Το καλύτερο μουσικό ντοκιμαντέρ..
Τον Δεκέμβριο του 1983, στο Pantages Theatre του Χόλυγουντ, ο Jonathan Demme (Silence of the Lambs, Philadelphia) σκηνοθετεί το Stop Making Sense, τέσσερις νύχτες συναυλιών των Talking Heads κατά την διάρκεια της περιοδείας τους για το Speaking in Tongues. Το 1984 προβάλλεται για πρώτη φορά στο San Fransisco. Έκτοτε, και για σαράντα χρόνια μετά, μέχρι και την περσινή επαναπροβολή του σε 4Κ από την Α24 και την φετινή πρώτη προβολή στην Ελλάδα, θεωρείται το καλύτερο μουσικό ντοκιμαντέρ που έχει υπάρξει.
Τα υλικά μιας μουσικής Ιστορίας
Η σύλληψη του Demme απέχει κατά πολύ από τις υπόλοιπες ταινίες αυτού του είδους. Λείπει το κλασικό για τότε μοντάζ του MTV, τα παρασκηνιακά δρώμενα, τα κοκκώδη ασπρόμαυρα πλάνα του βαν, η voiceover αφήγηση και οι μίνι συνεντεύξεις με τα μέλη της μπάντας. Ό,τι δηλαδή είχαμε στο μυαλό μας για τα concert films της τότε, αλλά και της σύγχρονης, εποχής. Αντίθετα, εδώ, η κάμερα παρέμεινε την πρώτη μέρα από την μία μεριά της σκηνής, την επόμενη από την άλλη, εστιάζει με υπερβολικά close-ups στα πρόσωπα των μουσικών -και κυρίως του David Byrne- και αποφεύγει και την παραμικρή εικόνα κοινού μέχρι και λίγο πριν το τέλος, μένει απόλυτα συντονισμένος με την εκκεντρικότητα του συγκροτήματος.
Ο David Byrne, σαν πρωταγωνιστής και τρόπον τινά αφήγητης του φιλμ, κάνει την είσοδό του με την κιθάρα του και ένα boombox και, φυσικά, ξεκινάει με τον ύμνο το Psycho Killer. Χρειάζονται έξι κομμάτια για να ολοκληρωθεί το σχήμα και όλοι οι μουσικοί και ο εξοπλισμός να είναι στην θέση τους. Κάθε ένα μέλος ανεβαίνει προοδευτικά στην σκηνή, δίνοντας μια αίσθηση συναρμολόγησης, μέσα στην πλήρη αποσύνθεση των νευρωτικών κινήσεων του Byrne, του οποίου η σκηνική παρουσία παραμένει το επίκεντρο.
Οι καλύτερες στιγμές τραγουδιών που άλλαξαν ζωές!
Οπτικοποιεί χορογραφημένα κάθε κομμάτι ξεχωριστά, είναι επίτηδες αδέξιος, η ενέργεια και η έπαρση του θα μπορούσε να παρομοιαστεί με αληθινού πόπσταρ. Η καλλιτεχνική του παρόρμηση σε συνδυασμό με την παράξενη φιγούρα του, κάνουν όσους βρίσκονταν και βρίσκονται πάνω ή κάτω από την σκηνή, μπροστά ή πίσω από την κάμερα ή μπροστά στην οθόνη, να εκρήγνυνται ταυτόχρονα.
Από το Heaven μόνο με την Tina Weymouth στην αρχή, στην καλύτερη live version του Once in a Lifetime και από εκεί σε μία σπάνια εκτέλεση του Genius of Love των Tom Tom Club (Tina Weymouth, Chris Frantz) , στο εμβληματικότερο πεντάλεπτο τoυ live και στο εκστατικό Take me to the River, ο Demme κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να μας μεταδώσει την τεράστια πολιτιστική και ιστορική σημασία αυτής της μοναδικής στιγμής στα χρονικά της μουσικής.
Λίγα δευτερόλεπτα πριν το Girlfriend is Better (οι στίχοι του αποτελούν τον τίτλο της ταινίας), ο Byrne, εμφανίζεται φορώντας το iconic Big Suit (δημιουργία του Gail Blacker) και, εκεί, έχουμε την εμβληματικότερη στιγμή της παράστασης. Επηρεασμένος από το Ιαπωνικό θέατρο Noh, επέλεξε το εν λόγω κοστούμι επειδή, όπως λέει ο ίδιος, ήθελε το σώμα του να έχει μια δυσδιάστατη μορφή, να φαίνεται μεγαλύτερο σε σχέση με το κεφάλι, υπηρετώντας την αλληγορία ότι η μουσική γίνεται τις περισσότερες φορές πρώτα αισθητή στο σώμα και μετά στον εγκέφαλο. Αυτή, βέβαια, είναι μία από τις δεκάδες εξηγήσεις που έχει δώσει σχετικά, αν και μάλλον η επικρατέστερη.
Και ήταν απλά μια ταινία...
Η εγγενώς κινηματογραφική ματιά του Jonathan Demme ενσωματώνει την ταινία στην συναυλία και όχι το αντίστροφο. Μπορεί να παρακολουθούμε ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα στην ιστορία της μουσικής, αλλά δεν βρισκόμαστε εκεί (ευτυχώς, γιατί δεν ξέρω πως γίνεται να πάει κάποιος σε άλλο λάιβ μετά από αυτό). Στην πραγματικότητα, αποκρυπτογραφούμε την πολυσχιδή προσωπικότητα του Byrne, και, κυρίως, γινόμαστε μάρτυρες της καταγραφής των συναισθημάτων του τις πιο σημαντικές νύχτες για αυτόν και τους Talking Heads.