«Ονειρεύεσαι συχνά ότι πνίγεσαι;»
Σε ένα μέλλον όχι και τόσο μακρινό, σε έναν πλανήτη Γη όπου όλα τα άγρια ζώα έχουν εξαφανιστεί και η ανθρώπινη κατάχρηση φυσικών πόρων έχει αποβεί ολέθρια για τον ζωικό πληθυσμό, μας συστήνεται η Φράνι Στόουν, μια γυναίκα μοναχική, άγρια και αεικίνητη, αποφασισμένη να μεταχειριστεί κάθε μέσο για να πετύχει τον στόχο της: να ακολουθήσει τα τελευταία του είδους τους αρκτικά γλαρόνια στη μετανάστευσή τους από την Αρκτική στην Ανταρκτική, το μεγαλύτερο αποδημητικό ταξίδι πουλιών στον κόσμο, ταξίδι που φημολογείται πως θα σημάνει και τον τελικό αφανισμό τους. Η Φράνι καταφέρνει να πείσει τα μέλη του πληρώματος του Σάγκανι, ενός αλιευτικού πλοίου στη Γροιλανδία, να την πάρουν μαζί τους στο δικό τους υπερατλαντικό ταξίδι σε αναζήτηση των τελευταίων εναπομείναντων ψαριών, της λεγόμενης «Χρυσής Ψαριάς».
Όσο παρακολουθούμε το ταξίδι της Φράνι, τη γνωριμία και τις σχέσεις της με τα μέλη του πληρώματος (τον εξίσου λιγομίλητο, μυστηριώδη Ένις, καπετάνιο του πλοίου, τη δυναμική Λέα, τον μικρόψυχο Μπάζιλ), στην αφήγησή της ενσωματόνονται ψήγματα από τη ζωή της και ανασκοπήσεις του παρελθόντος της. Από τα παιδικά της χρόνια στο Γκόλγουει της Ιρλανδίας, τη μητέρα της που την εγκατέλειψε, ώστε αναγκάστηκε να μεγαλώσει με τη γιαγιά της στην Αυστραλία, μέχρι την ενήλικη ζωή της πίσω στο Γκόλγουει και τη γνωριμία της με τον Νάιαλ Λιντς, καθηγητή στο πανεπιστήμιο όπου εργάζεται, αφοσιωμένο μελετητή των άγριων ζώων και φανατικό υπέρμαχο της προστασίας τους, τον άντρα της ζωής της. Σταδιακά, μέσα από μια αινιγματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η ιστορία της Φράνι ξετυλίγεται και τα σκοτεινά μυστικά του παρελθόντος της αποκαλύπτονται.
Το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα της Αυστραλής Σάρλοτ ΜακΚόναχι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ, έγινε παγκόσμιο best-seller και βρέθηκε υποψήφιο για βραβείο Goodreads στην κατηγορία καλύτερου μυθιστορήματος, αφηγείται μια ιστορία άγριας, λυρικής ομορφιάς, ένα ταραχώδες ταξίδι, τόσο κατά μήκος των ωκεανών όσο και εντός μιας κατακερματισμένης ψυχοσύνθεσης.
Από το βραχώδες, αφιλόξενο τοπίο της Ιρλανδίας μέχρι τα παγωμένα, άλλοτε γαλήνια και οικεία, άλλοτε ανταριασμένα, νερά του Ατλαντικού ωκεανού, η Φράνι βρίσκεται πάντα στον δρόμο, ποτέ αδρανής, σε μια αέναη αναζήτηση του δικού της Μόμπι Ντικ (σε έναν ξεκάθαρο φόρο τιμής στον Χέρμαν Μέλβιλ και το μνημειώδες έργο του). Η Φράνι ονειρεύεται ότι πνίγεται, ότι φτερά γεννιούνται μέσα στο ίδιο της το κορμί, της γρατζουνούν τον λαιμό και της φράζουν την αναπνοή, μέχρι που ξυπνάει, βρίσκοντας τον εαυτό της να υπνοβατεί μέχρι την άκρη της κουπαστής ή να προσπαθεί να στραγγαλίσει τον ίδιο της τον άντρα. Η Φράνι θέλει να αναπνεύσει ελέυθερα, να πετάξει μακριά από τον ίδιο της τον εαυτό, γι’αυτό και ακολουθεί τα τόσο αγαπημένα της αρκτικά γλαρόνια, στο δικό της τελευταίο αποδημητικό ταξίδι.
