Sequels, αυτή η μάστιγα
Λέγεται συχνά, και δικαίως, ότι ο μαζικός κινηματογράφος έχει βουλιάξει στα sequel, prequels, spin offs κτλπ. Ότι δεν υπάρχει κάποια νέα ιδεά, που, ατενίζοντας την εποχή της, να μπορεί να πει κάτι για τους καιρούς που ζούμε, για το μέλλον που θέλουμε ή, έστω, κάτι πραγματικά διασκεδαστικό, καθώς η κονσέρβα των one liners, του reference humor και της διακειμενικότητας έχει κουράσει αβάσταχτα. Και όλα αυτά είναι σωστά. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η λογοτεχνία μαστίζεται από το ίδιο πρόβλημα, το οποίο μάλιστα είναι και παλαιότερο, κατά μερικούς αιώνες. Η επιστροφή του Sherlock Holmes στη ζωή, μετά από πιέσεις των αναγνωστών θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα τέτοιο «sequel» που σκοπό είχε να συνεχίσει μια ιστορία που είχε τελειώσει οργανικά, επειδή το franchise ήταν επιτυχημένο.
Εάν πάρουμε τώρα τη γνωστή, χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στην «pulp» λογοτεχνία του 1950 και του 1980 (δεν τις αναφέρουμε τυχαία αυτές τις χρονολογίες), με την περιοδικότητα του Τύπου να είναι βασικό πρόβλημα, το αναγνωστικό κοινό χαωμένο μεταξύ hard sci-fi, space opera, ray-, cyber- steam και διάφορα άλλα -punk υποείδη, η συνέχεια κλασικών ιστοριών με spin offs και sequel έμοιαζε αναπόφευκτη. Έτσι λοιπόν, ο Isaac Asimov, 30 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της κλασικής τριλογίας του Θεμελίου (1953), επανέρχεται στον κόσμο και τα σχέδια του Sheldon, με τη δεύτερη του τριλογία (ή τετραλογία, ανάλογα την έκδοση), η οποία ξεκινά το 1982 με το Στις Παρυφές του Θεμελίου και συνεχίζεται με το Θεμέλιο και Γη το 1986. Τα δύο επόμενα, το Πρελούδιο του Θεμελίου (1988) και το Πέρα από το Θεμέλιο (1993) αποτελούν prequels.
Και πώς ήταν τελικά αυτές οι συνέχειες;
Και ενώ είναι δικαίωμα προφανώς του κάθε λογοτέχνη, πόσο δε μάλλον του «πατέρα» της επιστημονικής φαντασίας να κάνει ό,τι θέλει με τις ιστορίες που ο ίδιος εμπνεύστηκε, η δεύτερη τριλογία του δεν είχε σε καμία περίπτωση ούτε την αποδοχή ούτε την επιτυχία της πρώτης. Η κλασική τριλογία αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του hard sci-fi, με τη σκληρή, εγκεφαλική της διάσταση και την τοποθέτηση όχι ατόμων, ούτε καν της ανθρωπότητας, αλλά του ίδιου του πολιτισμού στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μάλιστα κατάφερε κάτι μοναδικό έκτοτε αλλά και μετέπειτα: βραβεύτηκε με το Hugo «Καλύτερη Σειρά Όλων των Εποχών», το 1966, ένα βραβείο που θεσπίστηκε ειδικά για αυτή.
Η δεύτερη τριλογία από την άλλη άφησε σε πολλούς μια πικρή γεύση. Κάνοντας μια στροφή από το hard sci-fi, ο Αsimov έφτιαξε ουσιαστικά ένα «σκεπτόμενο» space opera, με σχεδόν μηδενική δράση, γεμάτο φιλοσοφικές αναζητήσεις και ανησυχίες για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν, τον διαχωρισμό μεταξύ ατόμου και συνόλου, αλλά και παράλληλα τόσο τα άκρα αυτών των δύο εννοιών όσο και τις συγκλήσεις τους. Ταυτόχρονα, εντάσσει τον κόσμο του Θεμελίου στον ευρύτερο κύκλο γραπτών του Asimov, τόσο της ρομποτικής του περιόδου όσο και της μετέπειτα, τρανσχιουμανιστικής τάσης του
Θεμέλιο και Γη
Ωστόσο, στη δεύτερη τριλογία και ειδικότερα στο Θεμέλιο και Γη, το οποίο επανεκδόθηκε πρόσφατα, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Anubis (σε μετάφραση του πάντα αξιόπιστου Βασίλη Αθανασιάδη) όπου το ενδιαφέρον φεύγει από τον πολιτισμό και εστιάζει στην ανθρωπότητα, φαίνονται καλύτερα και οι αδυναμίες του Asimov. Οι χαρακτήρες του, οι οποίοι παραμένουν σταθεροί στο Πέρα από το Θεμέλιο και εδώ, είναι ουσιαστικά απλά φερέφωνα φιλοσοφικών ιδεών, χωρίς χαρακτήρα και ενδιαφέρον, ενώ οι προσωπικότητές τους είναι τρομερά μονοδιάστατες. Και ίσως αυτό δεν ήταν πρόβλημα, εάν αυτή η μία τους διάσταση δεν είναι μια παρωχημένη και, πλέον, σεξιστική, κάτι που δυστυχώς, σε αυτόν τον, τελευταίο τίτλο, κορυφώνεται.
Η ίδια η πλοκή του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναλαμβανόμενη και μονότονη. Ένα βασικό ζήτημα είναι ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει επίδικο σε αυτή τη φιλοσοφική αναζήτηση και ότι οι απαντήσεις έρχονται ως deus ex machina, μέσα από σχέδια άλλων, αφανών μαριονοπαικτών που δεν εμφανίζονται παρά στο τέλος.
Είναι τελικά όμως το Θεμέλιο και Γη κακό βιβλιο; Για Asimov, ακόμα και έναν Asimov μεταξύ 2 περιόδων, μάλλον ναι. Γενικότερα όμως υπάρχουν ακόμα πράγματα να απολαύσει κανείς. Η περιγραφή της ακραίας, αντικοινωνικής και μισάνθρωπης ιδιωτικότητας είναι ίσως η κορυφαία στιγμή του τίτλου, σε μια κλασική, ρομποτική λάμψη του παλαιού Asimov. Παράλληλα, με όλες τις προβληματικές, είναι και μία από τις ελάχιστες φορές που εμφανίζεται στην «βαριά» επιστημονική φαντασία μια trans φιγούρα. Επιπρόσθετα, η γλώσσα του βιβλίου είναι πολύ πιο εξανθρωπισμένη, μακριά από την ψυχρότητα της πρώτης τριλογίας, ενώ η τάση του συγγραφέα για πιο «καλλιτεχνικές» περιγραφές είναι έντονη.
Οπότε... όχι;
Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν λέμε Θεμέλιο, εννοούμε την πρώτη τριλογία. Τα υπόλοιπα είναι λίγο σαν την σειρά του Apple Tv+: Πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά καμία σχέση με το αρχικό υλικό. Όχι ότι είναι κακό αυτό βέβαια πάντα…