Μετά το Once Upon A Time in Hollywood, o Βrad Pitt επανέρχεται με μια σαφώς καλύτερη ταινία, σε σκηνοθεσία του πάντα εγκεφαλικού και μόνιμα υποτιμημένου James Gray (The Lost City of Z, Two Lovers). Ο συνδυασμός τους μας δίνει μια μείξη Odyssey 2001 και Apocalypse Now, χωρίς ωστόσο να φτάνει ποτέ στο ύψος κάποιας από τις δύο. Ωστόσο, όπως και ο πρωταγωνιστή της, το Ad Astra κυνήγησε την επιρροή τους μέχρι τα άκρα του κόσμου…
Εκτός από τη δυάδα με τις σκηνοθετικές/ θεματικές επιδράσεις, ένα ακόμα δίπολο χάρισε στο Ad Astra τη μορφή του: αυτό του σκηνοθέτη με τον πρωταγωνιστή/ παραγωγού του.
Ο Gray καταφέρνει να μεταφέρει τις κλειστοφοβικές, καθαρά εσωτερικευμένες εικόνες του και να τις προβάλλει στο αχανές διάστημα και την ίδια στιγμή επιτυγχάνει στην απεικόνιση του μεγάλου κενού με το δέος που επιβάλλει η ωμή δύναμη του χάους και της μοναξιάς που μας περιβάλλει. Την ίδια στιγμή όμως όλη αυτή η πίεση θα ήταν ανώφελη αν δεν υπήρχε η φιγούρα του Brad Pitt (Ιnterview With a Vampire, Seven) να την αξιοποιήσει. Αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως είναι καλός ηθοποιός, ο Pitt κινείται με παγωμένη άνεση στο χώρο, την ίδια στιγμή που εσωτερικά καταρρέει. Αυτή η αντίφαση μας έρχεται μέσα από μικροκινήσεις, συγκρατημένες εκφράσεις και τελικά μια διακριτικότητα ανθρώπινη, σαν τη φυσική κατάληξη ενός αγώνα χρόνων.
Γιατί έτσι άλλωστε εξελίσσεται και η ταινία. Στο αδικαιολόγητα αισιόδοξο μέλλον του Gray, στο οποίο η ανθρωπότητα όχι μόνο δεν έχει καταστραφεί (παρόλες τις προσπάθειες του καπιταλιστικού τρόπου ζωής που έχει εξαπλωθεί σαν αρρώστια στο ηλιακό σύστημα) αλλά έχει ταξιδέψει και κατακτήσει τους κοντινούς της πλανήτες τους οποίους απομυζά για πρώτες ύλες, ο χαρακτήρας του Pitt αναζητά τον πατέρα του για να σώσει τον κόσμο, στην ουσία όμως τον εαυτό του. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες με daddy issues, oι οποίες διακρίνονται από έναν ευνουχιστικό φόβο για την απόλυτη εξουσία του Πατέρα (και άρα ενδυναμώνουν μια τάση βίας εναντίον του), ο χαρακτήρας του Pitt προσπαθεί να έρθει σε μια διαφορετική κατάληξη με την πατρική φιγούρα η οποία δεσπόζει στο περιβάλλον του και τον βασανίζει ακόμα και (ή επειδή είναι) απούσα, όσα υποκατάστατα και αν βρει (εδώ τον ρόλο αυτό γεμίζει ο πάντα συμπαθητικός Donald Sutherland (Ηunger Games, M*A*S*H).
Η κατάληξη αυτή επιθυμείται να είναι διαφορετική από ότι θα ήταν συνήθως, δηλαδή η συμβολική (ή και πραγματική) δολοφονία του πατέρα με τον σκοπό να πάρει ο πρωταγωνιστής την θέση του έναν ακαθόριστο αλλά επίπονα πραγματικό συμβολικό άξονα. Ο Pitt θυμίζει περισσότερο Τηλέμαχο, ο οποίος διαπλάστηκε τόσο πολύ με τις ιστορίες δόξας της πατρικής φιγούρας που ακόμα και όταν αποκαλύπτεται η βαναυσότητα που αυτές κρύβουν, ακόμα και όταν τελικά αποφασίζει να κινηθεί εναντίον του, τελικά δεν μπορεί να το κάνει.
Ο χαρακτήρας του Pitt περνά από αρκετές συμβολικές γέννες: από το σκοτάδι του απόλυτου κενού στο φως του πολιτισμού (μέσω της ανάσυρσης εικόνων του πατέρα) και από εκεί ξανά, μέσω του σκοταδιού, στη βία και την απόπειρα διαδοχής του ονόματος.
Η τελική, συμβολική συμφιλίωση γίνεται με μια αποδοχή που μοιάζει πολύ με αποκαθήλωση.
