Το Κουαρτέτο του Heiner Muller είναι ένα έργο για το τέλος. Το τέλος των σχέσεων. Το τέλος της ιστορίας. Το τέλος του κόσμου. Είναι ένα έργο βάναυσο, ερωτικό και βαθιά πολιτικό, που αντλεί τη δυναμική του μέσα από τους δύο ήρωες και την πρισματική οπτική του «κάνω θέατρο μέσα στο θέατρο», προσεγγίζοντας την μπρεχτική μέθοδο της αποστασιοποίησης, μέσα από την οποία ο Muller μας διδάσκει βιοπολιτική. Πολύ περισσότερο, το κορυφαίο έργο του Muller αναδεικνύει, και ιδιαίτερα μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία του Θανάση Σαράντου, ενός σκηνοθέτη τόσο εικαστικού όσο και πολιτικού, αυτό που ο Foucault αναφέρει ως η «πολιτική ιστορία των σωμάτων», καθώς και τη θεωρία του για τα «πειθήνια σώματα», όπως περιγράφεται στην Ιστορία της Σεξουαλικότητάς του. Τίθεται έτσι το ερώτημα: «Ποιον ρόλο επωμίζεται η σεξουαλικότητα στο πλαίσιο της σύγχρονης βιοεξουσίας;».
Το έργο τοποθετείται «πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο», σε ένα καταφύγιο, σε ένα περιβάλλον άχρονο και ταυτόχρονα χρονικά προσδιορισμένο έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρη την νεωτερική περίοδο. Μέσα σε αυτό το καταφύγιο κατοικούν οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο, ένα αρχετυπικό ζευγάρι, σαν εκείνο του Αδάμ και της Εύας, κατά την αρνητική τους εικόνα. Το τέλος τους, δε, σηματοδοτεί το τέλος της δυτικής κοινωνίας, την παρακμή του αστικού πολιτισμού και της ίδιας της νεωτερικότητας. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, η Μαρκησία ντε Μερτέιγ και ο Υποκόμης Βαλμόν, φέροντας τους τίτλους και τα σύμβολα μιας παρηκμασμένης εποχής, αναδεικνύονται σε σύμβολα της μετανεωτερικότητας, της περιόδου που διανύουμε σήμερα, που τα πάντα είναι ρευστά.
Κομβικό ρόλο στο σύμπαν του Muller, αλλα και σε αυτό του Σαράντου έχει το σεξ, που σύμφωνα με τα όσα είχε προμηνύσει ο Foucault και άλλοι μεταδομιστές φιλόσοφοι, μπορεί να ελέγχει τα σώματα και κατ’ επέκταση τη βούληση και τις πράξεις των ανθρώπων. Πράγματι, το κεντρικό, μοναδικό ζευγάρι, το οποίο αποτελεί επιπρόσθετα και ένα ζεύγος ψυχαναλυτικής συμμετρίας πάνω στη σκηνή, κάτι που αποτυπώνεται άριστα μέσα από τη σκηνοθεσία του Θ. Σαράντου, επιδίδεται σε μια σειρά ερωτικών παιχνιδιών, μέσα από τα οποία προσπαθούν να δώσουν νόημα και ενδιαφέρον στη ζωή τους, ευτελίζοντας σύμβολα, πρόσωπα και υπερβαίνοντας ακόμα και την ταυτότητα του φύλου τους. Ο έρωτας, δε, γίνεται δίδυμος αδελφός του θανάτου, ο οποίος παραμονεύει εκτός του καταφυγίου, αλλά και μεταξύ τους, υπογραμμίζοντας τη σχέση του γενικού πολιτικού με το άτομο.
Όλα τα παραπάνω αποκρυσταλλώνονται περίτεχνα μέσα από τη σκηνοθεσία του Θ. Σαράντου, ο οποίος επιλέγει μια cyberpunk αισθητική προσέγιση, προκειμένου να δείξει τον παρηκμασμένο και, εν τέλει, νεκρό κόσμο, μέσα στον οποίο υπάρχουν οι δύο ήρωες. Η προσέγγιση αυτή, μάλιστα, συνοδεύει ολόκληρη την αισθητική του έργου, από τα κοστούμια μέχρι τη μουσική και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί, κάνοντάς του να μοιάζουν με φαντάσματα εγκλωβισμένα σε μια παλιά κασέτα. Έτσι, ο Θ. Σαράντος δημιουργεί μια cyberpunk δυστοπία, που θυμίζει πολύ εκείνη του Repo! The Genetic Opera , συνδυάζοντας το αλλόκοτο, το σεξουαλικά ερεθιστικό, το υπαινικτικό, το μηδενιστικό, το αμφίσημο! Οι ήρωές του, δε, μοιάζουν με δύο τίγρεις που μάχονται, μέχρι να εξολοθρεύσουν ο ένας τον άλλον, όντες ταυτόχρονα θύτες και θύματα σε ένα ανελέητο παιχνίδι σεξ και εξουσίας. Ο συσχετισμός, άλλωστε, του έρωτα με τον θάνατο αποτελεί ένα από τα αρχετυπικότερα δίπολα, που υπάρχει στον ανθρώπινο πολιτισμό από την αρχή της δημιουργίας του. Γιατί όχι και στο τέλος του;
Πράγματι, οι ήρωες του Muller είναι δύο «άγγελοι του τέλους». Στο σύμπαν τους όλα πεθαίνουν, όπως και οι ίδιοι. Τα παιχνίδια, δε, που παίζουν είναι τερατώδη, προκαλώντας το σοκ και την έκπληξη του θεατή. Αυτό, ωστόσο, που καταφέρνει ο Θ. Σαράντος μέσα από την σκηνοθεσία του είναι κάτι ακόμα περισσότερο από όσα οραματίστηκε ο Muller, αφού επιτυγχάνει να καταστήσει τα πλάσματα αυτά και το ημιθανές τους σύμπαν σαγηνευτικώς αποκρουστικά, άχρονα, τερατώδη, θυμίζοντας την εφιαλτική φαντασία του Clive Barker. Ειδικότερα, η Κερασία Σαμαρά νικάει επί σκηνής το χρόνο, φορώντας τον ρόλο της Μαρκησίας ντε Μερτέιγ σαν ένα βελούδινο γάντι ή –ακόμα πιο ταιριαστά –σαν μια δαντελένια θηλιά γύρω από το λαιμό της. Τα μάτια της, δε, μοιάζουν σαν φτιαγμένα από νύχτα, με αποτέλεσμα να θυμίζει επί σκηνής ένα πλάσμα από κάποια άλλη σκοτεινή διάσταση. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Χρήστος Βασιλόπουλος, μέσα από την αρχετυπική απεικόνιση του κλοούν -παλιάτσου, επιτυγχάνει να εναλλάσσει τους ρόλους και το ίδιο του το φύλο με άνεση, μπλέκοντας το Θέατρο με τη Ζωή σε μια αβυσαλλέα εγκιβώτιση.
Από Μηχανής Θέατρο (Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, 2105232097)
Σκηνοθεσία: Θανάσης Σαράντος
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Δραματουργική ανάλυση – Κείμενα προγράμματος: Εύη Προύσαλη
Σύνθεση Μουσικής: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Ερμηνεύουν: Χρήστος Βασιλόπουλος Κερασία Σαμαρά
Κατασκευή κοστουμιών: Μάριος Καραβασίλης
Σκηνικά: Θάλεια Ιστικοπούλου
Επιμέλεια Kίνησης: Πλωτίνος Ηλιάδης
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέβη Κουτσοθανάση
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης