Το καθιερωμένο ραντεβού των σινεφίλ με τις κλειστές αίθουσες, που ακούει στο όνομα Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας, μόλις έφτασε στο τέλος του και τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Σε μια χρονιά με πολύ δυνατό πρόγραμμα, σημαντικές, πολυαναμενόμενες πρεμιέρες, κρυφά φεστιβαλικά διαμαντάκια και δύο μείζονα αφιερώματα, ένα στο queer βρετανικό σινεμά και ένα στη Χρυσή Εποχή του αμερικανικού Hollywood των ‘70s, οι θεατές ήρθαν αντιμέτωποι και με πλείστα ζητήματα διοργάνωσης, από τεχνικά προβλήματα κατά την κράτηση των εισιτηρίων μέχρι ακυρώσεις και αλλαγές αιθουσών της τελευταίας στιγμής, προβλήματα που δεν θα έπρεπε να αφορούν το ίσως μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, και εάν σταθούμε στα αμιγώς κινηματογραφικά, είδαμε πολλές και καλές ταινίες, απογοητευτήκαμε εξίσου με κάποιες, όμως μείναμε με ανοιχτό το στόμα, έμπλεοι σινεφίλ δέους με κάποιες άλλες. Γι’ αυτό, πάμε να θυμηθούμε τις πέντε καλύτερες ταινίες που είδαμε κατά το 9ήμερο (συν 3 ημέρες παράταση) του φεστιβάλ, αλλά και τη μεγαλύτερη απογοήτευση, ώστε όσοι δεν τις πρόλαβαν να ξέρουν σε ποιες ταινίες πρέπει να σπεύσουν άμα τη κυκλοφορία τους στις αίθουσες – αλλά και ποια να αποφύγουν.
Pass: Απόφαση φυγής (Decision to leave), Park Chan-wook
Σε μια κατάμεστη αίθουσα και σε μια προβολή που έγινε sold-out λεπτά αφότου άνοιξε η προπώληση, οι λάτρεις του Park Chan–wook παρακολουθήσαμε την καινούρια ταινία του Κορεάτη δημιουργού των Oldboy και The Handmaiden, που έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ Καννών και από το οποίο μάλιστα έφυγε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας. Στο αστυνομικό crime drama, για το οποίο γράφτηκε ότι είναι η καλύτερη ταινία του δημιουργού της μετά το Oldboy, ένας ντετέκτιβ αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση του μυστηριώδους θανάτους ενός άντρα κατά τη διάρκεια της ορειβασίας του στο βουνό. Όταν γνωρίζει τη χήρα του, θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον θανόντα και βασική ύποπτο για τον φόνο του, γοητεύεται από την αινιγματική παρουσία της και ξεκινά μια σειρά συστηματικών παρακολουθήσεών της. Όσο πιο κοντά της έρχεται όμως, όσο περισσότερο έλκεται από εκείνη, τόσο πιο πολύ τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι εκείνη είναι ο θύτης.
Κάπου μέσα σε αυτό το αρχετυπικό premise αστυνομικής ταινίας, του μοναχικού ντετέκτιβ που ερωτεύεται την πιθανή δράστρια γυναίκα, περιμέναμε και το σεναριακό plot twist, το καινοτόμο στοιχείο κινηματογραφικής γλώσσας ή, έστω, αισθητικής, που θα διαχώριζε την ταινία από τον σωρό των korean crime dramas και θα τη συσχέτιζε με την, κατά τα λοιπά, ριψοκίνδυνη και πρωτοποριακή φιλμογραφία του δημιουργού της – όμως, αυτό το στοιχείο δεν ήρθε ποτέ. Με ρυθμούς αργούς, νωχελικούς, για τους οποίους ο σκηνοθέτης δεν αποζημιώνει ποτέ τον υπομονετικό θεατή του, με μια αφήγηση πλήρως κοινότοπη και συμβατική, που βρίθει από στερεότυπα και κλισέ, ιδίως στην απεικόνιση της δυναμικής μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, και με ένα φινάλε απολύτως προβλέψιμο, η Απόφαση φυγής είναι ένα k-crime drama που θα μπορούσαμε κάλλιστα να παραλείψουμε και που ουδεμία σχέση έχει με το πρότερο έργο ενός σκηνοθέτη του βεληνεκούς του Park Chan-wook.
