Γράφει: Γιώργος Τσαντίκος
Ήρθε ο καιρός που όλοι μιλάνε πιο άνετα για την κρίση και κυρίως, για τις αιτίες της. Γιατί οι πιο προστατευμένοι από αυτή ενδεχομένως πιστεύουν ότι την αφήσαμε πίσω μας και μπορεί να επιστρέψουμε σε κάποιο 2009 ή 2004, ανάλογα με την αισιοδοξία και πάντα, ανάλογα με τις πολιτικές θέσεις: άλλοι σε μια ανθρωπιστική, φιλελεύθερη Δεξιά, άλλοι σε μια αισθητική, μεταρρυθμιστική Αριστερά. Δύο πράγματα που στην ουσία πλέον δεν υπάρχουν, δηλαδή.
Και όμως, επτά χρόνια μετά τα συμβάντα που περιγράφει το «Μεγάλο Σορτάρισμα», αλλά και το «Σούπερκραχ», μια ταινία και ένα graphic novel δηλαδή, φαίνεται να μην εννοούμε να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει πλέον καμία επιστροφή.
Το «Μεγάλο σορτάρισμα» είναι μια δίωρη, ας πούμε εκλαϊκευτική (και σχετικά αγιογραφική, για τις ανάγκες του σκοπού της) ταινία, που σκηνοθέτησε ο Άνταμ μακ Κέι. Ο ΜαΚ Κέι είναι ο εγκέφαλος πίσω από τις δύο ταινίες που όλοι κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να δει, το Anchorman. Με όλα τα υφάκια που ο ίδιος κατασκεύασε κατά καιρούς, είτε ως κωμικός, είτε ως σεναριογράφος, αλλά και ως σκηνοθέτης, προσπαθεί να εξηγήσει τον καπιταλισμό.
Η ταινία δεν είναι ένα προοδευτικό αστειάκι. Για να γυριστεί, κλήθηκε στην αποστολή η βασική ενδεκάδα πρωταγωνιστών με κασέ που λογικά κοντράρει το λογαριασμό της κρίσης στις ΗΠΑ. Στηριγμένη στο βιβλίο του Μάικλ Λιούις, η ταινία προσπάθησε να εξηγήσει πώς «φτάσαμε εδώ που φτάσαμε» και ναι, η Ελλάδα αναφέρεται σε μια σκηνή της.
Πέρα από τις εξηγήσεις, οι οποίες υποθέτω ότι θα κάνουν αρκετούς οικονομολόγους να διαφωνήσουν λίγο ή πολύ, η ταινία είναι δύο πράγματα επιπλέον: πρώτον, μια «απενοχοποίηση» για τις αιτίες της κρίσης, γεμάτη από αρκετά «στα ‘λεγα εγώ». Δεύτερον, ο λόγος για τον οποίο διαφωνούν οι κριτικές, οι οποίες δεν διαχειρίζονται μόνο το καλλιτεχνικό κομμάτι.
Η ευθεία κατηγορία προς την αμερικάνικη κυβέρνηση, το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ και -κυρίως- τους οίκους αξιολόγησης για το φαλιμέντο του ’08 δεν είναι αμελητέα. Οι απαντήσεις που προσπαθούν να δώσουν οι αναλυτές ωστόσο, αποκαλύπτουν και το πρόβλημα: οι μεν υποστηρίζουν ότι «δεν έγινε και τίποτα, όσο ο κόσμος είναι ηλίθιος, καλά να πάθει», οι δε ότι η απάτη περιορίζεται στην παραβίαση νόμων που επέτρεψε τον υπερπλουτισμό κάποιων εις βάρος κάποιων άλλων. Για μια απάτη δηλαδή, ένα πρόσκαιρο φαινόμενο.
