Γράφει η Ισμήνη Στέλιου
Γιατί ασχολούμαστε ακόμα με το #metoo στον χώρο της τέχνης; Ειδικά σε μια χρονιά όπως το 2021, που τα δεδομένα στον χώρο του πολιτισμού σε όλη την υφήλιο έχουν μεταβληθεί ριζικά, μετά από έναν χρόνο μέσα σε κατάσταση πανδημίας. Συγκεκριμένα, δε, για τον κινηματογράφο και το μέλλον της παραγωγής και διανομής ταινιών, μόνο προβλέψεις μπορούμε να κάνουμε για την επόμενη μέρα. Όσο για τις στρήμινγκ πλατφόρμες και την πρόσβαση σε μεγάλα πολιτισμικά γεγονότα, όπως φεστιβάλ και πολυαναμενόμενες πρεμιέρες, από την ευκολία του σαλονιού μας, αυτά έρχονται να αναδιαμορφώσουν ξανά όχι μόνο το πώς καταναλώνουμε περιεχόμενο και τι περιεχόμενο είναι αυτό αλλά και να μικρύνουν τον κύκλο ζωής και επικαιρότητάς του. Σε αυτό το πλαίσιο, το #metoo μοιάζει με την αμέσως προηγούμενη κρισιακή κατάσταση στον ίδιο χώρο και όντως το αρχικό σοκ που δημιούργησε μπορεί να έχει σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί, έχοντας ωστόσο αφήσει έντονο το αποτύπωμά του. Με βάση αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσως, πως το «ελληνικό #metoo», όπως σχηματικά χαρακτηρίστηκε το κύμα καταγγελιών που εμφανίστηκε κατά τους τελευταίους μήνες του προηγούμενου και τους πρώτους του παρόντος έτους στη χώρα μας, ήρθε σε μια post-metoo εποχή. Ενώ η μικρή του διάρκεια και η σταδιακή υποχώρηση από τους κορυφαίους τίτλους της επικαιρότητας, σε συνδυασμό με τις ελάχιστες επιπτώσεις που είχε στον πολιτικό, επιχειρηματικό και πολιτισμικό κόσμο, συνηγορούν προς το συμπέρασμα ότι απέτυχε. Ήταν το #metoo στην Ελλάδα ένα φαινόμενο που «πέρασε και δεν ακούμπησε»;
Για να απαντήσουμε όμως ικανοποιητικά σε αυτό το ερώτημα που μόνες μας θέσαμε, θα το συγκρίνουμε με ένα παράδειγμα όπου –κατά γενική ομολογία– το #metoo πέτυχε, όπως στις ΗΠΑ, από όπου ξεκίνησε το κίνημα μαζικών καταγγελιών και, σαν ορμητικό ρεύμα, οδήγησε σε μια σειρά εξελίξεων, τα αποτελέσματα των οποίων συνεχίζουν να επηρεάζουν σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο μέχρι σήμερα, τρεισήμισι χρόνια μετά. Οι συζητήσεις που άνοιξαν, μετασχηματιζόμενες και αλληλοδιαπλεκόμενες με ζητήματα όπως το φυλετικό, το ταξικό, το queer representation, έχουν αφήσει το αποτύπωμα τόσο στο πώς εκλαμβάνονται και συζητούνται τα έργα τέχνης, όσο και στο πώς παράγονται, αλλά και στις ίδιες τις καλλιτεχνικές επιλογές των δημιουργών. Έτσι, λοιπόν, παρακάτω θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε, σχετικά σύντομα, στο γιατί ήταν επιτυχημένο το #metoo στις ΗΠΑ αλλά και στο τι πραγματικά κατάφερε, προσπαθώντας στη συνέχεια να δούμε τις αναλογίες με όσα έγιναν στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα.