Πλούσιο σε γλαφυρές, ολοζώντανες περιγραφές του φυσικού τοπίου και των άγριων ζώων, γεμάτο από εικόνες επιβλητικής, ζοφερής ομορφιάς, το «Πριν χαθούν τα πουλιά» είναι συνάμα ένα καταγγελτήριο και μια επείγουσα υπόμνηση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής και της ακόρεστης απληστίας του ανθρώπου για τις φυσικές πηγές ενός πλανήτη τον οποίο τείνει να θεωρεί κτήμα του. Η ΜακΚόναχι, σαφώς ενημερωμένη και ευαισθητοποιημένη για περιβαλλοντικά ζητήματα, μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες της αλόγιστης ανθρώπινης εκμετάλλευσης, σε μια πρόζα που βρίθει (μερικές φορές υπέρ του δέοντος) από επιστημονικές πληροφορίες και επεξηγήσεις, θυμίζοντας έντονα στη βαθιά και ουσιαστική γνώση ζωολογίας το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Ντέλια Όουενς, όμως με μια ιστορία πολύ πιο ερεβώδη.
Η ΜακΚόναχι κεντά, μεθοδικά και υπομονετικά, το ψυχογράφημα της ηρωίδας της, μιας γυναίκας που βίωσε την απώλεια από πολύ μικρή ηλικία, που νομίζει πως το φευγιό και η εγκατάλειψη κυλούν στο αίμα της, που όλη της τη ζωή κινείται συνεχώς, σαν τον ωκεανό δεν μένει ποτέ στάσιμη, σαν τα γλαρόνια αισθάνεται την ανάγκη να αποδρά, να αποδημά. Όμως, όσο βαθύτερα προχωρά, σε μέρη άγονα και παγερά, και στην αναμέτρησή της με την αλήθεια του παρελθόντος της, θα συνειδητοποιήσει πως τελικά η ίδια δεν είναι ένας έρημος τόπος, δεν είναι ένα αποδημητικό πουλί, αλλά έχει καταφέρει να σχηματίσει τους πιο άρρηκτους δεσμούς από όλους, αυτούς της αγάπης: «Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην περιπλάνηση και στη φυγή. Στην πραγματικότητα, δεν με άφησες ποτέ, ούτε μία φορά».
Μελαγχολικό, τρυφερό και σπαρακτικό, με ένα τέλος που σου ραγίζει την καρδιά, για να την επανασυγκολλήσει αμέσως μετά, το «Πριν χαθούν τα πουλιά» είναι μια ωδή στην άγρια ομορφιά, μια σπουδή για τη μνήμη, το πένθος και την απώλεια, για την οικογένεια και την τραυματική κληρονομιά που μας αφήνει, για την ενοχή αλλά και τη συγχώρεση, τη λύτρωση και την αναγέννηση. Είναι ένα βιβλίο για ανθρώπους καθημαγμένους, αβυσσώδεις και σκοτεινούς σαν τον ωκεανό, αεικίνητους και αβαρείς σαν τα πουλιά, ανθρώπους σε ένα εις το διηνεκές ταξίδι εις άγραν της αυτοολοκλήρωσης – ή της καθολικής απώλειας του εαυτού και της επανεφεύρεσής του. Ένα ταξίδι επικίνδυνο, παράτολμο και βαραθρώδες, μα τόσο εύθραυστης και πολύτιμης ομορφιάς.