Ο Quentin Tarantino δε χρωστάει σε κανέναν και ταυτόχρονα χρωστάει σε πάρα πολλούς. Από τη μία δε χρωστάει εξηγήσεις για τις ψευδο-ιστορικές αναφορές του σε ένα φαντασιακό παρελθόν που κατά τον ίδιο σκοπό δεν έχει να γίνει ντοκυμαντέρ αλλά να διορθώσει, στη συνείδηση του, μια αδικία, ένα έγκλημα που έγινε. Και από την άλλη χρωστάει τόσο στους δεκάδες δημιουργούς του παρελθόντος, των b – movies, όλων των -plotations, που τον βοήθησαν να διαμορφώσει μια δική του κινηματογραφική γλώσσα, μορφικά και εννοιολογικά, όπως επίσης και στο ίδιο το Χόλυγουντ, που πλέον αποτελεί ένα από τα αγαπημένα του παιδιά και, μετά την πτώση του Weinstein που τον βοήθησε στην πορεία του, έναν άτυπο κληρονόμο μιας ντροπιαστικής κληρονομιάς.
Το Once Upon A Time in Hollywood (το οποίο η ελληνική μετάφραση έσφαξε με το απλό χρονικό «κάποτε», αγνοώντας το παραμυθικό «μια φορά και έναν καιρό») ο Τarantino προσπαθεί να ισορροπήσει τα χρέη και τις φετιχοποιημένες επιθυμίες του δίνοντας τελικά όχι την πιο ώριμη, αλλά την πιο εγωιστική ταινία του, στην οποία αγνοεί οτιδήποτε δεν τον ενδιαφέρει, ακόμα και την ίδια την εποχή για την οποία υποτίθεται ότι μιλάει και τελικά μας δίνει ένα καρτ ποσταλ-ικό, βιντεοκλιπίστικο άναρχο χάος για τις «παλιές καλές μέρες», την εποχή που το Χόλυγουντ (φαινόταν ότι) ήταν γεμάτο λάμψη, επιγραφές νέον, χορούς σε επαύλεις, γκλάμορους ποτά και ακριβά αμάξια.
Ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας αφιερώνεται στην αναδιαμόρφωση παλιών ταινιών, βάζοντας στη θέση των παλιών ηθοποιών τους νέους (κάτι που ειρωνικά γίνεται και στην ίδια την ταινία ως ταινία, αφού ρόλο κατέχουν παιδιά παλιών γνωστών και φίλων του σκηνοθέτη). Εκεί ο δημιουργός απλά παρασύρεται εντελώς από τις παιδικές του μνήμες, κυνηγά λήψεις, γωνίες και οπτικές των παλιών western που τα ξαναζει λεπτό προς λεπτό. Βάζει τους ηθοποιούς τους να υποδυθούν τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς σε ένα μετά αφήγημα για τα παρασκήνια, τους κασκαντέρ και όλες εκείνες τις αθέατες πλευρές της βιομηχανία. Ακόμα και ολόκληρα αποσπάσματα από αυτές τις παλιές ταινίες παίζουν μέσα στο παραμύθι που λέει στον εαυτό του ο Tarantino, γεμάτος έκσταση. Οι όποιες κρίσεις για ωριμότητα ίσως βασίζονται σε αυτό το στοιχείο: ότι ο κάποτε προοδευτικός σκηνοθέτης βλέπει ότι πλέον το μόνο στο οποίο διαπρέπει είναι η αντιγραφή, ακόμα και του νεότερου εαυτού του.
Σε πάρα πολλά σημεία το παραμύθι του Tarantino έμοιαζε να έχει γυριστεί από έναν όχι και τόσο καλό γνώστη της γλώσσας του, που δεν έχει να προσφέρει κάτι νέο σε αυτόν τον κώδικα. Η κατάχρηση των γνωστών, άλλοτε συνεκτικών τώρα παρωχημένων μοτίβων του σκηνοθέτη κουράζει, ενώ ακόμα και η εξόχως χορογραφημένη και γραφικά βίαιη βία το μόνο που κάνει είναι να συνδέει τα κομμάτια του βίντεο κλιπ μεταξύ τους.
