Ο Κας, ένας απ’ τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Ντένις Τζόνσον, γράφει σε ένα γράμμα του:
«Έφτασα πολύ κοντά στην άκρη του γκρεμού κι έπεσα. Είμαι τελειωμένος τελειωμένος τελειωμένος, σ’ το λέω»
Ο Ντένις Τζόνσον στα διηγήματά της συλλογής του «Η Γενναιοδωρία της Γοργόνας» στρέφει το βλέμμα μας σε ανθρώπους που νιώθουν «τελειωμένοι» όπως ο Κας, εξασθενημένοι, φθαρμένοι, έτοιμοι να παραδοθούν στο θάνατο. Οι αντι-ήρωες του Τζόνσον δεν έζησαν το American Dream, κι ακόμα κι αν έζησαν πρόσκαιρες χαρές και επιτυχίες, τελικά η πραγματικότητα τους πέταξε στο περιθώριο, όπου τους κατέλαβε είτε η μελαγχολία, είτε η ανικανότητα να απεξαρτηθούν απ’ τα ναρκωτικά και το αλκόολ, είτε ακόμα και η παράνοια. Άνθρωποι με λίγα λόγια παραδομένοι στη μοίρα και στις κακές επιλογές του παρελθόντος τους.
Η «Γενναιοδωρία της Γοργόνας» έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ντένις Τζόνσον, περισσότερο γνωστού στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό απ’ το βιβλίο Δέντρο από Καπνό με βασικό θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ (για το οποίο βραβεύτηκε με το National Book Award). Ο Ντένις Τζόνσον έγραψε αυτά τα διηγήματα στο τέλος της ζωής του, ενόσω γνώριζε ότι το τέλος δεν ήταν μακριά αφού ο καρκίνος τον κατέτρωγε, τον έφθειρε μέχρι να έρθει να τον αποτελειώσει ο θάνατος. Σε αυτή την κατάσταση μεταξύ της φθοράς και του οριστικού τέλους κινούνται και οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του, εγκαταλελειμμένοι από την κοινωνία που υπόσχεται επιτυχία και πλούτη σε όποιον αρπάξει την ευκαιρία. Στα ελληνικά το τελευταίο βιβλίο του Ντένις Τζόνσον κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Αντίποδες σε προσεγμένη μετάφραση του Κώστα Σπαθαράκη, ο οποίος μάλιστα είναι ο ένας εκ των δύο συνιδρυτών του εκδοτικού οίκου Αντίποδες.
Τα διηγήματα της «Γενναιοδωρίας της Γοργόνας» διαφέρουν μεταξύ τους στη μορφή, όμως διατηρούν κοινούς θεματικούς τόπους. Όσον αφορά τη μορφή τους, ιδιαίτερα τα πρώτα δύο διηγήματα ξεχωρίζουν, αφού το ομώνυμο «Γενναιοδωρία της Γοργόνας» αποτελείται από ολιγοσέλιδες αφηγήσεις που αρχικά μοιάζουν αυτοτελείς, αλλά τελικά σταδιακά χτίζουν μία συνεκτική ιστορία, ενώ και η «Αστροφεγγιά στο Αϊντάχο» διατηρεί τη μορφή των ολιγοσέλιδων αφηγήσεων, οι οποίες αναπτύσσονται με τη μορφή επιστολών που στέλνει ο εξαρτημένος Κας απ’ το Κέντρο Αποτοξίνωσης «Αστροφεγγιά» για να ενημερώσει συγγενείς, φίλους, ακόμα και τον διάβολο για την κατάστασή του. Στα επόμενα διηγήματα παρατηρούμε τον συγγραφέα να αλλάζει μορφή στα διηγήματά του, τα οποία ακολουθούν πλέον μία εκτενέστερη συνεχή αφήγηση.
Τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω απ’ τις θεματικές των εξαρτήσεων, της ζωής στο περιθώριο, της φθοράς και του θανάτου. Κάθε διήγημα έχει τη δική του ιδιαίτερη γοητεία και αυτοτελή αξία και όλα μαζί σχηματίζουν μία πολύτιμη συλλογή φωνών από αυτές που συχνά αφήνονται να σβήσουν στη λήθη. Πρωταγωνιστές όπως ο Κας ή ο Ντινκ είναι άνθρωποι καθημερινοί, αλλά μίας διαφορετικής καθημερινότητας, αυτής που εκτυλίσσεται στις φυλακές και στα κέντρα αποτοξίνωσης, δηλαδή στο περιθώριο των «πολιτισμένων κοινωνιών» μας. Στα διηγήματα θα βρούμε και πρωταγωνιστές συγγραφείς και λογοτέχνες, οι οποίοι φέρουν ένα προσωπικό φορτίο από τον ίδιο τον συγγραφέα τους. Όμως είναι σαφές ότι ο Τζόνσον δεν δημιουργεί alter egos μόνο στις ιστορίες με πρωταγωνιστές που ασχολούνται κι αυτοί με τη λογοτεχνία αλλά σε όλες τις ιστορίες, αφού κι ο ίδιος είχε περάσει απ’ τη σκοτεινή φάση των εξαρτήσεων και το τραυματικό του βίωμα αντανακλάται στους χαρακτήρες των ιστοριών του. Βέβαια και οι πρωταγωνιστές – λογοτέχνες είναι κι αυτοί δραματικές φιγούρες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον ποιητή Μαρκους Άχερν του διηγήματος «Doppelgänger, Poltergeist», ο οποίος βυθίζεται σε παρανοϊκό βαθμό σε μία συνωμοσιολογία για το θάνατο του Έλβις Πρίσλευ (σε μία ιστορία πολύ ενδιαφέρουσα για να παρακολουθήσει κανείς την ψυχοσύνθεση ενός συνωμοσιολόγου, που είναι trend της εποχής μας).
Η γραφή του Ντένις Τζόνσον είναι σκληρή, αμείλικτη, βουτηγμένη στον πιο σκοτεινό ρεαλισμό. Ήδη απ’ τις πρώτες γραμμές του βιβλίου καταλαβαίνουμε ότι θα έρθουμε σε επαφή με εικόνες ανοίκειες, με ιστορίες ασυνήθιστα ειπωμένες και με χαρακτήρες που έζησαν στη λάθος πλευρά του american dream. Όπως εύστοχα παρατήρησε ένας πρώην συνεργάτης του σε ένα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο άρθρο που αφιέρωσε στη μνήμη του στο περιοδικό New Yorker, ο Τζόνσον θυμίζει τον Ντοστογιέφσκι γιατί ήταν ένας συγγραφέας που βυθιζόταν στα σκοτεινά σοκάκια του προσωπικού του ψυχισμού με σκοπό να μιλήσει με ειλικρίνεια για την ανθρώπινη φύση.