Με την επιτυχία του Deadpool & Wolverine, είναι πολύ φυσικό (αν και πλέον κάπως παρωχημένο) η εγχώρια ελληνική εκδοτική δραστηριότητα να στρέφεται ξανά στις χάρτινες καταβολές του χαρακτήρα, με μια νέα ιστορία ίσως, η οποία θα έχει ως αποστολή, εάν όχι να συστήσει τον χαρακτήρα στο κοινό, αλλά τουλάχιστον να μεταφέρει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, αντίστοιχη της σπαρταριστής περσόνας που είναι ο Deadpool.
Και μπορεί πράγματι η ταινία να έδωσε μια (εμπορική) ζωή στο ετοιμοθάνατο είδος των super hero movies, όμως το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για το Deadpool: Σούπερ Βεντέτα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis, σε μετάφραση του Χρήστου Τσέλιου.)
Tι πήγε στραβά;
Αρχικά, η ίδια η ιστορία, διά χειρός Rob Liefeld, (ο δημιουργός τόσο του Deadpool όσο και του Cable, που εμφανίζεται στην ιστορία) όχι μόνο δεν καταφέρνει να προσθέσει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον στη μυθολογία του ήρωα, παρά τις απόπειρες παπαγαλίας και επανάληψης μοτίβων που έχουμε δει δεκάδες φορές (νέες, απρόσωπες διαβολικές οργανώσεις, νέες συνομωσίες για μια εσάνς μπερδέματος κ.ο.κ) αλλά, τελικά, απλά φέρνει στο προσκήνιο όλα τα κουρασμένα, χιλιοταλαιπωρημένα μοτίβα που ο Rob Liefeld αναμάσά εδώ και 30 και προφανώς δεν ξέρει να κάνει και κάτι άλλο.
Ο συνήθης ύποπτος Rob Liefeld
Η αλήθεια είναι πως ο Rob Liefeld είναι ένας από τους βασικούς ενόχους όλων των στραβών που κυριάρχησαν στα 90s στην (υπερηρωική) βιομηχανία κόμικ. Υπερβολική υπερβολή σε όλα, από τις ιστορίες έως τις αναλογίες των χαρακτήρων, ξύλινοι διάλογοι και πλοκή, (κακώς νοούμενη) εφηβική αφέλεια και edginess απλά για φιγούρα. Eίναι δύσκολο σε έναν αναγνώστη να γυρίσει πλέον σε αυτή την εποχή δίχως τα διαβρωτικά γυαλιά της νοσταλγίας. Ακόμα και έτσι βέβαια είναι ελάχιστα τα δείγματα που αξίζουν να διατηρηθούν, πόσο δε μάλλον όταν πριν αλλά και μετά οι δημιουργοί δεν είχαν τέτοια βαρίδια και υφολογικές παρωπίδες. Στην περίπτωση του Liefeld δε, είναι ενδεικτικό το ότι ακόμα και οι χαρακτήρες που (συ)δημιούργησε τα πήγαν πολύ καλύτερα σε ιστορίες και στιλ άλλων. Ο Deadpool δεν αποτελεί εξαίρεση.
Και είναι ακόμα εδώ;
Όλα αυτά, τα αρνητικά, είναι παρόντα στο Σούπερ Βεντέτα. Και ίσως να μπορούσαν να συγχωρεθούν εάν έστω ο Merc with a mouth να είχε λίγη από τη σπιρτάδα και το χιούμορ για το οποίο έγινε γνωστός. Όμως, δυστυχώς, ακόμα και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τα σπασίματα του 4ου τοίχου δεν είναι αρκετά για να δώσουν λίγο πνεύμα σε αυτή τη δουλειά. Η πλοκή είναι απλά μια δικαιολογία για πιστολίδι, οι διάλογοι κενοί νοήματος και ενδιαφέροντος. Από ένα σημείο και μετά, εάν ο αναγνώστης απλά γυρίζει τις σελίδες χωρίς να διαβάζει, απλά χαζεύει το (ομολογουμένως) αξιοπρόσεκτο χρώμα του Jay David Ramos, που δίνει λίγη ζωηράδα σε μια ξύλινη ιστορία, δε θα έχει χάσει κάτι. Στο σχέδιο, το οποίο, όπως και τα μολύβια, είναι από τον Liefeld, παρόλο που η υπερβολή στις αναλογίες έχει μειωθεί ανεπαίσθητα, είναι ακόμα παρούσα και, μετά από ένα σημείο, κουράζει αφάνταστα.
Ακόμα και η συνήθως στιβαρή μετάφραση του Τσέλιου δεν έχει κάτι να δουλέψει και έτσι η απόδοση των διαλόγων είναι αναγκασμένη να μεταφέρει το αμήχανο, καθαρά πληροφοριακό ύφος του σεναρίου.
Όχι σε κόμικ 30ετιας με νέο περιτύλιγμα!
Επιλογικά, το σούπερ Βεντέτα δεν είναι το κόμικ που ο χαρακτήρας αξίζει. Ακόμα και νοσταλγικά να το δεις. Και αν κάποι@ συνεχίζει να επιμένει πως τα 90s ήταν η καλύτερη δεκαετία στα υπερηρωικά κόμικς, τότε έχουμε να του πούμε 2 πράγματα: 1) μην ξεχάσει το χάπι για την πίεση το βράδυ και 2) να διαβάζει καλύτερα κόμικς.