Από το μακρινό, δυστοπικό sci-fi του Insterstellar ο Christopher Nolan πάει στο παρελθόν και συγκεκριμένα σε μια δύσκολη στιγμή για την αγγλική ιστορία, την μαζική υποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων από τις ακτές της (κατεχόμενης τότε) Γαλλίας πίσω στην σχετική ασφάλεια των Βρετανικών νησιών.
Η ιστορία της υποχώρησης δεν διεκδικεί τις δάφνες μιας στρατιωτικής νίκης, ή κάποιας κομβικής καμπής του πολέμου. Αντίθετα ήταν μια στιγμή που οι συμμαχικές δυνάμεις ταπεινώθηκαν από την ναζιστική Γερμανία και δεν ξανατόλμησαν να εμφανιστούν στην Γηραιά ήπειρο μέχρι το 1944, όταν ο Κόκκινος Στρατός ήδη βρισκόταν στην πορεία της δικής του ματωμένης αντεπίθεσης, η οποία τελικά κατάφερε να χτυπήσει τον φασισμό στην καρδιά του. Ωστόσο αυτή η στιγμή, της ταπεινωτικής, αν και πειθαρχημένης υποχώρησης είναι το χρονικό πλαίσιο που επιλέγει ένας λαοφιλής και καλλιεργημένος σκηνοθέτης για να πει την δική του ιστορία για την υποχώρηση, την ανθρώπινη μάχη για επιβίωση μέσα σε στρατιωτικές συνθήκες που ξεπερνούν τα όρια του παράλογου, αλλά και να υφάνει τα, γνώριμα πλέον, χωροχρονικά του παιχνίδια.
Το Dunkirk θα μπορούσε να είναι μια ταινία στον αντίποδα του Saving Private Rain: Αν η δεύτερη μιλάει για τον ατομικό ηρωισμό, την (καθυστερημένη) επίθεση και την τιμή, η Δουνκέρκη μιλάει για το συλλογικό πόνο, την φυγή και την ντροπή της ήττας. Στο κλασικό film του Steven Spielberg, παντού κυριαρχούν τα άτομα: από το τίτλο μέχρι την οπτική του πολέμου, κατακλυζόμαστε από προσωπικές ιστορίες ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Αντίθετα, οι χαρακτήρες του Nolan μόλις και μετά βίας μπορούν να χαρακτηριστούν ολοκληρωμένοι: υπάρχουν μόνο μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό της επιβίωσης.
Aκολουθώντας την τάση της αποδόμηση των χαρακτήρων που κυριαρχεί στις σύγχρονες ταινίες, περισσότερο από επιλογή παρά από αδυναμία όπως άλλοι, ο σκηνοθέτης αφήνει την φρίκη, την αγωνία και την αμφιβολία να πλημμυρίσει τον θεατή, ο οποίος βλέπει τον πόλεμο ουσιαστικά “σε πρώτο πλάνο”, μέσα από τα μάτια των πολλών, ανώνυμων πολλές φορές, στρατιωτών. Μέσα σε αυτή την αγωνία, τουλάχιστον στην αρχή και την μέση της ταινίας, δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο. Αυτό από την μία ενισχύει την εμπλοκή του θεατή, από την άλλη όμως στερεί από μια ιστορική στιγμή την ιστορικότητα της. Στο ομιχλώδες τοπίο της Δουνκέρκης, ο αόρατος ουσιαστικά εχθρός (οι Ναζί ελάχιστες φορές φαίνονται και ακόμα λιγότερες ονομάζονται) κινείται παντού, σαν φυσική καταστροφή, είναι όμως και αυτός απρόσωπος, απολιτικοποιημένος.
Προς το τέλος όμως, η ταινία, σαν γνήσια πολεμική ταινία του δυτικού κόσμου, όφειλε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του είδους της. Κλείνει με τον κλασικό λόγο του Τσώρτσιλ για την υπεράσπιση της Βρετανίας στην μάχη που θα ακολουθούσε. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η επίκληση στο πατριωτικό ένστικτο δεν γίνεται ειδωμένη μέσα από τις θυσίες των ηρώων. Απευθύνεται σε απλούς ανθρώπους που μόλις και μετά βίας κατάφεραν και σώθηκαν, χάρη στην κοινή θυσία, στην αλληλεγγύη και την συναδελφικότητα. Ο λόγος των από πάνω λίγα πράγματα έχει να πει σε ανθρώπους που γλύτωσαν από την φωτιά, αλλά είναι πρόθυμοι να ξαναπέσουν μέσα της.
