Η Γκλένον Ντόιλ είναι ακτιβίστρια, ομιλήτρια, πνευματική guru, συγγραφέας best-seller βιβλίων, ιδρύτρια και πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Together Rising, ενός αμιγώς γυναικείου φιλανθρωπικού οργανισμού λαϊκής βάσης, που συγκεντρώνει δωρεές για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων, από την υποστήριξη οικονομικά ασθενών γυναικών και μητέρων μέχρι την επανένωση παιδιών προσφύγων με τους γονείς τους. Στο τρίτο της αυτοβιογραφικό βιβλίο, την “Αδάμαστη”, που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος σε μετάφραση Στέλλας Κάσδαγλη, έγινε επίσης No1 New York Times best-seller, βρέθηκε υποψήφιο για βραβείο Goodreads στην κατηγορία καλύτερης αυτοβιογραφίας και προτάθηκε στους αναγνώστες από την Όπρα Γουίνφρεϊ και τη Ρις Γουίδερσπουν, η Ντόιλ αφηγείται την ιστορία της πλήρους ανατροπής της δομής της οικογένειάς της, όταν αποφάσισε να αφήσει τον σύζυγο και πατέρα των τριών παιδιών της που την απατούσε και να παντρευτεί μια γυναίκα, την Άμπι, τον έρωτα της ζωής της.
Μείξη απομνημονευμάτων και βιβλίου ψυχολογίας/αυτοβοήθειας, στην “Αδάμαστη” η Γκλένον Ντόιλ γράφει για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σήμερα, για την εγγενή καταπίεση που βιώνουν οι γυναίκες εντός της πατριαρχίας, για όλους τους τρόπους και μηχανισμούς που μεταχειρίζεται η κοινωνία για να σιγήσει τις φωνές τους, να τις αφομοιώσει και να τις ομογενοποιήσει. Σαν μια άγρια τσιτάχ που εξημερώνεται, απαρνείται την αληθινή της φύση και μαθαίνει να υποτάσσεται στις επιταγές των καταπιεστών της, έτσι και τα κορίτσια από την παιδική τους ηλικία μαθαίνουν πώς πρέπει να ντύνονται, πόσο πρέπει να ζυγίζουν, τι πρέπει να επιθυμούν και τι είδους ζωή πρέπει να έχουν. Ο καπιταλισμός και η πατριαρχία έχουν χτίσει μια ολόκληρη εμπορευματοποιημένη κουλτούρα πάνω στον έλεγχο και τη χειραγώγηση των γυναικών, από τα σώματα, την εμφάνιση και τα ρούχα τους, μέχρι τη σεξουαλικότητά τους και την τιθάσευσή της, και από τον έλεγχο στη σωματική τους αυτοδιάθεση κατά την εγκυμοσύνη μέχρι τον έλεγχο στα βιώματά τους, στην αλήθεια τους και στο κατά πόσο γίνονται πιστευτές σε μια αίθουσα ενόρκων. Όμως, η Ντόιλ αναγνωρίζει ότι η χειρότερη, αλλά και πιο αποτελεσματική μορφή επιβολής και ελέγχου είναι αυτός που οι ίδιες ασκούμε στον εαυτό μας, τα όρια που του θέτουμε και τα καλούπια στα οποία προσπαθούμε να χωρέσουμε.
Σε μικρές βινιέτες και ολιγοσέλιδα κεφάλαια – αποσπάσματα από τη δική της ζωή, η συγγραφέας περιγράφει κάθε γολγοθά που χρειάστηκε να ανέβει: μιλά για τη μάχη της με τη βουλιμία από την ηλικία των 10 ετών, τον μοναδικό μηχανισμό που είχε βρει για να εκτονώνει τον θυμό της, να εξεγείρεται και να διατηρεί τον έλεγχο στο σώμα της, έναν μηχανισμό όμως νοσηρό και αυτοκαταστροφικό, που την πλήγωνε και την πονούσε. Μιλά για τη μάχη της με τον εθισμό στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, όλες τις ουσίες που χρησιμοποιούσε για να κοιμήσει τον Πόνο της, να μην αντιμετωπίσει ποτέ τις ψυχικές ασθένειες που τη βασάνιζαν σε όλη της τη ζωή, μέχρι την ημέρα που έμαθε ότι ήταν έγκυος στα 25 της και αποφάσισε να απεξαρτηθεί.