Αλλά για να μην γκρινιάζουμε μόνο, ιδού οι πέντε καλύτερες ταινίες που είδαμε στις 28ες Νύχτες Πρεμιέρας:
Smash – 5) Aftersun, Charlotte Wells
Μια 11χρονη καταγράφει σε βίντεο τις θερινές διακοπές που περνά με τον πατέρα της σε ένα θέρετρο στην Τουρκία τη δεκαετία του ‘90. Μέσα από τη ληθαργική ατμόσφαιρα των ημερών που περνούν, την καλοκαιρινή ραστώνη και καθημερινές, σχεδόν ημερολογιακές καταγραφές, οι ρωγμές στη μεταξύ τους σχέση αναδύονται – όπως, όμως, και οι συνεκτικοί δεσμοί– και το ψυχολογικό προφίλ του 30άρη Calum, που έγινε πατέρας σε νεαρή, σχεδόν μετεφηβική ηλικία, αρχίζει να σκιαγραφείται.
Η πρωτοεμφανιζόμενη Σκωτσέζα Charlotte Wells κάνει το σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο της με το Aftersun, που έκανε πρεμιέρα στις φετινές Κάννες, μετά από την οποία μετατράπηκε, σταδιακά, σε ένα μικρό φεστιβαλικό χιτ. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος του κοινού Paul Mescal του Normal People, έγινε επίσης sold-out εντός ολίγων λεπτών μετά την έναρξη της προπώλησης, και για τις δύο προβολές της, και όπως είναι αναμενόμενο κατέφθασε στις αίθουσες κουβαλώντας ένα πολύ μεγάλο σινεφιλικό hype. Χωρίς να καταφέρει να ανταποκριθεί απόλυτα σε αυτό, χωρίς να αναδειχθεί το κινηματογραφικό διαμαντάκι του φεστιβάλ, το Aftersun είναι μια ήπια, χαμηλόφωνη ταινία για τη γονεϊκότητα, αυτήν που δεν επιλέγεται και στην οποία πρέπει να ανταποκριθείς, για πατέρες που αισθάνονται ακόμη παιδιά και κόρες που αναλαμβάνουν ρόλους προστατευτικούς, για την αγάπη και τη συγχώρεση, αλλά και για τη μνήμη και την πλαστικότητά της. Με κινηματογραφικούς ρυθμούς αργούς, νοσταλγικούς, που συντελούν όμως στη δόμηση ενός φινάλε σπαρακτικού, ενός οπτικοακουστικού συναισθηματικού κρεσέντο που θα αργήσει να ξεχαστεί (και μόνο μέσω του οποίου, όμως, λειτουργεί και το υπόλοιπο φιλμ), το Aftersun μας προσφέρει μια τρυφερή κινηματογραφική εμπειρία, έναν Paul Mescal άρτιο για ακόμα μια φορά και μια δημιουργό, άγουρη ακόμα, που όμως σίγουρα θα μας απασχολήσει στο μέλλον.
Smash – 4) Το Μενού (The Menu), Mark Mylod
Μια νεαρή γυναίκα καταφθάνει μαζί με τον συνοδό της σε ένα πολυβραβευμένο, avant-garde εστιατόριο σε ένα απομονωμένο νησί όπου, μαζί με άλλα μέλη της εστέτ κοινωνικό-οικονομικής ελίτ, θα απολαύσουν ένα αποκλειστικό μενού γευσιγνωσίας, δια χειρός του πολύκροτου όσο και μυστηριώδους σεφ του εστιατορίου. Όσο όμως η βραδιά προχωρά και τα πολυτελή, θεματικά πιάτα του μενού διαδέχονται το ένα το άλλο, θα γίνει σαφές στους συνδαιτυμόνες πως κανείς τους δεν έχει βρεθεί εκεί τυχαία και ότι οι προθέσεις του σεφ και του προσωπικού δεν είναι ακριβώς αθώες.
Ο τηλεοπτικός Mark Mylod του Succession και του GoT κάνει την πρώτη του μετάβαση στη μεγάλη οθόνη με ένα all-star cast που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη (θεάρα) Anya Taylor-Joy, τον Ralph Fiennes και τον Nicholas Hoult, σε μια αιχμηρή κοινωνικό-πολιτική σάτιρα, πανέξυπνα ενδεδυμένη τον γαστριμαργικό μανδύα της haute cuisine. Χωρίς να αναφερθεί τίποτα περαιτέρω για την εξέλιξη της πλοκής προς αποφυγήν spoilers (η ταινία, όπως και ένα στρατηγικά σχεδιασμένο μενού, απολαμβάνεται καλύτερα όταν δεν γνωρίζεις τίποτα για το τι έπεται), το The Menu είναι μια εκ των έσω ματιά στον ανταγωνιστικό, κοινωνικά κανιβαλιστικό, βαθιά καπιταλιστικό χώρο της υψηλής γαστρονομίας, μια σπιντάτη ταινία εκδίκησης, μια κατάμαυρη, gore κωμωδία, με splatter στοιχεία που φέρνουν στον νου το The Hunt, και με ένα ensemble cast που λατρεύεις να βλέπεις. Παρότι στο φινάλε παραδίδεται στον λαϊκισμό και τη βερμπαλιστική, διδακτική αφήγηση, παρότι η κοινωνική του κριτική είναι σχετικά επιδερμική, το The Menu είναι μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που είδαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, και που σίγουρα αξίζει να τη γευτείς – και όχι απλώς να την καταναλώσεις, όπως υπογραμμίζει ο σεφ Ralph Fiennes –μόλις βγει στις αίθουσες τη χειμερινή σεζόν.
