν το προοίμιο και όχι το τέλος μιας γενιάς χαμένης, χωρίς όνειρα και ελπίδες.
Η ιστορία του Trainspotting ξεκινά την δεκαετία του 1980, την δεκαετία που περιγράφεται στο βιβλίο Trainspotting, από τον Irvine Welsh, έναν Σκωτσέζο συγγραφέα που πέρασε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του συναναστρεφόμενος άτομα που μοιάζουν στους χαρακτήρες των έργων του. Το 1993 συλλέγει κάποιες μικρές ιστορίες που αφορούν μια παρέα τοξικομανών, μικροεγκληματιών και νεαρών χωρίς κανένα σκοπό ή όνειρο για την ζωή, και τις εκδίδει υπό τον γενικό τίτλο Trainspotting. Η ωμότητα, τόσο της γλώσσας όσο και πολύ περισσότερο των πράξεων που περιγράφει ο Welsh στο έργο του μαγνητίζουν την προσοχή του κοινού και γρήγορα το βιβλίο αποκτά έναν σκληρό πυρήνα θαυμαστών και μια cult υπόσταση. Πέρασαν τρία μόλις χρόνια προτού το έργο μεταφερθεί στον κινηματογράφο και γίνει γνωστό πλέον παγκόσμια. Την διασκευή του βιβλίου σε σενάριο ανέλαβε ο John Hodge (Shallow Grave, Trance, A Life Less Ordinary) και την σκηνοθεσία ο κολλητός του, ο Danny Boyle (28 Days, 127 hours, Shallow Grave, Slumdog Millionaire,Steve Jobs)
Το Trainspotting του 1996 είναι μια σκληρή, ακραία μηδενιστική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής πριν την κρίση, που σε μεγάλο βαθμό συνοψίζει την φιλοσοφία του punk κινήματος της περιόδου, αλλά σε μια πιο “εξευγενισμένη” μορφή. Τα αυστηρά πλαίσια κοινωνικής ζωής και επαφής, το καθορισμένο από τα πριν μονοπάτι που επέβαλαν οι κυρίαρχες κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις οι οποίες ορίζουν το τι είναι φυσιολογικό, πρέπον και ανεκτό, μπαίνουν στο μικροσκόπιο και μετέπειτα στον κάλαθο των αχρήστων. Για τον “ήρωα” του Trainspotting η κοινωνία και αυτό που του επιτάσσει δεν έχει το παραμικρό νόημα. Ο λόγος; Ποιος χρειάζεται λόγο;
Τα ναρκωτικά είναι στον πυρήνα του film. Ωστόσο η ταινία δεν είναι στην πραγματικότητα για αυτά. Μπορεί η απεικόνιση της ζωής των ναρκομανών να στερείται κάθε μορφής ωραιοποίησης ή στυλ και να μας δίνεται σχεδόν νατουραλιστικά, τα ναρκωτικά είναι όμως το μέσο που επιλέγει η ταινία για να εγκαθιδρύσει την σουρεαλιστική της οπτική. Στο σκληρό βρετανικό cinema, που επηρεάστηκε βαθιά τόσο από τον ρεαλισμό των 60s όσο και τον νέο,σοσιαλιστικό ρεαλισμό (όπως έχουμε δει και στο παρελθόν), η οπτική του ήρωα και της κάμερας-θεατή χρειάζεται πάντα ένα μέσο υλοποίησης, μια γέφυρα για να περάσει στην πραγματικότητα. Τα ναρκωτικά, λοιπόν, είναι η πύλη για τους εφιάλτες της συντροφιάς, οι οποίοι ζωντανεύουν μπροστά τους, μέχρι να συνειδητοποιήσουν πως ήταν τελικά εκεί από την αρχή. Οι χαρακτήρες τα επιλέγουν ως μια απόπειρα φυγής, στο τέλος όμως γίνονται και αυτά κομμάτι του κόσμου που δεν αντέχουν.