Μιλά, επίσης, για το προσωπείο της ιδανικής οικογένειας που διατηρούσε σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή της, την παραδοσιακή, πατριαρχική δομή της και τον φόβο να απομακρυνθεί από αυτήν, τον φόβο ότι απέτυχε ως γονιός, ως σύζυγος και ως γυναίκα. Δεν διστάζει δε να παραδεχτεί πως το αφήγημα της ειδυλλιακής οικογενειακής ζωής που είχε κατασκευάσει και παρουσίαζε στα προηγούμενα βιβλία της ήταν καθ’ όλα πλαστό (παραδοχή βέβαια που ελλοχεύει τον κίνδυνο ο αναγνώστης να δυσπιστήσει απέναντι στο αφήγημα και του εν λόγω βιβλίου). Μέχρι που γνώρισε τον έρωτα της ζωής της, την Άμπι, και κοίταξε καταπρόσωπο την κρυφή της αλήθεια,“αυτό που ακτινοβολεί κι αυτό που πληγώνει όταν το πλησιάζεις πολύ”, ότι στην πραγματικότητα της αρέσουν οι γυναίκες, και αποφάσισε να διαλύσει ολόκληρο το οικοδόμημα της μέχρι τότε ζωής της, για να το ξαναχτίσει από την αρχή και να το δει να αναγεννάται από τις στάχτες του.
Με ρητορική εμψυχωτική και ενδυναμωτική, η “Αδάμαστη” είναι πρωτίστως ένα είδος φεμινιστικού εγχειριδίου, μια εύπεπτη και εύκολα κατανοητή ανάλυση των τρόπων που η πατριαρχία καταπιέζει τις γυναίκες, τις κάνει να νομίζουν ότι βρίσκονται στον κόσμο μόνο για να ικανοποιούν τους άλλους, ότι οφείλουν να είναι διαρκώς υπάκουες και ευχάριστες, να μη δημιουργούν προβλήματα, να μην ξεφέυγουν από τη νόρμα, να χάνουν τη φωνή τους: “όταν μια γυναίκα μαθαίνει ότι είναι αδύνατον να ικανοποιήσει τους πάντες, τότε είναι ελεύθερη να μάθει να ικανοποιεί τον εαυτό της”. Όμως, η πατριαρχία εξουσιάζει εξίσου και τους άντρες, δημιουργεί για τα αγόρια από την παιδική ηλικία τα δικά τους κλουβιά τοξικής αρρενωπότητας, βίας και ματσισμού, ανταγωνιστικότητας και καταπίεσης της ευαλωτότητας και της έκφρασης συναισθημάτων. Η Ντόιλ αναλύει με ευκρίνεια και διαύγεια τους έμφυλους ρόλους και την επιτελεστικότητα του φύλου, με λόγο απλό, κατανοητό για τη μάζα, και γι’αυτό τόσο επιδραστικό.
Το βιβλίο αυτό είναι επίσης μια αφήγηση για τη μητρότητα, την κοινωνική επιταγή προς τις μητέρες να εγκαταλείψουν τον εαυτό τους για χάρη των παιδιών τους, να υιοθετήσουν το μοντέλο της μητέρας – μάρτυρα (ίδιον και της ελληνικής οικογένειας), που θυσιάζει την ιδιωτική της ζωή και τις επιθυμίες της για την ευημερία των παιδιών της, μοντέλο καταστροφικό τόσο για την ίδια όσο και για την ανεξαρτησία και την ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας των παιδιών. Μια αφήγηση για τη ρευστότητα του φύλου και της σεξουαλικότητας, με τη συγγραφέα να παρομοιάζει την ταυτότητα φύλου και σεξουαλικής προτίμησης με κοινωνικά προκατασκευασμένα δοχεία, ενώ η ίδια η σεξουαλικότητα και η επιθυμία είναι νερό, ρευστό και αεικίνητο. Μια αφήγηση για την πίστη, για τη Θεό, γένους θηλυκού πάντα, που σύμφωνα με την Ντόιλ δεν ταυτίζεται με το θρησκευτικό δόγμα και τις διδαχές του, με μισαλλόδοξες ρητορικές και φονταμενταλιστές ιερωμένους, αλλά μόνο με τη βαθύτερη Γνώση που έχει η καθεμία μέσα της, την αλήθεια που κυλάει στις φλέβες της.