Ο Νolan, μη μπορώντας να αφήσει εύκολα τις συνήθειες του να παίζει με τον χρόνο της αφήγησης, σπάει ουσιαστικά την ταινία σε πολλά κομμάτια, το καθένα με την δική του αφετηρία, ταξίδι, προορισμό αλλά και χρόνο. Μόνο για λίγο και στιγμιαία αυτές οι ιστορίες συναντιούνται, για να προσπεράσουν στην συνέχεια η μία την άλλη στην μάχη για την επιβίωση. Οι κεντρικές του θεματικές ταυτίζονται με την αφετηρία τους: Γη (μόλος) θάλασσα (κανάλι) και αέρας (αεροπλάνο), χώρος και χρόνος αλλάζουν θέσεις και ρυθμούς σε ένα ενιαίο σύνολο που δεν ξεφεύγει λεπτό από τα χέρια του σκηνοθέτη.
Ταυτόχρονα, τα 150 εκατομμύρια που κόστισε το film δεν άφηναν χώρο σε πειραματισμούς. Ωστόσο πλέον ο Νolan έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που γνωρίζει τι χρειάζεται και τι όχι για να καταστήσει μια ταινία εντυπωσιακή χωρίς να γίνει φορτωμένη. Το 70mm film και το IMAX γέμισαν από το ασφυκτικό γκρίζο της Δουνκέρκης και πολιορκούν την καρδιά του θεατή, συνεπικουρούμενα και από τις υποβλητικά ambient μελωδίες του Hans Zimmer. Μεγάλα, ανοικτά πλάνο που αγκαλιάζουν (ή καλύτερα καταπίνουν) ολόκληρα τοπία, δίνουν την πραγματική επική διάσταση του πολέμου, χωρίς όμως να υποδαυλίζουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα του.
Ούτε στο υποκριτικό κομμάτι ο Νolan φάνηκε διατεθειμένος να ρισκάρει, εμπιστευόμενος τους ίδιους ηθοποιούς με τους οποίους έκανε τα Inception, Dark Knigth Trilogy κ.α. Πρώτος ανάμεσα τους ο σπουδαίος Τom Hardy (Τaboo,Peaky Blinders) ο οποίος, χωρίς να σπάει ιδιαίτερα την μανιέρα της ήρεμης αλλά επιβλητικής του παρουσίας, ξεχωρίζει περισσότερο για λόγους ιστορίας. Άλλος γνωστός από τα παλιά είναι και ο Cillian Murphy (28 Days Later, Peaky Blinders) σε έναν πολύ ευάλωτο και προσγειωμένο ρόλο, μακριά από την γοητεία που τον έχουμε συνηθίσει στις τελευταίες του εμφανίσεις. Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, το κυρίως βάρος της ταινίας δεν είναι τόσο στην απεικόνιση ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Οι στρατιώτες της ταινίας δεν έχουν παρελθόν ή ακραίες διαφορές μεταξύ τους (πολλές φορές ούτε εμφανισιακά). Ηθοποιοί όπως ο νεαρός Fionn Whitehead (Queers, Ηim) ή ο Damien Bonnard (Rester vertical, Mon héros) παρόλο που είχαν την μερίδα του λέοντος όσον αφορά το screen time, δεν είχαν ούτε σκοπό ούτε πρόθεση να ξεπεράσουν τις αυστηρές οδηγίες του Nolan και από αυτήν την οπτική, έκαναν θαυμάσια δουλειά.
Το Dunkirk είναι χωρίς αμφιβολία μια ταινία που θα συζητιέται για καιρό, όπως κάθε άλλη ταινία του Nolan άλλωστε, για περισσότερους καλούς λόγους όμως.