Είναι άλλωστε ενδεικτικό πως για τον ρόλο του πατέρα επιλέχθηκε ο Tommy Lee Jones (ΜΙΒ, Batman Forever), μια κατεξοχήν authority figure που τελικά, παρ όλη την αγάπη που μπορεί να του έχουμε, φαντάζει λίγος να καλύψει τον θρύλο που όλη η ταινία έκτιζε πάνω του από την αρχή στα λίγα λεπτά που εμφανίζεται. Ο πατέρας φανερώνεται ως άνθρωπος και πεθαίνει ως τέτοιος, όμως ο μύθος του μένει κενός. Ο Τηλέμαχος τελικά γυρίζει στην Ιθάκη του.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως κατά έναν πολύ western τρόπο, οι ελάχιστες γυναίκες της ταινίας ταυτίζονται με την οικογένεια και τη γαλήνη. Όταν αυτή λείπει, η παρουσία τους γίνεται ανήσυχη και οριακά αυτοκαταστροφική. Εξαιρετικό παράδειγμα για το πρώτο είναι η (σιωπηλή κυρίως και) αγέραστη Liv Tyler (Lord of the Rings, Gunpowder) ενώ για το δεύτερο η Ruth Negga (Preacher, Warcraft).
Η ταινία δεν έχει σχέση με το space opera-τικό διάστημα του σύγχρονου sci- fi, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί μετεξέλιξη ιστοριών φαντασίας με ναύτες που βρίσκουν άγνωστα μέρη. Παρά τις αψιμαχίες και την κατά τόπο βία που μπορεί να απεικονίζει (πανέμορφα), είναι πολύ πιο κοντά στα υπαρξιακά sci fi δράματα του περασμένου αιώνα, ή των αρχών αυτού, με το Interstellar να είναι το πιο κοντινό του. Σε αντίθεση όμως με το υπερβλητικό από μακριά, αλλά γεμάτο τρύπες από κοντά οικοδόμημα του Nollan, το Ad Astra κάνει κάποια καίρια και καυστικά κοινωνιοπολιτικά σχόλια, μετά όμως στρέφει το βλέμμα αποκλειστικά στο βασικό του θέμα, που δεν είναι άλλο από αυτή την τηλεμάχια αναζήτηση και τις απόπειρες επικοινωνίας.
Γιατί τελικά, παρόλο που το περιβάλλον είναι το διάστημα, το Ad Astra, όπως και όλες οι ταινίες του Gray στον πυρήνα τους, είναι για την επικοινωνία, μια απόπειρα να γεφυρωθεί ένα κοσμικό χάσμα ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και τον διπλανό του, πόσο μάλλον σε έναν γιο με τον πατέρα του. Χάσμα ανυπέρβλητο, που κουβαλιέται μέσα στον χρόνο ως πληγή και μέσα στον χώρο ως κατάρα. Και σε αυτές τις συνθήκες η μοναξιά ισούται με τον θάνατο, είτε άμεσα σωματικό είτε έμμεσα κοινωνικό.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ ενδιαφέρον πως οι αρχικές αποστολές πατέρα και γιου είναι η επικοινωνία με εξωγήινους πολιτισμούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καταρρίψουν το παράδοξο του Φέρμι. Τελικά όμως καταλήγουν σε έναν εξίσου τρομακτικό, πολύ μπεκετικό συμπέρασμα: το μόνο που έχουμε είναι οι άλλοι άνθρωποι.
Ο Grey επίσης καταφέρνει να κινηματογραφήσει το δέος, τον συνδυασμό θαυμασμού και τρόμου που κρύβει το διάστημα, με το απόλυτο σκοτάδι να διαδέχεται άπειρους συνδυασμούς φωτός και γοητευτικών, όσο και επικίνδυνων εικόνων. Μέσα σε αυτό το χάος ο άνθρωπος, με το μέγιστο της τεχνολογικής του δυνατότητας να τον προστατεύει, φαντάζει ασήμαντη και λίγη νιώθει ακόμα πιο μικρός και έτσι, η εξάρτηση του από τον συνάνθρωπο του γίνεται ακόμα μεγαλύτερη.
Βέβαια, βαριά υπαρξιακά έργα και δη sci fi χρειάζoνται ένα χ φιλτράρισμα για να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας μαζικής βιομηχανίας, αλλιώς καταλήγουν να έχουν την τύχη του τρομερά αδικημένου Moon. Έτσι, πολλά από τα παραπάνω μας τα εξομολογείται απευθείας ο χαρακτήρας του Brad Pitt μέσω voice over, μια διαδικασία που μοιάζει σαν να μην έχουν οι δημιουργοί εμπιστοσύνη στο κοινό.
Την ίδια στιγμή πολλές από τις αντιδράσεις του κεντρικού χαρακτήρα φαίνεται να τις υπαγορεύει μια υπερ- ανθρώπινη (και για αυτό κοινότυπη και κάπως γλυκανάλατη) κατανόηση, η οποία ανά στιγμές πετιέται από το πουθενά, ακυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό την πορεία του μέχρι εκείνη την στιγμή. Ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι αυτές οι στιγμές συνυπάρχουν με άλλες, ψυχρής λογικής και βίας. Η μεταξύ τους αλληλεπίδραση όμως δεν αξιοποιείται, ούτε εξηγείται, υποβιβάζοντας τις δεύτερες σε plot points για να συνεχιστεί το ταξίδι στο κενό…
Σε κάθε περίπτωση,το Ad Astra αξίζει το σινεμά και την προσοχή μας. Μέχρι τουλάχιστον να αποκατασταθεί η επικοινωνίας μεταξύ μας.