Smash – 3) Close, Lukas Dhont
Ο Leo και ο Remi είναι οι καλύτεροι φίλοι. Περνούν τις ημέρες τους μαζί, έχουν ενσωματωθεί πλήρως ο ένας στην οικογένεια του άλλου και τα βράδια κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, πάντα αγκαλιά, πάντα κοντά. Όταν, όμως, τα δύο 13χρονα αγόρια θα πάνε μαζί στο γυμνάσιο, θα έρθουν αντιμέτωπα με την απορία στα βλέμματα των συμμαθητών τους, θα ερωτηθούν ξανά και ξανά αν είναι ζευγάρι, θα γίνουν θύματα bullying και χλεύης, ακριβώς εξαιτίας του πόσο κοντά βρίσκονται. Ο κόσμος θα χωρίσει και θα αποξενώσει τον Leo και τον Remi, με τραγικές συνέπειες στη ζωή και των δύο.
O Βέλγος Lukas Dhont, που μας συστήθηκε το 2018 με το τρυφερό, αριστοτεχνικό Girl, που πραγματευόταν την απαιτητική θεματική της δυσφορίας φύλου ενός έφηβου τρανς κοριτσιού, επιστρέφει φέτος με το Close, το οποίο κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις φετινές Κάννες, αποτελεί ήδη το φαβορί για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας και ήταν η ταινία λήξης των Νυχτών Πρεμιέρας. Στο Close, ο Dhont αφορμάται από μια ιστορία αγνής, άδολης παιδικής φιλίας, για να θέσει στο αφηγηματικό του μικροσκόπιο τόσα, τόσα περισσότερα: η τοξική αρρενωπότητα, η βία και η σκληρότητα ως συγκρότηση της ανδρικής ταυτότητας, η πατριαρχικά επιβεβλημένη κατάπνιξη των συναισθημάτων στα αγόρια, η αποφυγή της ευαισθησίας, της εκδηλωτικότητας και της εγγύτητας ως συνδηλώσεις θηλυπρέπειας, η ομοφοβία και το bullying είναι μόνο μερικές από τις θεματικές που απασχολούν αυτό το σπαρακτικό coming–of–age φιλμ. Αρκετά πριν τη μέση της ταινίας, ένα σοκαριστικό plot twist θα καθορίσει την υπόλοιπη εξέλιξη της πλοκής, ένα plot twist που, λόγω της συναισθηματικής βαρύτητάς του, θα μπορούσε να εξοβελίσει εύκολα την ταινία σε tear-jerking, χειριστικά μονοπάτια, όμως ο Dhont επιλέγει να χειριστεί το υλικό του νηφάλια, αποστασιοποιημένα και με χειρουργική ακρίβεια, γεννώντας, όχι όμως εκβιάζοντας, τη συναισθηματική απόκριση. Με πανέμορφη φωτογραφία, μια εξαιρετική ερμηνεία από τον μικρό πρωταγωνιστή Eden Dambrine, αλλά και από την Émilie Dequenne του Rosetta, η οποία προσδίδει ακόμα περισσότερη νταρντενική υφή και ατμόσφαιρα στην ταινία, το Close είναι μια από τις πιο συγκινητικές ταινίες της χρονιάς, που αποδεικνύει γιατί ο σκηνοθέτης του συγκαταλέγεται ήδη στη λίστα των καλύτερων νέων Ευρωπαίων δημιουργών.
