
Η παρωδία είναι ένα παρεξηγημένο είδος, το οποίο, παραδόξως, έχει τόση ιστορία όσο και τα πιο κυριλέ ξαδέρφια του, το έπος και η τραγωδία. Και είναι λογικό, εάν σκεφτεί κανείς ότι η μήτρα τους είναι κοινή, τουλάχιστον για την τραγωδία – οι διονυσιακοί αγώνες και η διάθεση παιγνίου με το κείμενο και τις παραδόσεις. Η αρχαιοελληνική γραμματεία έτσι και αλλιώς είχε την αυτοεξέταση, χωρίς ταμπού, ως δομικό χαρακτηριστικό της και αυτό είναι στην ουσία της η παρωδία.
Δε γίνεται να παρωδήσεις κάτι εάν δεν το γνωρίζεις εις βάθος. Ίσως για αυτό άλλωστε και στη σημερινή εποχή είναι ένα είδος πιο δύσκολο και δύστροπο να το κάνεις σωστά.

Η Βατραχομυομαχία είναι ένα από τα πιο ιδιότυπα ποιήματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας — μια μικρή ηρωική παρωδία, ένα έπος που μιμείται και σατιρίζει τα ομηρικά ιδεώδη μέσα από την απίθανη μάχη ανάμεσα σε… βατράχους και ποντικούς. Η καταγωγή της είναι κάπως ομιχλώδης, με πολλούς να υποδεικνύουν τον ίδιο τον Όμηρο, μπλέκοντας ακόμα περισσότερο το διαβόητο ομηρικό ζήτημα. Όμως αυτό είναι ένα ζήτημα για ερευνητές φιλόλογους (όσους έχουν μείνει βέβαια με την κρίση). Εδώ μιλάμε για κόμικ. Και, πλέον η Βατραχομυομαχία γνωρίζει μια νέα εκδοτική ζωή, με τη διασκευασμένη κυκλοφορία της ως κόμικ από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως, σε σενάριο του Γιώργου Βλάχου και ζωηρή και ζωντανή εικονογράφηση της Ειρήνης Σκούρα.
Η πλοκή, γνωστή στους μυημένους, ξεκινά με έναν τρυφερό διάλογο μεταξύ του ποντικού Ψιχίοκλου και του βασιλιά των βατράχων Πρασινοπόδαρου. Η συνάντησή τους οδηγεί σε τραγωδία — ο ποντικός πνίγεται κατά την προσπάθειά του να διασχίσει τη λίμνη στην πλάτη του βατράχου, και αυτή η φαινομενικά μικρή απώλεια πυροδοτεί έναν ολοκληρωτικό πόλεμο ανάμεσα στα δύο είδη. Πρόκειται για έναν μικρόκοσμο της ανθρώπινης βίας, της μωρίας και του μεγαλείου, παρουσιασμένο μέσα από φακό σαρκασμού.
Πώς ένα «ομηρικό» κείμενο μιλά νέα ελληνικά
Εξ αρχής, γίνεται εμφανές ότι το κόμικ δεν επιχειρεί απλώς να μεταφέρει το αρχαίο ποίημα με εικόνες. Αντιθέτως, προτείνει μια νέα, δική του ανάγνωση: διατηρώντας τη σατιρική διάθεση του πρωτοτύπου, ενσωματώνει μοντέρνα στοιχεία, λογοπαίγνια, πολιτικά και κοινωνικά υπονοούμενα, και φυσικά, μια πολύ ευρηματική και ζωντανή εικονογραφική γλώσσα που δίνει πνοή στους αλλοτινούς αντιπάλους του έλους. Κατανοώντας ότι πρόκειται για ένα δύσκολο, εντελώς ποιητικό κείμενο, αυτή η διασκευή, κατάλληλη για όλες τις ηλικίες, ήταν μια ιδιαίτερα απαιτητική εργασία, το αποτέλεσμα όμως της οποίας σίγουρα δικαιώνει τους δημιουργούς.
Ο Γιώργος Βλάχος στήνει ένα σενάριο που ισορροπεί έξυπνα ανάμεσα στο ύφος του πρωτότυπου και σε ένα πιο προσιτό, μοντέρνο λόγο. Χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς και ποιητικό λεξιλόγιο εκεί που χρειάζεται, για να αποδώσει την επική ατμόσφαιρα, αλλά παράλληλα δεν διστάζει να εισάγει χιούμορ με σύγχρονη χροιά, κάνοντας τον αναγνώστη να γελάσει με αναφορές που θυμίζουν περισσότερο stand-up comedy παρά έπος.