Η συγγραφέας δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο και μιλά για το κίνημα BlackLivesMatter και τα δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική, γεγονός για το οποίο επικρίθηκε έντονα και κατηγορήθηκε ως εσωτερικευμένα ρατσίστρια και θιασώτρια της woke culture από τη σκοπιά της προνομιούχας, λευκής αστής. Στην κριτική αυτή, η Ντόιλ απαντά αναγνωρίζοντας το προνόμιό της, την καλύτερη θέση στο τραπέζι στην οποία βρίσκεται και όλα τα φυλετικά στερεότυπα και προκαταλήψεις με τα οποία γαλουχήθηκε μεγαλώνοντας. Αναγνωρίζει τον ρατσισμό και τον μισογυνισμό ως στοιχεία του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού εποικοδομήματος και τα παρομοιάζει επιτυχημένα με μολυσμένο αέρα, τον οποίο καταλήγουμε όλοι να αναπνέουμε όσο και αν προσπαθούμε να τον αποβάλουμε, και μόνο εξαιτίας της ρυπαρής ατμόσφαιρας εντός της οποίας ζούμε. Σημασία δεν έχει η υποτιθέμενη ηθική ανωτερότητα της πεφωτισμένης φεμινίστριας ή αντιρατσίστριας, αλλά η καθημερινή, αδιάκοπη προσπάθεια αποτίναξης όλων των στρεβλών αφηγημάτων και ιδεωδών με τα οποία έχουμε μεγαλώσει και έχουν χαραχτεί στο πετσί μας.
Προβληματικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν, επίσης, το ύφος και ο λόγος της, που συχνά υποπίπτουν σε κλισέ και διδακτισμούς, θυμίζοντας τσιτάτα και mantra. Η αίσθηση ότι η συγγραφέας μας κουνά το δάχτυλο για όσα έχει κάνει σωστά στη ζωή της, για τη δική της ενσυναίσθηση και επιτυχημένη ενδοσκόπηση, ενίοτε ενοχλεί, ενώ έρχεται και σε αντίφαση με τη δική της εξομολόγηση ότι τα προηγούμενα βιβλία της ήταν θεμελιωμένα σε πλασματικά αφηγήματα ευτυχίας. Εντούτοις, η Γκλένον Ντόιλ και οι ιστορίες της, άλλοτε αστείες, άλλοτε τρυφερές και συγκινητικές, πετυχαίνουν να ταυτιστούμε συχνά μαζί της, να αναγνωρίσουμε συναισθήματα που όλες έχουμε νιώσει, και τοποθετούν ένα λιθαράκι στην προσπάθειά μας να αντικαταστήσουμε το “εγχειρίδιο χρήσης” της ζωής μας, τις “εργοστασιακές ρυθμίσεις” μας, όπως θα έλεγε και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, όλες τις βαθιά ριζωμένες εντός μας πεποιθήσεις για την Αξία μας, τον τρόπο που οφείλουμε να υπάρχουμε ως γυναίκες, και να απελευθερώσουμε τον ασυμβίβαστο, αυθεντικό, “αδάμαστο” εαυτό μας. Φυσικά, αυτό δεν επιτυγχάνεται με ένα βιβλίο ή με μερικές συμβουλές αυτοβοήθειας, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό, σαν χορταστική συνεδρία ψυχοθεραπείας, σε κάνει να νιώθεις ελαφρύτερη όσο το διαβάζεις, πιο σίγουρη για τον εαυτό σου, πιο ελέυθερη. “Είσαι τσιτάχ, που να πάρει”.