Το μόνο που καταφέρνει να δείξει με επιτυχία ο Tarantino είναι το θηριώδης κιτς του Χόλυγουντ, μια (νέον) κακογουστιά με την οποία πολύ συχνά περιβάλλεται η άρχουσα τάξη, κενή από κοινωνικές και αισθητικές αξίες. Ακόμα και αυτό όμως δίνεται αποσπασματικά, φιλτραρισμένο από τη νοσταλγία….
Ο γνωστός κυνισμός του Τarantino εδώ χάνει τον στόχο του, μαγεμένος από το παρελθόν. Οι χαρακτήρες του δεν νοούν καν να καταδείξουν την αλλοτρίωση του κόσμου του θεάματος, την μετατροπή των ίδιων τους των εαυτών, των σωμάτων, της εικόνας τους και των συναισθημάτων τους σε εμπόρευμα. Αντίθετα κυνηγούν τη φήμη και το χρήμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, σέρνοντας μαζί τους τη λάμψη των παπαράτσι. Ακόμα και στις στιγμές μεγάλης ψυχολογικής πίεσης, όπου κανονικά μια κυνική αντιμετώπιση θα έλαμπε και το γνωστό ταραντίνιο σκωπτικό χιούμορ θα έκανε τα γνωστά του, όλα βουβαίνουν.
Aν έχει ακόμα έναν στόχο, αυτός είναι οι ίδιοι οι χαρακτήρες του, που δεν αντιμετωπίζονται όμως ως κοινωνικά δρώντα όντα, αλλά ως κομμάτια του ντεκόρ, ως διαμοιραστές και θύματα μιας ακραία στυλιζαρισμένης βίας που τελικά είναι αυτή που επιφέρει και την τελική, ιστορική μέσα στην ανιστορικότητα της εκδίκηση.
Έαν έπρεπε να συγκριθεί με κάποια πρόσφατη ταινία, αυτή θα ήταν το Hail, Caesar! των Coen (Oh Brother Where Art Thou, The Ballad of Buster Scruggs), η οποία επίσης αποτελεί έναν κενό αυνανισμό με εικόνες του παλιού Χόλυγουντ και επίσης οι δημιουργοί του φαίνονται χαμένοι μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των στούντιο, φαινόμενικά αντιγράφοντας τον εαυτό τους. Ωστόσο αυτό που οι Coen καταλαβαίνουν καλύτερα από τον Tarantino είναι πως οι εποχές δε αλλάζουν, αλλά άλλαξαν ήδη και πως το Holywood- porn έχει ήδη χροιά παρελθοντολαγνίας.
Ο Τarantino βυθίζεται στην νοσταλγία του για μια φαντασιακή εποχή που ο ίδιος ποτέ δεν έζησε, αλλά ανταποκρίνεται πολύ στην πιεσμένη κατάσταση που βρίσκεται τώρα το Χόλυγουντ, όπου ο Weinstein δικάζεται για σωρεία σεξουαλικών επιθέσεων και βιασμών και υπό το βάρος του #metoo, το Xολυγουντ καλείται να δει τη δομικά σεξιστική καταπίεση πάνω στην οποία κτίστηκε (αλλά όχι απαραίτητα να κάνει πολλά για αυτό, καθώς αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του και σε συνθήκες εικόνας δεν μπορούν να γίνουν μεγάλες κοινωνικές αλλαγές). Έτσι απέναντι στον φόβο για τις αποκαλύψεις προτείνεται η απόλυτη κυριαρχία, απέναντι στις προσπάθειες για ενδυνάμωση προτείνονται οι κοντές φούστες, η σκοποφιλία και η φετιχοποίηση.
