Το βιβλίο του Νάνι Μπαλεστρίνι «Τα Θέλουμε Όλα» αποτελεί ορόσημο για τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, ιδίως για την ιστορία του ριζοσπαστισμού μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Ο Μπαλεστρίνι περιγράφει τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1969 στα εργοστάσια της Φίατ στο Τορίνο, τις απεργίες και τις συγκρούσεις με την αστυνομία που θα γεννήσουν ένα νέο κύμα πολιτικής αναταραχής, ανατρεπτικής σκέψης και πράξης. Πρόκειται για ένα σημείο ορόσημο στην ιστορία της εργατικής τάξης. Από τη μία, διατηρείται το ιεραρχικό μοντέλο της αλυσίδας παραγωγής, η τυποποιημένη εργασία που βασίζεται στη διαρκή επανάληψη μικρών, ρυθμικών κινήσεων υπό την επίβλεψη του επιστάτη που χρονομετρεί τους εργάτες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει ισχυρή συλλογική οργάνωση των εργαζομένων, μαζικά συνδικάτα που έχουν μάθει σε δεκαετίες μικρών, καλά σχεδιασμένων αγώνων για αντίστοιχα μικρές βελτιώσεις. Από την άλλη, έρχεται στο προσκήνιο μία νέα γενιά της εργατικής τάξης, επηρεασμένη από τα γεγονότα του Μάη του ’68, διατεθειμένη να αμφισβητήσει τόσο τους χαμηλούς μισθούς όσο και τον ίδιο το μοντέλο παραγωγής και την ιεραρχία του εργοστασίου. Αυτή η «νέα βάρδια» απέρριπτε την αυστηρή πειθαρχία, διακατέχονταν συχνά από απέχθεια για την εργασία, οραματίζονταν μία ριζικά διαφορετική ζωή από τους γονείς της — και απέρριπτε την ηθική του «παραγωγικού εργάτη» που προωθούσε το καπιταλιστικό σύστημα μεταπολεμικά. Όχι τυχαία, σε αυτό το σημείο προέκυψε η δυνατότητα για αγώνες που ξέφευγαν από τα προηγούμενα όρια.
Αυτοί οι αγώνες αποτέλεσαν την «τελευταία έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό» –μέχρι την επόμενη– και περιγράφηκαν με γλαφυρό τρόπο από τον Νάνι Μπαλεστρίνι που έδωσε συγχρόνως και το εθνικό πλαίσιο της Ιταλίας: φτωχοί που εγκαταλείπουν τον Νότο, μεταναστεύουν στον Βορρά ελπίζοντας σε μία καλύτερη ζωή και καταλήγουν γρανάζια στη γιγαντιαία μηχανή της Φίατ. Το Τα Θέλουμε Όλα είναι η εξιστόρηση της διαδρομής ενός τέτοιου εργάτη αλλά και ενός νέου πολιτικού κινήματος, της Αυτονομίας που αμφισβήτησε ριζικά τον συμβιβασμό της ιταλικής (και όχι μόνο) Αριστεράς με το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο και κατέστησε τα συνδικάτα κομμάτι της υποταγής της εργατικής τάξης. Ο εργάτης-πρωταγωνιστής συγκρούεται με επιστάτες και αφεντικά αλλά και με όλο αυτό το πλαίσιο που πάντα τον προτρέπει να διεκδικεί λιγότερα, να συμβιβάζεται με ελάχιστες παραχωρήσεις. Αυθόρμητα έρχεται από το κίνημα η απάντηση Τα θέλουμε Όλα! — και καλύτερους μισθούς και έλεγχο στον ρυθμό εργασίας και ανατροπή της μονοτονίας ενός συστήματος
Ο Μπαλεστρίνι ακολουθεί τον πρωταγωνιστή του, κάπου τον αφήνει να χαθεί μες το πλήθος που εξεγείρεται, μετά τον ξανά βρίσκει στο εξώφυλλο μίας εφημερίδας και λίγες σελίδες παρακάτω τον ξανά κάνει πρωταγωνιστή της ιστορίας. Αυτές οι απότομες αλλαγές στην αφήγηση, αυτό το μείγμα μυθοπλασίας, ιστορικής καταγραφής και προσωπικής εστίασης είναι ένας ακόμα λόγος που το Τα Θέλουμε Όλα έχει χτίσει τον δικό του μύθο.