Καταρχάς, το #metoo, με το ξέσπασμά του, άνοιξε πλατιά το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, κυρίως από άνδρες σε θέσεις εξουσίας, στηριζόμενο πάνω σε μια ήδη υπάρχουσα ρητορική που αφορούσε ζητήματα ισότητας και ίσης αμοιβής στο εργασιακό περιβάλλον, αλλά και συγκεκριμένα της μεταχείρισης των γυναικών στον χώρο του θεάματος (κυρίως κινηματογράφο και τηλεόραση). Στην τεράστια –και εξαγώγιμη σε όλο τον κόσμο– βιομηχανία του Χόλυγουντ, δημιούργησε μια γενικευμένη αναταραχή που οδήγησε σε αποκάλυψη των συνθηκών που επικρατούν σε αυτήν, στην αναγνώριση της συμμετοχής, ή της απουσίας συμμετοχής, των γυναικών στη δημιουργία των πολιτισμικών προϊόντων, δίνοντας, παράλληλα, και μια ισχυρή ώθηση προς τη σταδιακή αλλαγή στην απεικόνιση των ίδιων των γυναικείων χαρακτήρων σε ταινίες και σειρές — η οποία συντελείται ακόμα. Πέρα από τις ίδιες τις μαρτυρίες και τα περιστατικά που καταγγέλθηκαν, το #metoo έφερε στην επιφάνεια όψεις του εργασιακού περιβάλλοντος και των συνθηκών που επικρατούν πίσω από τις κάμερες των μεγάλων παραγωγών του Χόλυγουντ και των τηλεοπτικών στούντιο, εκθέτοντας το τοξικό κλίμα που όχι μόνο δημιουργούσε τις συνθήκες για να συντελούνται τέτοιες πράξεις αλλά και σε μεγάλο βαθμό να συγκαλύπτονται. Πίσω από τους predators που στοχοποίησε το #metoo, υπήρχε ένα ολόκληρο σύστημα που προστάτευε αυτές τις συμπεριφορές και δημιουργούσε στους θύτες το αίσθημα ότι μπορούν να μένουν ατιμώρητοι.
Στην προσπάθεια ανατροπής αυτού του εγκατεστημένου τρόπου λειτουργίας, αρχικά «έπεσαν κεφάλια», οι υπεύθυνοι έχασαν δουλειές (για ένα διάστημα τουλάχιστον) και απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Πέρα από αυτό όμως, είδαμε να ανοίγονται νέες ευκαιρίες για την παρουσία γυναικών σε θέσεις όπου πριν δεν υπήρχαν –όπως στην παραγωγή– αλλά και να εξελίσσονται και να παίρνουν χρηματοδότηση περισσότερα σενάρια, ιδέες και πρότζεκτ από γυναίκες δημιουργούς, με γυναικείες ιστορίες στο επίκεντρο. Προφανώς, αυτή η στροφή της βιομηχανίας προς το εσωτερικό της και η προσπάθεια μιας κάποιας «κάθαρσης», ήρθε μετά από πολλούς αγώνες και προφανώς δεν μετριάζει το τραύμα των θυμάτων και όσων βρέθηκαν σε δύσκολες καταστάσεις, ούτε φυσικά ξεριζώνει την ανισότητα. Είναι, όμως, ένα βήμα προς την επιθυμητή κατεύθυνση, που συνεπακόλουθα φέρνει και μια κίνηση «προς τα έξω», με την αλλαγή υποδείγματος για το πώς αναπαρίστανται οι γυναίκες και οι θυληκότητες στα πολιτισμικά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης.
