Το βιβλίο του Joe Haldeman O Αιώνιος Πόλεμος (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis, σε μετάφρασή του Βασίλη Αθανασιάδη) θεωρείται, και όχι άδικα, κλασικό, τόσο στο είδος του, τη στρατιωτική επιστημονική φαντασία, αλλά και γενικότερα. Και ο λόγος για αυτό δεν είναι μόνο τα θέματά του, ή το πως τα προσεγγίζει, που παίζουν φυσικά τον ρόλο τους. Ακόμα περισσότερο από αυτά είναι η ψυχολογική χροιά και σκοπιά που αυτά αποπνέουν. Το πώς δηλαδή ο συγγραφέας, βετεράνος και ο ίδιος μιας εγκληματικής ιμπεριαλιστικής παρέμβασης, απέδωσε τον πόλεμο χωρίς δόξα, τιμή και αστικές φιοριτούρες, αλλά με ρεαλιστική ψυχρότητα και, κυρίως, το πώς αναίρεσε την (εθνικιστική-πολιτική) του δικαιολόγηση, αφήνοντας τελικά μονάχα την κυνική και ολέθρια αλήθεια πίσω τους: το ότι δηλαδή οι νέοι άνθρωποι χρησιμοποιήθηκαν ως τροφή για τα κανόνια και πολέμησαν για μια πατρίδα και ένα όραμα που τελικά ποτέ δεν ήταν αληθινό.
Αυτή η βίαιη και δωρικά αποδοσμένη εισβολή μιας Πραγματικότητας που αποσυναρμολογεί την ίδια της αστικής ιδεολογίας και το φτιασίδι της ελευθερίας που πλέκει ανά τα χρόνια ο Δυτικός κόσμος για τον εαυτό του, καθιστά και το ίδιο το έργο σύγχρονο και αγέραστο, παρά τον μισό αιώνα πλέον που μας χωρίζει από αυτό. Γιατί τελικά, σε αυτά τα 50 χρόνια τα πράγματα φυσικά άλλαξαν, αλλά προς το χειρότερο. Αλλάξαμε και εμείς. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είχαμε αλλάξει. Όμως 50 χρόνια μετά, ακόμα ξαφνιαζόμαστε όταν… βρισκόμαστε στην έρημο της αλήθειας, ακόμα προσπαθούμε να καλυφθούμε πίσω από έννοιες όπως πατρίδα και φυλή. Έτσι, μπορεί το έργο να τοποθετείται στο 1975 (τουλάχιστον η έναρξή του), δίκαια όμως ο συγγραφέας δε θέλησε να αλλάξει αυτή την ημερομηνία και την ευθεία αναφορά στο Βιετνάμ. Αρνούμενος την επίφαση της επιστημονικότητας και αποδεχόμενος την αλήθεια της πιθανότητας (και το… κατά λάθος ρετροφουτουριστικό στυλ) ρίχνει μόνιμα ένα καρφί στην ιστορική αλήθεια, δείχνοντας πως, ακόμα και αν άλλαζαν κάποια πράγματα, δε θα άλλαζαν οι πολιτικές που τα ελέγχουν. Μας δείχνει, συνειδητά, πως η τεχνολογία δεν είναι το καταφύγιο και η λύση στα προβλήματα του ολοκληρωτισμού και του καπιταλισμού. Αντίθετα, όταν γίνεται όπως γίνεται, μάλλον τα εντείνει.
Η ιστορία του Γουίλιαμ Μαντέλα (ευθύς αναγραμματισμός του ονόματός του συγγραφέα) βρίθει βιογραφικών αναφορών. Μιας και το προσωπικό είναι βαθιά πολιτικό, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα δικά του εφιαλτικά βιώματα για να ανατρέψει την αστική παραφιλολογία για τη δικαιολόγηση του (κάθε) πολέμου, εκτείθοντας όλη την παράνοια, τη βία αλλά και τον εκφυλισμό κάθε ανθρώπινης αξίας που συνθέτουν τον πόλεμο. Την ωμή βία που δέχονται οι αυτόχθονες και την ψυχολογική βία που επηρεάζει ακόμα και τους ίδιους τους θύτες, μετατρέποντας τους σε άδεια κελύφη προκειμένου να αντέξουν την πίεση, την απόσταση και, τελικά, τα δικά τους εγκλήματα.
Ταυτόχρονα, σε λογοτεχνικό επίπεδο, ο Haldeman με τρόπο αριστοτεχνικό, αποσυνθέτει ένα-ένα τα βασικά κομμάτια του space opera, που, παρά την αγάπη που μπορεί να του έχουμε ως είδος, είναι ουσιαστικά μια συνέχεια των αστικών μυθιστορημάτων ανακάλυψης/ εκμετάλλευσης, που προτάσουν το άτομο έναντι της κοινωνίας που αυτό ζει και δείχνουν ολόκληρους πολέμους και πολιτισμούς να εξαρτώνται από ήρωες. Στον πόλεμο όμως δεν υπάρχουν ήρωες. Μόνο χαμένοι.
Ο Haldeman στρέφει την προσοχή του και στην ίδια την κοινωνία που τρέφει αυτούς τους πολέμους. Αν και η οπτική του απηχεί τους φόβους της δεκαετίας του 1970, όπου η εγκληματικότητα από τα αστικά κέντρα των μητροπόλεων έφτανε πια στα άγια προάστια, η τελική του θεώρηση, όπως και με τις μεταμφιεσμένες αλλά ξεκάθαρες αναφορές στο Βιετνάμ δεν είναι λάθος. Γιατί δείχνουν τελικά πως χωρίς σεβασμό στη ζωή, χωρίς ουσιαστική δημοκρατία, ένα κράτος, ακόμα και αν πιάνει όλο τον πλανήτη, πάλι θα είναι αυταρχικό και σκληρό. Όταν τελειώνουν οι εξωτερικοί εχθροί, ένα καθεστώς ολοκληρωτικό και εθισμένο στη διαμάχη, πολύ πρόθυμα θα κοιτάξει μέσα του για θύματα.
Κάτι ακόμα πάρα πολύ ενδιαφέρον με τον τρόπο γραφής του Hadleman είναι η λακωνικότητα που τον διακατέχει. Ο λόγος του είναι κοφτός, λιτός, στρατιωτικά λειτουργικός. Ακόμα και οι εσωτερικοί μονόλογοι του πρωταγωνιστή είναι δοσμένοι με μια πίεση. Οι περιγραφές του είναι καίριες και μεταφέρουν τις απαραίτητες πληροφορίες, χωρίς στολίσματα. Ταυτόχρονα όμως είναι πρόδηλο ότι κάτω από αυτή τη λακωνικότητα κρύβεται μια αιχμηρή αψάδα, μια φωτιά που δεν μπορεί να σβήσει, μια κραυγή που δεν μπορεί να εκφραστεί. Αυτή η γεμάτη ένταση ατμόσφαιρα ενός ανθρώπου που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμος να καταρρεύσει αποδίδεται με αξιοθαύμαστο τρόπο από τη μετάφραση του Αθανασιάδη.
Το Ο Αιώνιος Πόλεμος είναι, εκτός από ένα απολαυστικό, βαθιά αντιπολεμικό και κοινωνικό βιβλίο, μια προειδοποίηση. Ότι, όσο και αν περιμένουμε να αλλάξουν οι τρομακτικές συνθήκες που ζούμε από μόνες τους, αυτές δε θα το κάνουν. Όμως θα αλλάξουν εμάς. Και πάντα προς το χειρότερο.