Αυτό φάνηκε με έξοχο τρόπο στον τομέα των ερμηνειών. Όχι μόνο ο αγέραστος Ewan McGregor (Star Wars, The Ghost Writer), αλλά και το υπόλοιπο cast κατάφεραν να αποδώσουν αυτήν την τόσο απόλυτη απογοήτευση που κυριαρχούσε τότε, που είναι ίσως μια σπάνια περίπτωση ταινίας όπου δεν υπάρχει κακή ερμηνεία. Η κωμικοτραγική φιγούρα του Ewen Bremner (Snatch, Snowpiercer), ο βαθιά ψυχαναλυτικός ρόλος της Kelly Macdonald (No Country for Old Men, The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy), ο εκρηκτικός Robert Carlyle (28 Weeks Later, The Full Monty), αλλά και όλοι οι άλλοι φέρνουν ένα ξεχωριστό κομμάτι στο ψηφιδωτό της ταινίας. Αποτελούν ταυτόχρονα τους χαρακτήρες και το περιβάλλον της ταινίας, σε μια σπουδαία χρήση του ηθοποιού από τον δημιουργό της ταινίας.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία του Boyle, αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί από μία φράση: Φρενήρης ρυθμός. Ο σκηνοθέτης, με κατεξοχήν εκφραστικό του μέσο το μοντάζ και τα κοντινά πλάνα, στοιχειοθετεί έναν κυκεώνα εικόνων που σε στιγμές τους μοιάζουν με εφιάλτη. Η καταιγιστική ταχύτητα της αφήγησης και των αλλαγών του θέματος προσδίδουν στην ταινία, εκτός από έναν βιογραφικό χαρακτήρα, και μια τεράστια ποσότητα ενέργειας, που αποτελεί το χαρακτηριστικό της γνώρισμα. Τα διάφορα φίλτρα, οι αδύνατες γωνίες λήψης και το συχνά αμφίσημο set up των πλάνων, κατάλοιπο ταινιών όπως το Shallow Grave, που επιλέγει ο πληθωρικός Danny Boyle, συντελούν σε αυτό και ταυτόχρονα κατευθύνουν την ενέργεια πάνω στα θέματα που θέλει να θίξει η ιστορία, όχι πάντα επιτυχημένα.
Ταυτόχρονα, η ταινία βαυκαλίζεται τόσο πολύ από τον μηδενισμό της που συχνά χρειάζεται κάποια εξωτερική ανάγνωση, ένα μάτι που δεν έχει ακόμα μεθύσει με την καταιγιστική της ενέργεια, για να την βάλει σε κάποιο αφηγηματικό δρόμο. Τον ρόλο αυτό επιτελούν περιστατικά αλλά και χαρακτήρες (που δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον τους ή μάλλον ταυτίζονται πλήρως με την αστική αισθητική που τους περιβάλλει) που σποραδικά εμφανίζονται και θέτουν τα όρια της αφήγησης, σε μια σειρά ιστοριών που αποτελεί μια σπουδαία απόπειρα για μια πλήρη αποσάθρωση της συνηθισμένης γραμμικής αφήγησης, κοινή συνισταμένη πολλών ταινιών του Boyle. Η ταινία δεν πάει στην πραγματικότητα μπροστά ή πίσω. Στην ουσία της αρνείται την κίνηση συλλήβδην. Παρά τις προτροπές των ορίων που η ίδια θέτει (χαρακτηριστική είναι η φράση “The world is changing, music is changing, drugs are changing, even men and women are changing”), η πορεία που διατηρεί μοιάζει με στρόβιλο: μανιασμένη, βίαιη αλλά κυκλική.
Τελικά, 20 χρόνια αργότερα, τι απομένει σήμερα από το Trainspotting; Χωρίς αυτή είναι μάλλον αμφίβολο αν το κοινωνικό σινεμά θα είχε την επιτυχία που είχε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ σίγουρα πολλοί νέοι δεν θα είχαν γνωρίσει ποτέ τις ταινίες που το επηρέασαν, όπως το Κουρδιστό Πορτοκάλι, το Goodfellas και άπειρες άλλες. Σήμερα το Trainspotting θεωρείται το μεταίχμιο, η ταινία που ισορροπεί μεταξύ pop και artsy cinema και οδηγεί από τον πρώτο στον δεύτερο, αλλά και αντίθετα. Ωστόσο, μένει και κάτι άλλο.
Δύο δεκαετίες αργότερα, η χαμένη γενιά των 80s, μπορεί τελικά να αφομοιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, να “επέλεξε” τελικά την ζωή, έδωσε όμως την θέση της σε κάτι ακόμα χειρότερο. Πλέον η νέα χαμένη γενιά δεν έχει καν την ψευδαίσθηση της επιλογής. Δεν της προτάσσεται η “επιλογή” της ζωής, της “καριέρας”. Το καπιταλιστικό όνειρο πέθανε και πλέον υπάρχει μονάχα η επιβίωση. Και ο αγώνας για πραγματική ζωή. Γιατί, στην τελική, όλα αλλάζουν.
Για αυτό, επιλέγουμε να την γιορτάσουμε την επέτειο των 20 χρόνων της ταινίας στα Reflections του Death Disco, που επιμένουν και cult και alternative! Στον γνωστό και φιλόξενο χώρο της Death Disco θα υπάρχουν artwork από επαγγελματίες και ερασιτέχνες κομίστες και ζωγράφους στο stage, ομιλίες από συγγραφείς και όχι μόνο! Και φυσικά, οι μουσικάρες του Γιώργου Σαφελά! (περισσότερα ινφο εδώ)
Να μη λείψει κανείς!