
Το Ultimate Universe της Marvel ήταν για πολλούς/-ες millenials η πύλη εισόδου στα αμερικανικά κόμικς στις αρχές του 2000. Μια φρέσκια, μοντέρνα ματιά που επαναπροσδιόρισε τους κλασικούςήρωες, χωρίς το βάρος δεκαετιών continuity. Όταν το Secret Wars του 2015 έσβησε αυτό το σύμπαν από τον χάρτη, έφερε το τέλος μίας εποχής για την Marvel. Η πρόσφατη αναγέννησή του, λιγότερο από μία δεκαετία αργότερα, η οποία ξεκίνησε με το Ultimate Invasion του έμπειρου Jonathan Hickman, δικαολογημένα αρχικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, καθώς η νοσταλγία έχει πια παραλύσει κάθε απόπειρα πρωτότυπης σκέψης στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα.
Το Ultimate Invasion αποτελεί το σημείο μηδέν του νέου ultimate σύμπαντος, τον πρόλογο του Hickman στο χτίσιμο αυτού του νέου σύμπαντος. Πρωταγωνιστική φιγούρα είναι ο Δημιουργός (The Maker), η κακόβουλη εκδοχή του Reed Richards των Fantastic Four, που προέρχεται από το παλιό Ultimate σύμπαν. Ο στόχος του δεν είναι απλώς να φτιάξει έναν νέο κόσμο, αλλά να τον ελέγξει πλήρως, εξασφαλίζοντας ότι η «εποχή των ηρώων» σε αυτόν δεν θα συμβεί ποτέ. Ουσιαστικά, ο Δημιουργός στήνει ένα νέο απόλυτα ελεγχόμενο -από τον ίδιο- σύμπαν, μια δυστοπική κοινωνία που βασίζεται στη χειραγώγηση των πολιτών και των ηρώων, με έμμεσες αναφορές στο 1984 του Orwell, αλλά και στον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του Huxley, όπου η ελευθερία θυσιάζεται πρόθυμα στον βωμό μιας απόλυτα ελεγχόμενης σταθερότητας.

Η αίσθηση που αφήνει η ανάγνωση της ιστορίας είναι περίεργη. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ τον Hickman δεν είναι να επενδύσει στη δράση ή την πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, αλλά να εστιάσει στη χαρτογράφηση και το στήσιμο των κανόνων του νέου κόσμου, με αποτέλεσμα το κόμικ να αντιμετωπίζεται -αναλογικά- σαν ένα marvelικό «Σιλμαρίλλιον». Ομως, η πυκνή γραφή σε αρκετά σημεία γίνεται κουραστική, με εκτενείς διαλόγους που σπάνια συναντά κανείς στα υπερηρωικά κόμικς. Ακόμα και η περιορισμένη δράση χάνεται στον βωμό της υπερβολικής προσπάθειας για επικότητα, που τελικά οδηγεί σε χαοτικές σκηνές μάχης με στρατιές -κλώνων- υπερηρώων συγκρουόμενες με άλλες αντίπαλες στρατιές. Μέσα σε όλα αυτά, αυτό που σίγουρα ξεχωρίζει είναι το εντυπωσιακά λεπτομερές σχέδιο του Bryan Hitch, το οποίο λειτουργεί ως γέφυρα με το πνεύμα του αρχικού Ultimate Universe.
Γιατί, λοιπόν, να διαβάσει κανείς το Ultimate Invasion παρά τις αδυναμίες του; Επειδή, κάνοντάς το, ξεκλειδώνει την πλήρη εικόνα του νέου σύμπαντος και κατανοεί βαθύτερα τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τους αναγεννημένους ήρωές του. Η απόδειξη της αξίας του βρίσκεται στη μέχρι τώρα κορυφαία σειρά που προέκυψε από αυτό: το Ultimate Spider-Man, του οποίου ο πρώτος τόμος κυκλοφορεί επίσης στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis. Εδώ συναντάμε έναν πολύ διαφορετικό Αραχνάκια που δεν υποψιαστήκαμε ποτέ ότι χρειαζόμασταν: έναν μεγαλύτερο ηλικιακά Peter Parker, παντρεμένο και με παιδιά, που αποκτά τις δυνάμεις του αργότερα στη ζωή του. Πρόκειται για μια εξαιρετική επανεφεύρεση του χαρακτήρα, φρέσκια, προσγειωμένη και γραμμένη με τρόπο που πείθει ότι δεν προσπαθεί να πουλήσει αναμασημένη τροφή. Βέβαια, πρέπει να είναι σαφές ότι αναγνωστικά, οι νέες σειρές στέκονται απολαυστικά και από μόνες τους, χωρίς το Utlimate Invasion να αποτελεί προαπαιτούμενο.

Πάντως, επιλογικά, εάν κάποια σεναριακή ιδέα των κόμικς δείχνει πλέον να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει, είναι αυτή του time travel. Στο Ultimate Invasion, ο Δημιουργός πηδά στον χρόνο, αλλάζει γεγονότα, προσπαθεί και ξαναπροσπαθεί να κάνει το σχέδιο του να πετύχει, υπενθυμίζοντας ότι τα plots με ανεξέλεγκτα ταξίδια στον χρόνο (και με αχανή multiverses) οδηγούν σε παγίδες. Όταν το ταξίδι στο χρόνο γίνεται το βασικό εργαλείο της πλοκής, η αφήγηση χάνει το βάρος της αφού χάνεται κάθε διακύβευμα. Γιατί να νιώσεις αγωνία για ένα plot, όταν ξέρεις ότι ο πρωταγωνιστής μπορεί απλά να πατήσει rewind και να την αλλάξει; Έμπειροι σεναριογράφοι του είδους, όπως ο Hickman, οφείλουν να προβληματιστούν περισσότερο γύρω από αυτό, αντί να αναπαράγουν τα σεναριακά αυτά τεχνάσματα.