Smash – 2) Τα Πνεύματα του Ινισέριν (The Banshees of Inisherin), Martin McDonagh
Ο Pádraic και ο Colm είναι οι καλύτεροι φίλοι, περνούν τις μέρες τους μαζί, αργοπίνοντας μπύρες στην παμπ, στο απομονωμένο νησί του Ινισέριν στην ιρλανδική ακτή, τη δεκαετία του ’20. Μέχρι που μια μέρα, ο Colm σταματά να μιλά στον Pádraic – όταν ο δεύτερος, εμφανώς συγχυσμένος, τον ρωτά γιατί, η απάντηση που λαμβάνει είναι πως o Colm πλέον τον βαρέθηκε και πως θέλει να επικεντρωθεί στη μουσική του για τον υπόλοιπο καιρό που του μένει να ζήσει. Σαν να μην έφτανε αυτό μάλιστα, τον ενημερώνει πως, για κάθε φορά που ο Pádraic θα τον προσεγγίζει και θα προσπαθεί να τον μεταπείσει, εκείνος, ο Colm, θα κόβει και από ένα δάχτυλο του χεριού του.
Ο θεατρικός Martin McDonagh επιστρέφει στις ιρλανδικές του ρίζες, μετά το αμερικανικό διάλειμμα των Seven Psycopaths, αλλά και του οσκαρικού Three Billboards outside Ebbing, Missouri, και επανενώνει το power duo των Colin Farrell και Brendan Gleeson, για δεύτερη φορά μετά το σαρδόνια απολαυστικό In Bruges, ίσως την καλύτερη ταινία της φιλμογραφίας του. Το The Banshees of Inisherin, που κέρδισε το Βραβείο Σεναρίου και Ανδρικής Ερμηνείας για τον Colin Farrell στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας και πάει ήδη καρφωτό για τα Όσκαρ στις αντίστοιχες κατηγορίες, είναι μια καυστική, όσο και τρυφερή, ωδή στην ανδρική φιλία και την τοξική αρρενωπότητα (δεύτερη ταινία του φεστιβάλ που καταπιάνεται επιτυχημένα με αυτές τις θεματικές), ένα διαλογικό, πλήρως θεατρικό στη δομή και το στήσιμό του δράμα δωματίου – ή, μάλλον, νησιού, υποβλητικά και ατμοσφαιρικά φωτογραφημένου από τον Ben Davis –, μια ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία με gore πινελιές και μια υπαρξιακή σπουδή για τη ματαιότητα και την απονενοημένη αναζήτηση σκοπού και νοήματος. Ταυτόχρονα όμως, λειτουργεί στην εντέλεια και σε ένα δεύτερο επίπεδο, ως αλληγορία για την πολιτική κατάσταση της Ιρλανδίας του Εμφυλίου, όπου αδελφός σκοτώνει αδελφό και επί σειρά δεκαετιών φίλοι γίνονται εν μία νυκτί ορκισμένοι εχθροί, αποκλειστικά για λόγους ιστορίας και υστεροφημίας, αυτό που επιζητεί απεγνωσμένα ο χαρακτήρας του Colm, λαμβάνοντας όμως αποφάσεις που στην πραγματικότητα πηδαλιουχούνται από τη βία και τον φανατισμό, ακριβώς όπως οι αλλόκοτοι όρκοι και υποσχέσεις του ίδιου χαρακτήρα. Η χημεία μεταξύ Gleeson και Farrell είναι απτή, απολαυστική, με τον δεύτερο στον καλύτερο ρόλο του εδώ και χρόνια, αλλά και οι ερμηνείες από τους χαρακτήρες που τους πλαισιώνουν είναι εξαιρετικές, όπως αυτή της Kerry Condon στον ρόλο της στωικής, υποστηρικτικής αδερφής του Pádraic, ανυπόμονης να ξεφύγει από έναν πατριαρχικό, περιοριστικό κόσμο ανδρών, αλλά και του Barry Keoghan στον ρόλο του ιδιόρρυθμου αγοριού του χωριού. Πολυεπίπεδη, καλογραμμένη, λυρική, συγκινητική όσο και αστεία, το The Banshees of Inisherin είναι ήδη μία από τις ταινίες της χρονιάς. Άχαστη μόλις κυκλοφορήσει στις αίθουσες.
Smash – 1) Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία (All the beauty and the bloodshed), Laura Poitras
Η πιο αναπάντεχη σινεφίλ έκπληξη του φεστιβάλ, και μάλλον της κινηματογραφικής σεζόν εν γένει, ήταν το All the beauty and the bloodshed, το ντοκιμαντέρ της Αμερικανίδας Laura Poitras (Citizenfour) που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο φετινό Φεστιβάλ Βενετίας, αφήνοντας την Julianne Moore, πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, κατασυγκινημένη, αλλά και τη Χρυσή Αθηνά Ντοκιμαντέρ στις δικές μας Νύχτες Πρεμιέρας. Και επάξια, όλα τα βραβεία σε κάθε φεστιβάλ του κόσμου – το All the beauty and the bloodshed είναι συγκλονιστικό, αριστουργηματικό, μια κινηματογραφική εμπειρία που αρνείσαι (και αδυνατείς) να ξεχάσεις.