Και ο καπιταλισμός;
Οι απόψεις στην ταινία είναι αμφίσημες. Είτε ότι χωρίς αυτόν επιστρέφουμε στην προϊστορική εποχή, οπότε καλό είναι να πάρουμε τη μαμά μας να πάει στο σούπερ μάρκετ για εβαπορέ, εμφιαλωμένα και χαρτιά υγείας, είτε ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά και φτάνουμε σε οριακό σημείο. Προφανώς, από έναν broker που έβγαλε μύρια από αυτή την ιστορία, δεν περιμένεις και κάτι διαφορετικό, έστω και αν κάποιοι εξ αυτών στη νταινία προσεγγίζουν ηθικά τύπους «Αναρχικού τραπεζίτη» που προσπαθούν να ξεδοντιάσουν το σύστημα «από τα μέσα».
Αρκούν αυτά; Για μια ταινία του «προοδευτικού Χόλυγουντ» ενδεχομένως ναι. Για να αντιστραφεί όμως το συμπέρασμα ότι η ευθύνη για την κρίση ρίχνεται «στους πρόσφυγες και τους εργαζόμενους», όχι (ναι, το λέει αυτό η ταινία).
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τα ίδια τα γεγονότα όμως (μην ξεχνάμε ότι η τρέχουσα κρίση του καπιταλισμού μετριέται σε ημερομηνίες, τοποθεσίες και πρόσωπα, τα οποία είναι πολύ κοντά μας), η τέχνη τα επαναπροσεγγίζει. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας, το έχει ξανακάνει σε ανύποπτο χρόνο με το τραγελαφικό«The other guys» πριν από πέντε χρόνια. Τότε, οι δύο μπάτσοι ανακάλυπταν ότι το «σορτάρισμα» γινόταν εις βάρος του ασφαλιστικού τους ταμείου…
Το ίδιο περίπου κάνει και το «Σούπερκραχ» που δεν είναι απλώς μια πολύ διασκεδαστική αποδόμηση της δεξιάς ιντελιγκέντσιας, στο πρόσωπο κυρίως της Άιν Ραντ, αλλά μια ρετροσπεκτίβα στις στρεψοδικίες και τη διαχείριση του προβλήματος, από το ίδιο το σύστημα. Στο πρώτο κομμάτι του graphic novel, δεν είναι λίγες οι φορές που πιθανά οι ατάκες και τα επιχειρήματα μοιάζουν πολύ οικεία. Τα έχουμε ακούσει σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, σε τηλεοπτικά πάνελ, σε άρθρα πολιτικών αρχηγών. Τα έλεγε άλλωστε και ο Άλαν Γκρίνσπαν, «αρχιτέκτονας» του στημένου πονταρίσματος στα «σάπια» δάνεια και υπ’ αριθμόν 1 υποδεικνυόμενος από το Big Short ως υπεύθυνος για την απάτη. Βρίσκεται και αυτός στις σελίδες του «Σούπερκραχ», μιας και υπήρξε προσεκτικός μαθητής της Ραντ.
Το καίριο ερώτημα όμως, επανέρχεται: εκτός από διαπιστώσεις για τον καπιταλισμό και την απάτη που παραμένει πεμπτουσία του, μαζί με την απανθρωπιά, εκτός από τα επιχειρήματα, τι άλλο μένει να κάνουμε;
Το «Μεγάλο σορτάρισμα» κλείνει με ένα χρησμό. Με το When the levee breaks, μια από τις καλές κλεψιές των Led Zeppelin από τα μπλουζ. «Αν συνεχίσει να βρέχει, τότε το φράγμα θα σπάσει» λέει το τραγούδι των τίτλων της ταινίας. Και δεν ακούγεται σαν απειλή, αλλά σαν υπόσχεση…
Σούπερκραχ, το μεγάλο κόλπο με τη διεθνή οικονομία
Ντάρυλ Κάνιγχαμ, μετάφραση Αβραάμ Κάουα, εκδόσεις Κριτική
Το μεγάλο σορτάρισμα-The big short
Σκηνοθεσία: Άνταμ μακ Κέι με τους Κρίστιαν Μπέιλ, Στιβ Καρέλ, Ράιαν Γκόσλινγκ