Ένας άντρας και μια γυναίκα γνωρίζονται ένα χειμωνιάτικο βράδυ σε μια λονδρέζικη παμπ. Μαύροι καλλιτέχνες και οι δύο, εκείνος φωτογράφος, εκείνη χορεύτρια, η έλξη ανάμεσά τους είναι στιγμιαία και μαγνητική, όμως εκείνη βγαίνει με τον φίλο του και η σχέση τους πρέπει να παραμείνει πλατωνική. Όσο οι εποχές περνούν και τον χειμώνα διαδέχεται το καλοκαίρι, οι δυο τους έρχονται όλο και πιο κοντά, γίνονται οι καλύτεροι φίλοι, όμως ο πόθος συνεχίζει να σιγοβράζει ανάμεσά τους.
Το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Βρετανό-Γκανέζου συγγραφέα και φωτογράφου, Caleb Azumah Nelson, Ανοιχτή θάλασσα, επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς και απέσπασε το βραβείο Costa 2021. Το μικρό αυτό σε έκταση μυθιστόρημα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, είναι μια τρυφερή ιστορία αγάπης και μια λυρική σπουδή στη φυλή και το φύλο.
Εκείνος τη γνωρίζει ένα βράδυ, στα γενέθλια μιας φίλης σε μια παμπ, και από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα του πέφτει πάνω της κάτι αλλάζει, κάτι θεμελιώδες μετατοπίζεται εντός του, μια από εκείνες τις τευτονικές πλάκες της ύπαρξης που μόνο ένα τραγούδι, ένα βλέμμα, μια γυναίκα μπορούν να μετατοπίσουν. Συστήνονται, τους συνδέει η κοινή, καλλιτεχνική τους φύση, όμως εκείνη είναι απροσπέλαστη, απρόσιτη, βγαίνει με τον φίλο του και εκείνος πρέπει να την ξεχάσει.
Λίγο καιρό αργότερα, οι δυο τους βγαίνουν μαζί για πρώτη φορά, εντοπίζουν και τα υπόλοιπα κοινά τους – και οι δύο σπούδασαν με υποτροφία σε ιδιωτικά σχολεία, μειονότητα σε ένα περιβάλλον σχεδόν εξ ολοκλήρου λευκό, και οι δύο αποδίδρασκαν από μια πραγματικότητα καταπίεσης, εκείνος με το μπάσκετ, εκείνη με τον χορό, και οι δύο αισθάνονταν μόνοι, αόρατοι, απόκληροι. Ακούνε την ίδια μουσική, χάνουν τους εαυτούς τους μέσα στον ρυθμό της Solange και του Kendrick, το τραύμα τους απαλύνεται μέσα από κοινές μελωδίες και η ταυτότητά τους αποκρυσταλλώνεται μέσα από τη μαύρη μουσική και κουλτούρα.
Αναχωρήσεις και αφίξεις, αποχαιρετισμοί και ξανασμίξιμο – εκείνη φεύγει για το Δουβλίνο, επιστρέφει χωρισμένη από τον φίλο του, και η νοητή γραμμή που από εκείνη τη χειμωνιάτικη βραδιά έχει αρχίσει να χαράσσεται ανάμεσά τους προεκτείνεται, βαθαίνει, οι αρμοί της ολοένα και πιο ισχυροί. Ένα βράδυ κοιμούνται μαζί, δεν κάνουν σεξ, απλώς κοιμούνται, κουρνιάζουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, άκρα μπλεγμένα, μέλη εναγκαλισμένα, το ένα σώμα φωλιά και καταφύγιο για το άλλο, οι αναπνοές συγχρονίζονται, το άγγιγμα διαπερνά τη σάρκα και φτάνει μέχρι τα μύχια της ψυχής. «Ο έρωτας δεν εκδηλώνεται με την επιθυμία να κάνεις έρωτα, αλλά με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου», έλεγε ο Milan Kundera στην Αβάσταχτη Ελαφρότητά του και ο Nelson, με τη μεταμεσονύκτια αυτή σεκάνς του από κοινού ύπνου ως ωδή στην απόλυτη σωματική/συναισθηματική εγγύτητα, συμφωνεί και συνάμα αποτίνει φόρο τιμής.
Οι δυο τους υπάρχουν, αναπνέουν και ερωτεύονται, σε ένα περιβάλλον όμως ανασφαλές για τους ίδιους και τα σώματά τους: κάθε έξοδος από το σπίτι ισοδυναμεί με πιθανή απρόκλητη επίθεση από την αστυνομία, κάθε βόλτα στο πάρκο, κάθε ραντεβού, με αφορμή για αστυνομική βία και καταστολή. Ο Nelson γράφει για τον συστημικό ρατσισμό και μισαλλοδοξία, για τα στερεότυπα και την προκατάληψη με τα οποία αντιμετωπίζονται οι μαύροι άνδρες και γυναίκες, ως εκκολαπτόμενος κίνδυνος, ως εν δυνάμει εγκληματίες, για τον πόνο του να είσαι αόρατος ή ορατός μόνο ως απειλή, να κατηγοριοποιείσαι αυθαίρετα με βάση το χρώμα και τη φυλή σου, και για όλους τους τρόπους που αυτός ο πόνος, αυτή η ανελευθερία και η διαρκής προσπάθεια να διαρραγούν τα δεσμά της, συναπαρτίζουν τη μαύρη εμπειρία. Το προσωπικό διαπλέκεται και υφαίνεται μαζί με το συλλογικό, η αστυνομική βία με τη μαύρη μουσική ως φωνή αντίδρασης, η μαύρη ταυτότητα συγκροτείται ως βίωμα καταπίεσης και συνάμα απόδρασης, μέσω της μουσικής, του χορού, του έρωτα.