Η ειρωνεία του ποιητικού πρωτοτύπου μεταφέρεται με μεγάλη φροντίδα. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται με έντονη προσωπικότητα, διαμορφώνοντας μικρά καρέ γεμάτα δράση και διαλόγους με ρυθμό. Η αφήγηση είναι σφιχτή, χωρίς φλυαρίες, και κυλά με μια φυσικότητα που επιτρέπει στον αναγνώστη να αφεθεί, είτε είναι εξοικειωμένος με το αρχαίο ποίημα είτε όχι.
Το κόμικ, αντιλαμβανόμενο τη διττότητα —δηλαδή την ταυτόχρονη επική μορφή και κωμική ουσία—, καταφέρνει να αναδείξει το έργο όχι μόνο ως παρωδία, αλλά και ως σχόλιο για την ίδια τη φύση του έπους και της ιστορίας. Με έναν τρόπο, η μάχη των ποντικιών και των βατράχων θυμίζει το μάταιο των πολέμων, τις υπερβολές της ηρωικής ρητορικής, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να κατασκευάζει εχθρούς, έστω και φανταστικούς.
Χρώματα και παιχνιδίσματα του βάλτου
Η Ειρήνη Σκούρα κάνει εξαιρετική δουλειά στο σχέδιο, καταφέρνοντας να αποδώσει με σαφήνεια αλλά και φαντασία την ανατροπή που φέρει το κείμενο. Οι χαρακτήρες —είτε πρόκειται για ατρόμητους ποντικούς είτε για βαρύγδουπους βατράχους— αποτυπώνονται με εκφραστικότητα, χωρίς να χάνεται η σατιρική τους διάσταση. Το σκίτσο κινείται με άνεση ανάμεσα στο γελοιογραφικό και το επικό, δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο εικαστικό κόσμο, που θυμίζει καρικατούρα αλλά στέκεται σταθερά ως αφηγηματικό μέσο.
Τα χρώματα είναι τρομερά ζωντανά, με αποχρώσεις που μεταβάλλονται ανάλογα με τη δραματικότητα της σκηνής. Στις πολεμικές σκηνές, η ένταση αποτυπώνεται με έξυπνη χρήση των σκιάσεων και της γωνίας λήψης, δίνοντας έμφαση στην κίνηση και τη σύγκρουση. Σε πιο ήσυχες σκηνές, η φύση του βάλτου αναδεικνύεται με λεπτομέρεια, συμβάλλοντας στη δημιουργία ατμόσφαιρας.
Το κόμικ, αντιλαμβανόμενο αυτή τη διττότητα —δηλαδή την ταυτόχρονη επική μορφή και κωμική ουσία—, καταφέρνει να αναδείξει το έργο όχι μόνο ως παρωδία, αλλά και ως σχόλιο για την ίδια τη φύση του έπους και της ιστορίας. Με έναν τρόπο, η μάχη των ποντικιών και των βατράχων θυμίζει το μάταιο των πολέμων, τις υπερβολές της ηρωικής ρητορικής, αλλά και τη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να κατασκευάζει εχθρούς, έστω και φανταστικούς.

Τελικά;
Η Βατραχομυομαχία των Βλάχου και Σκούρα είναι ένα έργο που στέκεται επάξια τόσο ως κόμικ όσο και ως δημιουργική προσέγγιση ενός σημαντικού —έστω και αμφιλεγόμενου— κειμένου της αρχαιότητας. Χαρίζει στον αναγνώστη γέλιο, προβληματισμό και, το κυριότερο, μια ευκαιρία να ξαναδεί την παράδοση με σύγχρονα μάτια. Δεν πρόκειται απλώς για μια διασκευή· είναι ένα έργο με χαρακτήρα, όραμα και αίσθηση του μέτρου, που αποτίνει φόρο τιμής στην αρχαία γραμματεία ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται μαζί της.