O Zach Cregger, γνωστός από την συμμετοχή του στον κωμικό θίασο The Whitest Kids U’ Know, καθώς και από την συνεργασία του με τον Trevor Moore για το Miss March, κάνει το σόλο σκηνοθετικό του ντεμπούτο και μάλιστα στο horror χώρο, ένα ντεμπούτο που φαίνεται ξεκάθαρα να στέφεται με επιτυχία, αφού το Barbarian, με μπάτζετ περίπου πέντε εκατομμυρίων δολαρίων, κατάφερε σχεδόν να δεκαπλασιάσει τα έσοδα του στο box office και συνεχίζει.
Ο ίδιος υπογράφει και το σενάριο, το οποίο είναι βασισμένο στο best seller του Gavin de Becker, με τίτλο The Gift of Fear. Το βιβλίο έχει ως θέμα την ενθάρρυνση της διαίσθησης των γυναικών όταν έρχονται αντιμέτωπες με προφανώς επικίνδυνους άνδρες και την εμπιστοσύνη που πρέπει να δείχνουν στο ένστικτό τους, μη προσπερνώντας ακόμα και τα πιο μικρά red flags που θα συναντήσουν.
Στο τελευταίο είχε βασιστεί και ο δημιουργός του Barbarian, το οποίο αρχικά προοριζόταν για μία άσκηση γραφής πάνω σε μία ταινία μικρού μήκους, που θα αποτελούταν εξ ολοκλήρου από τον διάλογο μίας γυναίκας που αγνοεί συνεχώς τα κόκκινα αυτά σημαιάκια στον λόγο του άντρα συνομιλητή της.
Η ταινία διαδραματίζεται στο Brightmoor του Detroit, μία πλέον εγκαταλελειμμένη γειτονιά, μετά-αποκαλυπτική θα λέγαμε, κάτι που δεν μας είναι τόσο διακριτό από τις πρώτες σκηνές. Η Tess (Georgina Campbell) φτάνει εκεί βράδυ, εν μέσω μιας πρωτοφανούς καταιγίδας, ώστε να περάσει μερικές μέρες στο Airbnb της οδού Barbary, σε εκείνη την περιοχή, για επαγγελματικούς λόγους. Η δυσάρεστη έκπληξη που την περιμένει είναι πως το σπίτι έχει νοικιαστεί διπλά, δηλαδή από δύο ενοίκους μέσω δύο διαφορετικών εφαρμογών, και αποφασίζει, απρόθυμα στην αρχή, να μοιραστεί εν τέλει το σπίτι με τον Keith (Bill Skarsgard).
Ενώ όλα δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με την νέα τάση του real estate horror (Covid Alone Together, Gone in the Night, Love in the Villa), η πρόοδος της πλοκής αλλάζει συνεχώς αυτό που πιστεύουμε. Ναι, ο Keith είναι ένας μυστηριώδης άγνωστος, καμιά φορά creepy και άβολος με τον τρόπο που διαχειρίζεται αυτή την τυχαία συγκατοίκηση και προφανώς η Tess παίρνει τα μέτρα της για κάθε περίπτωση, μέχρις ότου να ανακαλύψει ότι ίσως η πραγματική απειλή να μην ήταν αυτή.
Την αφήγηση ολοκληρώνει η παρουσία του AJ (Justin Long), ενός δημιουργού της τηλεόρασης, που αντιπροσωπεύει την πλέον τρομερή φύση του άνδρα, την κενότητα και την απληστία των λευκών ευγενών, ακόμα και τώρα που ξαφνικά βρέθηκε στον πάτο, όταν μία συνάδελφός του τον κατηγόρησε για βιασμό. Προκειμένου να διασφαλίσει ένα μερίδιο της περιουσίας και της καριέρας του, ο AJ, αποφασίζει να πουλήσει το Airbnb του στο Detroit, στην οδό Barbary. Έχοντας άγνοια κινδύνου και με έναν τρόπο αρκετά χιουμοριστικό, που τονίζει αυτή του την κενότητα και την απληστία, θα καταλάβει σύντομα και ο ίδιος τι μπορεί να πάει στραβά.
Βασισμένο σε κεφάλαια και κάνοντας μια αναδρομή σαράντα χρόνων, το Barbarian, είναι έτσι δομημένο ώστε να έχουμε πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, μέσα σε μία ενιαία ιστορία, σχετικά με τα φύλα και την φυλετική δύναμη, αλλά και την αστική παρακμή. Δεν είναι απλώς μια ταινία τρόμου, γεμάτη κλισέ, όπως ο Zach Cregger ήθελε να μας πείσει σε πρώτο στάδιο. Κρύβει πολλά υποείδη, τοποθετημένα πανέξυπνα, είναι ένας κοινωνικός σχολιασμός, ένα θρίλερ με μία δόση τρυφερότητας και συμπόνιας, μία σύγχρονη ανακατασκευή της Jayne Eyre, μία καινούργια απόδοση του κλασικού «στοιχειωμένου σπιτιού».
Αν και δεν υπογραμμίζεται ποτέ ποιος είναι ο «βάρβαρος» του τίτλου, για τον κάθε χαρακτήρα άλλωστε θα μπορούσε να τον συμβολίζει κάτι διαφορετικό, βλέπουμε ότι ο Cregger, εδώ, αρκετά συνειδητοποιημένος, παρόλη την αστεία και mainstream πλευρά της ταινίας, κάνει μία ανεπαίσθητη εξερεύνηση στην αδυναμία των ανδρών να αποδεχτούν τις προεκτάσεις των κακών -έως εγκληματικών- τους πράξεων και να αναγνωρίσουν τις τερατώδεις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάζουν τις γυναίκες να επιβιώσουν, παρά μόνο όταν είναι πια πολύ αργά.