Γράφει για την αδιάκοπη μάχη για ελευθερία, μια μάχη πολιτική και συνάμα βαθιά προσωπική και υπαρξιακή, τον αγώνα, ως μαύρος άντρας, να αισθανθεί ορατός, ότι τον βλέπουν, δεν τον κοιτάζουν απλώς, ότι μπορεί πλέον να αναπνεύσει ελεύθερα. Γράφει για το τραύμα, προσωπικό και συλλογικό – εκείνος θρηνεί για τις απώλειές του, την απώλεια της γιαγιάς του, ένα τραύμα που χάσκει ανεπούλωτο, για την απουσία του πατέρα, σωματική και ψυχική, για τη χαμένη πατρίδα, που στέκει απόμακρη, αλλότρια, στην άλλη πλευρά του ωκεανού, για την απώλεια του ίδιου του εαυτού του σε μια κοινωνία που τον αποπροσωποποιεί και τον εκλαμβάνει μόνο ως μαύρο σώμα.
Ο πόνος του είναι πάντοτε ιδιωτικός, ποτέ δημόσιος, πάντα πίσω από κλειστές πόρτες και στην ασφάλεια του δωματίου του, με το τίμημα που θα χρειαστεί να πληρώσει για τη συγκάλυψη αυτή ακριβό. Υπάρχει, και ταυτόχρονα κρύβεται, πίσω από δύο ταυτότητες, τη μαύρη και την ανδρική, τη φυλή και το φύλο, η έμφυτη ανάγκη για οργή και ευθραυστότητα, να ουρλιάξει και να κλάψει, να αφήσει τον εαυτό του να ραγίσει και να σπάσει, να εκτεθεί ανυπεράσπιστος, συγκρούεται διαρκώς με την επιτέλεση του κοινωνικού φύλου του και της ανδρικής αρρενωπότητας, ένα προσωπείο σκληρότητας και αφθαρσίας.
Ο Caleb Azumah Nelson, στο λογοτεχνικό ντεμπούτο του, παραδίδει μια τρυφερή ιστορία αγάπης, λυρική όσο και ρεαλιστικά προσγειωμένη, ένα κομψοτέχνημα που πάλλεται από μουσικότητα, η πρόζα του διαπλέκεται με τους στίχους ραπ κομματιών, δονείται από τους ήχους του Frank Ocean και των A Tribe Called Quest. Βέβαια, η, συχνά επικριθείσα, συγγραφική επιλογή της αφήγησης σε β’ πρόσωπο, της απεύθυνσης του αφηγητή στον εαυτό του για να ξεδιπλώσει μύχιες αλήθειες και συναισθήματα, όπως και ο συνεχής, και ενίοτε υπερβάλλων, λυρισμός και ποιητικότητα στη γλώσσα, καταλήγουν πράγματι να φαντάζουν συχνά επιτηδευμένοι και να κουράζουν τον αναγνώστη.
Διακειμενικές αναφορές και ποπ κουλτούρα, μαύρη μουσική, λογοτεχνία και κινηματογράφος, όλα εισβάλλουν και εντάσσονται οργανικά στην αφήγηση του Nelson. Από το NW της, εμβληματικής για τη μαύρη βρετανική λογοτεχνία, Zadie Smith μέχρι τα άλμπουμ του Kendrick Lamar και από το Moonlight μέχρι το If Beale Street Could Talk του Barry Jenkins, ο αφηγητής, και μαζί του ο Nelson, βρίσκει τον εαυτό του, το παρελθόν, τα συναισθήματα, τις εμπειρίες και τα βιώματά του στη μαύρη τέχνη και κουλτούρα – όπως είχε πει και ο, σπουδαιότερος ίσως, μαύρος συγγραφέας, James Baldwin, «νομίζεις ότι ο πόνος και οι στεναχώριες σου δεν έχουν προηγούμενο σ’ αυτόν τον κόσμο, και μετά διαβάζεις».
Η Ανοιχτή θάλασσα μπορεί να διαβαστεί ως πεζό ποίημα, ως λυρική στυλιστική άσκηση, ως ελεγεία για τη συγκρότηση της μαύρης ταυτότητας σε συνάρτηση με την αρσενική ευθραυστότητα, όμως πάνω απ’ όλα είναι μια ιστορία αγάπης, μια ωδή στον πρώτο έρωτα, ανιδιοτελή και εξιδανικευμένο, ακανθώδη και καταδικασμένο. Ο έρωτας είναι μια βουτιά στην ανοιχτή θάλασσα, στο αχαρτογράφητο νερό των ατελεύτητων πιθανοτήτων και καταλήξεων, δίχως να γνωρίζεις την έκβαση, αν θα αγαπηθείς ή θα πληγωθείς, αν θα πονέσεις ή θα εξυψωθείς, κι όμως εμπιστεύεσαι, ρισκάρεις, βουτάς βαθιά στην ανοιχτή θάλασσα. Και αν καταλήξεις ραγισμένος και κατακρεουργημένος, με ένα κάταγμα στην άρθρωση, τον αρμό που πέρασες μήνες, χρόνια, να συνδέεις και να συγκολλάς, δεν πειράζει, γιατί έστω για μια παροδική στιγμή στον χρόνο αφέθηκες, παραδόθηκες, αγαπήθηκες – και, άλλωστε, τα οστά επιδιορθώνονται, έτσι δεν είναι;