Τον Οκτώβρη του 2017, το #metoo στις ΗΠΑ, δεν εμφανίστηκε από το πουθενά, είχαν προηγηθεί τα μεγάλα women’s marches και πολλά θέματα που απασχολούν το φεμινιστικό κίνημα είχαν ήδη έρθει με έμφαση στο προσκήνιο μέσα από την προεκλογική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Χίλαρυ Κλίντον και Ντόναλντ Τραμπ για τις προεδρικές εκλογές του 2016. Η αντιπαράθεση έφερε, ωστόσο, στο φεμινιστικό κίνημα και αρκετά από τα «βάρη» του λεγόμενου «λευκού» φεμινισμού που αφορά κυρίως γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Δεν είναι τυχαίο, πως το κίνημα υποστηρικτ(ρι)ών της Χίλαρυ, γνωστό από το σλόγκαν «Ι’m with her», έφερε πολλές ενισχύσεις από μεγάλες επιχειρήσεις που καμία σχέση δεν έχουν με την πάλη γυναικών και θηλυκοτήτων για δικαιώματα και ισότητα. Προφανώς, το ξέσπασμα του #metoo δεν μπόρεσε να αποτινάξει από πάνω του αυτά τα χαρακτηριστικά, ειδικά όταν πρόκειται για τον κόσμο του θεάματος και της βιομηχανίας δισεκατομμυρίων που λέγεται Χόλυγουντ. Ωστόσο, αυτό που κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, ήταν να εξασφαλίσει μια χωρίς προηγούμενο ευρεία κάλυψη αυτών των ζητημάτων από την πλειοψηφία των ΜΜΕ, να τεθούν με έμφαση στην καθημερινή ατζέντα και αυτό να αποτελέσει αφορμή για μια σειρά καταγγελιών και μαρτυριών που ταρακούνησαν όχι μόνο το στάτους κβο του κόσμου του θεάματος αλλά ολόκληρου του επιχειρηματικού κόσμου, με πολλές κοινωνικές προεκτάσεις.
Λόγω της έντονης πόλωσης κατά τη διάρκεια αυτής της προεκλογικής περιόδου και της αντιπαράθεσης, που έγινε κυρίως μέσα από τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα, χαράχτηκαν ακόμα πιο ξεκάθαρα οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα ΜΜΕ που υποστήριζαν τη μία ή τον άλλο υποψήφιο. Η επιλογή του Τραμπ να στοχοποιήσει συγκεκριμένα Μέσα, καταγγέλλοντάς τα για διασπορά fake news, ενέτεινε ακόμα περισσότερο αυτόν τον διαχωρισμό, δημιουργώντας ουσιαστικά μια ρήξη. Η ρήξη αυτή δεν αποκαταστάθηκε ούτε μερικώς μετά την ανάληψη της προεδρίας, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά συνέχισε, ακόμα και εντάθηκε, καθώς ο Τραμπ συνέχισε την έντονα διχαστική ρητορική του. Η συγκυρία αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του #metoo, όχι μόνο ως κινήματος, αλλά και ως επιτακτικής είδησης και θέματος που καθόρισε τη δημόσια συζήτηση. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι δεν θάφτηκε ως είδηση, όχι ότι δεν έγιναν προσπάθειες, αλλά και το μεγάλο διάστημα κατά το οποίο έμεινε στην επικαιρότητα δεν οφείλεται στη φοβερή αμεροληψία των κολοσσιαίων αμερικανικών μηντιακών συγκροτημάτων, αλλά στο γεγονός ότι μπόρεσε να συμβαδίζει με μια πτυχή της ατζέντας ενός μέρους τους πολιτικού συστήματος — στην προκειμένη περίπτωση κομματιού των Δημοκρατικών. Δεν έχουμε, φυσικά, αυταπάτες πως τα ΜΜΕ απώλεσαν τον υποστηρικτικό προς την πατριαρχία ρόλο τους, έστω και για λίγο. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, μερίδα των αμερικανικών μήντια, που είχε επιλέξει να προσδεθεί στο άρμα των Δημοκρατικών και σε μια πιο liberal ρητορική, στην προσπάθειά τους να μην αποξενώσουν το κοινό –και άρα να χάσουν έσοδα– και εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που εξαρτώνται από το Δημοκρατικό κόμμα ή συγκεκριμένους πολιτικούς, δημιούργησαν μια χαραμάδα που επέτρεψε να βγουν στην επιφάνεια οι ιστορίες των θυμάτων αλλά και κάποιες ριζοσπαστικές φωνές.