Τώρα, μεταφέρεται σε κόμικς στα ελληνικά σε σχέδιο από τον Κυριάκο Μαυρίδη που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Ο Μαυρίδης έχει επεξεργαστεί και τη μεταφορά του σεναρίου, χωρίζοντας το κόμικς σε κεφάλαια που αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές στα κεφάλαια του βιβλίου, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τις αλλαγές στην εστίαση και την αφήγηση. Επιπλέον, ο Μαυρίδης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, συμπληρώνοντας την ιστορία του βιβλίου με στοιχεία από επόμενα βιβλία του Μπαλεστρίνι (Οι Αόρατοι, Furiosi) αλλά και με άλλα, κλασικά πλέον, βιβλία για τον ριζοσπαστισμό της εποχής, όπως είναι Ο Εγκατεστημένος, του Ρομπέρ Λινάρ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα πολύ πλούσιο κόμικς που μας δίνει μία συμπυκνωμένη εικόνα για τις ανατρεπτικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, τον κεντρικό ρόλο της νεολαίας στα εξεγερτικά γεγονότα αλλά και την επόμενη μέρα: την κρατική καταστολή που έπληξε βαριά το κίνημα της ιταλικής Αυτονομίας αλλά και τις νέες μορφές χειραγώγησης στις επόμενες δεκαετίες, συγκροτημένες γύρω από το lifestyle και την κατανάλωση.
Το σχέδιο είναι ασπρόμαυρο, γεγονός που δεν ξενίζει. Η απουσία χρώματος είναι γνωστό ότι αναδεικνύει τις αρετές της δουλειάς που έχει γίνει στο σχέδιο, όπως είναι το ολοσέλιδο σκίτσο του «βιτρουβιανού εργάτη» (κατά το γνωστό σκίτσο του Ντα Βίντσι), ο οποίος εκπαιδεύει το σώμα του να αλλάξει, να προσαρμοστεί στους ρυθμούς και τις απαιτήσεις της. Συγχρόνως, όμως, αναδεικνύονται και οι ατέλειες και οι αδυναμίες του σχεδίου. Σε κάποια σημεία απουσιάζει η αναγκαία προσοχή στις λεπτομέρειες, ιδίως στο background, το οποίο φαίνεται ημιτελές. Ειδικά στην κλιμάκωση του αγώνα, όταν οι συγκρούσεις με την αστυνομία μεταφέρονται από το εργοστάσιο μέσα στην πόλη και οι κάτοικοι ενώνονται με τους απεργούς, το σχέδιο δεν καταφέρνει να αποτυπώσει επαρκώς την ένταση και την αγωνία των στιγμών.
Φυσικά, τα παραπάνω δεν μειώνουν σε κανένα βαθμό μία εξαιρετική μεταφορά σε κόμικς, ιδανική και για όσους έχουν αγαπήσει τον Νάνι Μπαλεστρίνι και τα βιβλία του, αλλά και όσους, όσες θέλουν να τον γνωρίσουν τώρα για πρώτη φορά. Σε κάθε περίπτωση, η «κόκκινη διετία» του ’68-’69 συνεχίζει να συναρπάζει και όποιος ψάχνει έμπνευση για τους ταραγμένους καιρούς που ζούμε, πάντα κάτι έχει να μάθει από τις λαμπρές στιγμές αλλά και τις ήττες των απεργών που φώναξαν Τα θέλουμε όλα!