Bέβαια δύσκολα θα μας πήγαινε η καρδιά να πούμε συντηρητικό τον Tarantino. Πέρα όμως από τη χαρά του (και μας) να σκοτώνει ναζί και υποστηρικτές της δουλείας στα άλλα ψευδοιστορικά του έργα, παρατηρούμε τελικά ότι σκοπός της εκδίκησης του Tarantino δεν είναι η ταξική αποκατάσταση, αλλά η ενότητα σε έναν γνήσιο φιλελευθερισμό. Για αυτό τελικά παρουσιάζει τους ακροδεξιούς οπαδούς του Manson ως κανονικούς χίπηδες που τάσσονταν ενάντια στον πόλεμο του Βιετναμ και την αστυνομία και τους την ίδια μοίρα με τους ναζί, σε έναν πολύ προβληματικό ισαποστισμό. Και όπως ξέρουμε, ένας τέτοιος ισαποστισμός τελικά μόνο ίσος δεν είναι, αφού δείχνει ξεκάθαρη στήριξη στον ισχυρό. Και εδώ το ειρωνικό είναι ότι είναι οι ισχυροί που τιμωρούν, οι ισχυροί που εκδικούνται, όχι (μόνο) ένα έγκλημα, αλλά μια ολόκληρη εποχή που τους προσπερνά, έναν κόσμο που προσπαθεί να αλλάξει. Δεν είναι οι οπαδοί του Μάνσον αυτοί που αναπαρίστανται ως καρικατούρες κι κατακρεουργούνται στο τέλος, αλλά το κίνημα του 1968, η αντίσταση στον πόλεμο του Βιετναμ, οι κοινωνικές αλλαγές.
Ταυτόχρονα, οι φόβοι του παλιού Χόλυγουντ για το νέο κύμα δημιουργών, την αντικουλτούρα και την τηλεόραση αντηχεί και εδώ, μόνο που αυτή τη φορά ο Tarantino είναι στην αντίπερα όχθη. Όπως το 1969 το παραδοσιακό Χόλυγουντ είδε ένα νέο είδος δημιουργού να έρχεται στο προσκήνιο, το οποίο μεγάλωσε με τις αμερικανικές αξίες των 50s και πλέον δήλωνε αηδιασμένο από αυτές. Την ίδια στιγμή η τηλεόραση μεγάλωνε, θεματικά και μορφολικά και ενώ δεν αποτέλεσε τότε τον κίνδυνο που φοβόντουσαν, στην εποχή της streaming τηλεόρασης, του Binge watching και των τσακωμών για τις αίθουσες, τα στελέχη μπαίνουν πιεσμένα σε ένα παιχνίδι που δεν καταλαβαίνουν απόλυτα (για αυτό και η Disney αρνείται να δίνει όλες τις νέες τις σεζόν των νέων της σειρών ολοκληρωμένες και δήλωσε πως θα το πάει βδομάδα- βδομάδα).
Σε αυτό το μοτίβο προσαρμόζονται και οι ηθοποιοί. Η Margot Robie (Suicide Squad, Tarzan) οριακά δεν υπάρχει καθόλου στην ταινία: στέκεται εκεί απλή, λιτή, υπέροχη, ένα σκοποφιλικό σύμβολο καθαγιασμένο από τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας. Ο Brad Pitt (Συνέντευξη με έναν Βρυκόλακα, Troy) είναι ένας τυπικός ταραντινικός ήρωας, κενός μέσα στην cool σωματική, τοξική του αρρενωπότητα. O μόνος που τελικά καταφέρνει να ξεφύγει από τη μανιέρα αυτή (αλλά όχι τη δική του) είναι ο Leonardo DiCaprio ( The Revenant, Catch Me If You Can) με το γνωστό overacting του, ο οποίος επιτυγχάνει τελικά να προσδώσει στον ηθοποιό που υποδύεται τις δικές του φοβίες, άγχη και ζωή. Είναι και ο μόνος που τελικά φαίνεται τρισδιάστατος σε έναν δυσδυάστατο κόσμο, βγαλμένο από τις αστραφτερές σελίδες κάποιου tabloid.
Αν η μεταμοντέρνα αντιστορικότητα του ύστερου Tarantino είχε κάποια κοινωνική αξία (Django) ή μορφική επιτυχία (Hateful Eight), η ένατη ταινία του σκηνοθέτη στερείται και τα δύο γιατί πλέον δεν αφηγείται τίποτα που να παρασέρνει το ευρύ κοινό σε κάτι παραπάνω από έναν πολύχρωμο αλλά ουσιαστικά κενό παραλήρημα για το παρελθόν, ένα αστραφτερό στολίδι χωρίς καμία αξία.