Η ταινία της Poitras αφηγείται και καταγράφει τη ζωή της θρυλικής φωτογράφου και ακτιβίστριας Nan Goldin, που πρωτοστάτησε στον επί σειρά ετών αγώνα εναντίον της κρίσης των οπιοειδών που μαστίζει την Αμερική. Η Goldin ίδρυσε το 2017 την P.A.I.N., μια ομάδα που μάχεται ενάντια στην προϊούσα κρίση οπιοειδών και στην οικογένεια Sackler, την οικογένεια πίσω από την big-pharma εταιρεία Purdue που παρήγαγε και διένειμε το Oxycontin, το εξαιρετικά εθιστικό φάρμακο εν πολλοίς υπεύθυνο για την εν λόγω κρίση. Η αφήγηση της Poitras εκτείνεται σε δύο χρονικά επίπεδα, στο παρελθόν της Goldin, την παιδική της ηλικία, τις απαρχές και την εκτόξευση της καριέρας της, αλλά και όλες τις αβύσσους που αντιμετώπισε, και στο παρόν, τις ακτιβιστικές δράσεις της P.A.I.N. ανά τα μουσεία του κόσμου, που ως στόχο θέτουν την απαλοιφή του ονόματος των Sackler από τις πτέρυγες που έχουν δωρίσει και την άρνηση περαιτέρω χορηγιών.
Μέσα από φωτογραφικά slides, σήμα κατατεθέν του έργου της, και τη στακάτη, υπνωτιστική φωνή της ίδιας της Goldin, γινόμαστε θεατές και συμμέτοχοι της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας, χρόνων που καθορίστηκαν από την ντροπή και το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, όταν η μεγαλύτερη αδελφή της αυτοκτόνησε, της νεανικής της ηλικίας και της ένταξής της στην queer σκηνή της Νέας Υόρκης των ‘80s, αλλά και της ανάδειξής της ως ίσως της σημαντικότερη γυναίκας φωτογράφου της γενιάς της. Το έργο της Goldin, και κυρίως το ορόσημό της, The Ballad of Sexual Dependency, περιστρέφεται γύρω από την ανδρική επιβολή πάνω στα γυναικεία σώματα, γύρω από το σεξ ως κινητήριο δύναμη αλλά και αλληλεξάρτηση, γύρω από τους έμφυλους ρόλους και τα περιοριστικά δεσμά τους – και μέσα από την ταινία της Poitras, μαθαίνουμε την ακριβή προέλευσή του, σε μια ζωή που κηλιδώθηκε από την ανδρική βία. Ταυτόχρονα, μεταφερόμαστε στο θρυλικό Bowery των ‘80s, σε υπόγεια νεοϋρκέζικα μπαρ και σε συναυλιακούς χώρους, εκεί που μέσα σε αναθυμιάσεις καπνών, άφθονο αλκοόλ και ασύδοτη χρήση ναρκωτικών, από τις στάχτες γεννιέται και παράγεται Τέχνη – αλλά και η εκπροσώπηση και συμπερίληψη κοινωνικών ομάδων απόκληρων και περιθωριοποιημένων έως τότε. Η Goldin δίνει τον αγώνα της, έναν αγώνα πολιτικό όσο και βαθιά προσωπικό, καθ’ ότι και η ίδια παρ’ ολίγον θύμα του Oxycontin, έναν αγώνα των αδύναμων και αόρατων εναντίον των ισχυρών, που φαντάζει χαμένος εκ προοιμίου, όμως εν τέλει θα αποδείξει τη δύναμη της συσπείρωσης και της συλλογικότητας.
Με κοφτό, αψεγάδιαστο μοντάζ και μια επεξεργασία ήχου ήδη κλασική για το είδος, το All the beauty and the bloodshed αφηγείται μια ζωή μνημειώδη, πολιτικά και πολιτιστικά σημαντική, με βάθος αλλά και ενσυναίσθηση, και με κινηματογραφικά υλικά που το καθιστούν πολύ πιο συναρπαστικό από κάθε ταινία μυθοπλασίας. Σοβαρή υποψηφιότητα όχι απλώς για το καλύτερο ντοκιμαντέρ, μα και για την καλύτερη ταινία της χρονιάς αυτής.