Όλα αυτά δεν τα γράφουμε για να υποβαθμίσουμε τη σημασία του κινήματος, ούτε για να υποτιμήσουμε τη διασπορά του και την ανατροφοδότησή του με το κίνημα από τα κάτω, τη διαπλοκή του με το φυλετικό και τις νίκες που όντως κατάφερε. Ωστόσο, η ανάλυση της συγκεκριμένης πτυχής, παρά τη μερικότητά της, έχει σκοπό να σκιαγραφήσει τη σύνδεση με την ελληνική περίπτωση.
Σε αυτή, λοιπόν, την ελληνική περίπτωση, τα ΜΜΕ φαίνονται να εκφράζουν μια αρμονική ομοφωνία που μοιάζει να ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα τις δηλώσεις των διαφόρων γραφείων τύπου που πρόσκεινται στην κυβέρνηση. Ειδικά μετά την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού, η κατάσταση αυτή έχει ενταθεί ακόμα περισσότερο. Έτσι, όταν λίγο πριν το κλείσιμο ενός χρόνου από την έναρξη της πανδημίας «σκάει» το ελληνικό #metoo, με τη μαρτυρία της Σ. Μπεκατώρου που τάραξε τον χώρο του αθλητισμού και την κοινωνία γενικότερα, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε αποσβολωμένες από τις τηλεοράσεις μας –μέσα στην καραντίνα– τα διάφορα ευτράπελα της επικοινωνιακής διαχείρισης του ζητήματος από τα μήντια. Από μεσημεριανές εκπομπές μέχρι δελτία ειδήσεων οι αντιδράσεις κυμαίνονται από το «πέσαμε από τα σύννεφα» μέχρι το «γιατί επέλεξε να μιλήσει τώρα μετά από τόσα χρόνια». Στα σόσιαλ μήντια, ωστόσο, αποτυπώθηκαν περισσότερο οι σκέψεις του κοινού αλλά και εκδηλώθηκε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης, κυρίως από άλλες γυναίκες. Ενώ ως θετική έκπληξη εκδηλώθηκε η υποστήριξη των θυμάτων από τις παρουσιάστριες εκπομπών της μεσημεριανής τηλεοπτικής ζώνης της ενημεροδιασκέδασης. Έκπληξη γιατί είναι συνηθισμένη σε αυτές τις εκπομπές η αναπαραγωγή σεξιστικών στερεοτύπων, καθώς και η προώθηση ενός πολύ συγκεκριμένου και αρκετά περιοριστικού μοντέλου θηλυκότητας. Παρ’ όλα αυτά η στάση στήριξης αυτή ήταν αρκετά σημαντική στο όλο κλίμα που επικράτησε, ειδικά εφόσον το κοινό αυτών των εκπομπών αποτελείται ακόμα κυρίως από γυναίκες.
Δυστυχώς καμία μας δεν εξεπλάγη πραγματικά από αυτές τις αποκαλύψεις, ούτε από την αποτυχημένη προσπάθεια συγκάλυψης που ακολούθησε. Το ελληνικό #metoo δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, όσο και αν έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί με τέτοιον τρόπο. Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, που έχει ενδυναμωθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια –αφουγκραζόμενο και τις διεθνείς διεργασίες που συντελέστηκαν στον απόηχο του ξεσπάσματος του #metoo στις ΗΠΑ– έχει δώσει πολλές μάχες που αφορούν ζητήματα βιασμού, παρενόχλησης, κακοποίησης και διακρίσεων στον χώρο εργασίας, μεταξύ άλλων. Χαρακτηριστικά, το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα έχει αναμετρηθεί τα τελευταία χρόνια με την υπόθεση της Ελ. Τοπαλούδη και τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου για την οποία ακόμα δεν έχει επέλθει δικαίωση, με ζητήματα όπως ο ορισμός του βιασμού στον νέο ποινικό κώδικά, όπου επετεύχθη τελικά η αλλαγή του, αλλά και πρόσφατα με το απαράδεκτο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια που αφήνει εκτεθειμένες γυναίκες και παιδιά σε κακοποιητικές σχέσεις.
