
Ο Δρόμος προς την αποβάθρα Γουίγκαν του G. Orwell, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αίολος, σε μετάφραση Πάνου Τομαρά και είναι ένα από τα βιβλία που δεν μπορεί κανείς να τα κατατάξει σε ένα συγκεκριμένο είδος. Προσωπικά, δεν μπορώ καν να καθορίσω αν πρόκειται για νουβέλα ή μία δημοσιογραφικού τύπου έρευνα, που αναφέρεται σε συγκεκριμένες ώρες εργασίας, με ταυτόχρονη περιγραφή των σκληρών συνθηκών ζωής και εργασίας των ανθρακωρύχων στις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας. Ως εκ τούτου, το καλύτερο θα ήταν αν λέγαμε ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό δοκίμιο για την εργατική τάξη, χωρισμένο σε δύο μέρη.
Το μεν πρώτο στηρίζεται στη συμμετοχική παρατήρηση της εργατικής τάξης από τον Orwell, αφού ο συγγραφέας αφηγείται ο ίδιος τις εμπειρίες του από την καθημερινότητά του με εργάτες. Όπως, δε, και σε άλλα έργα του, η ανωτέρω περιγραφή είναι λεπτομερής, δημιουργώντας μια αίσθηση ασφυξίας, κοινωνικού αποκλεισμού και της οργής που σιγοβράζει απέναντι σε όλα τα συμπτώματα μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, την αδικία, την ανεργία και την εξαθλίωση. Ο τρόπος, μάλιστα, που παραθέτει στατιστικά ή πραγματικά δεδομένα, προσεγγίζει το είδος της εγκυκλοπαιδικής λογοτεχνίας, αφού συνδυάζει την λογοτεχνική αφήγηση με την παροχή πληροφοριών και γνώσεων, προσφέροντας στον αναγνώστη μια πιο ολοκληρωμένη, πιο γλαφυρή κατανόηση του θέματος. Επιπλέον, κατά τον ανωτέρω τρόπο, αναδεικνύεται και η μεθόδευση γύρω από τον διαχωρισμό των εργασιών σε χειρωνακτικές και πνευματικές, που έλκει την καταγωγή του από την θεολογική διάκριση σε «ψυχή» και «σώμα», έχοντας ως μοναδικό στόχο την διαχρονική υποτίμηση της εργατικής τάξης και την αξιολογική της αντιμετώπιση ως υποδεέστερη.

Πράγματι, ο Δρόμος προς την αποβάθρα Γουίγκαν δημιουργεί μια σύνθετη, πολυεπίπεδη λογοτεχνική εμπειρία, η οποία ολοκληρώνεται με το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στο οποίο ο Orwell κάνει την υπαγωγή των δεδομένων, που συνέλεξε, στην μαρξιστική ανάλυση και σκέψη, προκειμένου να κάνει το πολιτικό του σχόλιο. Είναι η στιγμή, που το βιβλίο τρέπεται σε δοκίμιο και που η παροχή των πληροφοριών αποκτά πρόσθετη αξία, πέραν από την δημιουργία του ανωτέρω αποπνικτικού περιβάλλοντος και την κατασκευή εικόνων, που προκαλούν, οριακά, αποστροφή, κινητοποιώντας κάθε αίσθηση του αναγνώστη. Παράλληλα, είναι η στιγμή, που το εν λόγω βιβλίο αποκτά μια διαφορετική ταυτότητα, σε σχέση με άλλα, παρόμοια, έργα του Orwell, όπως ας πούμε, το Ας Σηκώσουμε Ψηλά την Ασπιδίστρα.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα ανωτέρω, ο Δρόμος προς την Αποβάθρα Γουίγκαν δεν χρησιμοποιεί την σύγκριση μεταξύ της ζωής των μικροαστών και των εργατών, ούτε, επιστρατεύει κάποια αλληγορία, προκειμένου να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη του. Αντίθετα, στο υπό σχολιασμό βιβλίο του, ο Orwell επικεντρώνεται σε αυτό που φαίνεται ότι τον συγκινεί περισσότερο και αφήνεται σε αυτό, ώστε το πνεύμα του να τον κατακυριεύσει. Πρόκειται για μια κριτική ανάλυση δεδομένων, που μοιάζουν με συλλογικά τραύματα μιας τάξης, προκειμένου, στη συνέχεια, να αναδειχθούν οι πολιτικοί και οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του συγγραφέα.