Από το ελληνικό #metoo, άρα, δεν έλειπε ούτε η ορμή ούτε η βούληση αλλά ούτε και η πίεση για τιμωρία των ενόχων, αυτό που κυρίως έλλειψε, τόσο στην υπόθεση της Σ. Μπεκατώρου όσο και –ακόμη περισσότερο– στις περιπτώσεις των ηθοποιών που βγήκαν δημόσια με καταγγελίες ενάντια στον Δ. Λιγνάδη, ήταν ο σεβασμός προς τα θύματα στον δημόσιο λόγο, καθώς και ένας χειρισμός που θα βοηθούσε να μεσολαβήσει αμεσότερα η δικαιοσύνη, να προστατευτεί η προσωπικότητα όσων γενναία βγήκαν και μίλησαν για τη σεξουαλική τους κακοποίηση και θα ευνοούσε τον ερχομό στην επιφάνεια και άλλων τέτοιων υποθέσεων. Η στενή σχέση των φερόμενων ως κακοποιητών των δύο αυτών πιο επιφανών υποθέσεων με το κυβερνών κόμμα, καθώς και η απόλυτη μονοφωνία που έχει επιβληθεί στα ΜΜΕ (τουλάχιστον στα μέηνστρημ) λειτούργησε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τα ζητήματα που άνοιξαν φάνηκε πώς δεν μπόρεσαν να γίνουν διαχειρίσιμα προς όφελος της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Το αντίθετο μάλιστα, δημιούργησαν αναταράξεις που θα ήταν δύσκολο να ενσωματωθούν σε έναν πιο «λάητ» φεμινισμό, λόγω και της έλλειψης επιρροής των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στο φεμινιστικό κίνημα της Ελλάδας, όπως έχει εκφραστεί τα τελευταία χρόνια. Όσο για τις δυνάμεις εκείνες που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την ανάδειξη των θεμάτων αυτών στην αντιπαράθεση με το κυβερνών κόμμα, έστω και στο συνηθισμένο μοτίβο της πολιτικής σκανδαλοθηρίας που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, αυτές δεν έχουν την αντίστοιχη επιρροή και τον έλεγχο μεγάλων εκδοτικών οργανισμών, καναλιών και ηλεκτρονικών μέσων. Στον αντίποδα, άξια μνείας είναι η στάση που κράτησε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών που προέτρεψε τα θύματα να μιλήσουν με την κάλυψή του και εκκίνησε και νομικές διαδικασίες για καταγγελίες συγκεκριμένων υποθέσεων.
Το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα στην Ελλάδα, έχει συγκροτηθεί μέσα σε δύσκολες συνθήκες και έχει μάθει να μάχεται μέσα σε αυτές, χωρίς σπόνσορες και με ελάχιστη θεσμική υποστήριξη. Άρα, επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, δεν θα λέγαμε ότι το #metoo απέτυχε καθαυτό, στάθηκε όμως κατώτερο των δυνατοτήτων και της δυναμικής που έχει εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. Πέρα από τη μαχητική παρουσία στον δρόμο και τους αγώνες, είναι σημαντικό να ανοίγονται ζητήματα και να εκπροσωπούνται και στον δημόσιο λόγο. Δεν θεωρούμε ότι οι καταγγελίες που ήδη έγιναν ήταν μάταιες, ούτε ότι ο αγώνας για δικαίωση των θυμάτων και ξερίζωμα των δομών και των συστημάτων που εκθρέφουν και υποθάλπτουν τους θύτες κατάφερε να θαφτεί εξολοκλήρου. Όλα είναι ανοιχτά. Το θέμα της ορατότητας, όμως, που είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα κινήματα, διακυβεύεται ακόμα.