Ρενέ, 54, θυρωρός στην πολυκατοικία αρ. 7 της οδού Γκρενέλ στο Παρίσι, φέρει όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος της θυρωρού σε σπίτι μεγαλοαστικής συνοικίας: «χήρα, κοντή, άσχημη, παχουλή» και, φυσικά, φτωχή, εκτός από μία ουσιώδη παραλλαγή – την αγάπη της για τις τέχνες, τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, για πάσης φύσης αισθητική απόλαυση, την οποία, όμως, πασχίζει μανιωδώς να κρατήσει κρυφή από τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας. Παλόμα, 12, κατοικεί με την εύπορη οικογένειά της, τον σοσιαλιστή βουλευτή πατέρα της, τη νευρωτική μητέρα της και την ξιπασμένη φοιτήτρια φιλοσοφίας αδελφή της, σε ένα διαμέρισμα 400 τ.μ. στο νο7 της οδού Γκρενέλ. Είναι δυσανάλογα ευφυής και χαρισματική για την ηλικία της, όμως η ευφυία αυτή την έχει φέρει υπερβολικά νωρίς αντιμέτωπη με μια από τις παραδεδεγμένες αλήθειες του κόσμου των ενηλίκων: το Παράλογο της ύπαρξης και την παντελή απουσία εγγενούς νοήματος και σκοπού στη ζωή. Γι’ αυτό και η Παλόμα έχει πάρει μια θεμελιώδη απόφαση – να αυτοκτονήσει στις 16 Ιουνίου αυτού του έτους.
Οι δύο αυτοί χαρακτήρες, μοναδικοί μέσα στις ατέλειές τους, πορεύονται μοναχικά στους ιδιωτικούς βίους τους, μέχρι την άφιξη ενός καινούριου ενοίκου στην πολυκατοικία, του Ιάπωνα κ. Κακούρο Όζου, ο οποίος κατευθείαν θα αντιληφθεί την κρυφή πλευρά της Ρενέ που θα του κινήσει το ενδιαφέρον και θα φέρει έτσι, εν τέλει, αυτές τις δύο τρυφερές υπαρξεις κοντά.
Η Κομψότητα του Σκαντζόχοιρου της Γαλλο-Μαροκινής Muriel Barbery κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2006 και κατέστη άμεσα εκδοτικό φαινόμενο, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 40 γλώσσες, κέρδισε πλειάδα λογοτεχνικών βραβείων και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2009. Το βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2013, παραμένοντας επί χρόνια εξαντλημένο, επανασυστήνεται τώρα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις Πατάκη και τη λεπτοδουλεμένη μετάφραση του Μηνά Πατεράκη – Γαρέφη.
Η Barbery, καθηγήτρια φιλοσοφίας και η ίδια, στήνει δεξιοτεχνικά τους εσωτερικούς μονολόγους των δύο ηρωίδων της και, μέσω αυτών, ένα εις το διηνεκές φιλοσοφικό/εγκεφαλικό παιχνίδι, μια διαλεκτική του στοχασμού και της ενδοσκόπησης. Με πρόζα περίτεχνη και λεξιλόγιο εκλεπτυσμένο, εμποτίζει την αφήγησή της με φιλοσοφικές ιδέες και εμβριθείς κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, καθιστώντας το βιβλίο αυτό ένα υβρίδιο μυθιστορήματος και φιλοσοφικής πραγματείας. Για τις ηρωίδες της (και μάλλον και για την ίδια την Barbery δια στόματός τους), η Τέχνη και η φιλοσοφία, η διανοητική πρόκληση παντός είδους, αποτελούν απάγκιο, ύστατο καταφύγιο απέναντι στη ματαιότητα της ύπαρξης και τη βαναυσότητα της πεζής πραγματικότητας.
Μέσα από το πολυτελές σύμπλεγμα διαμερισμάτων της οδού Γκρενέλ, η Barbery στήνει μια μικρογραφία της (γαλλικής) κοινωνίας, με όλες τις παθογένειές της – όμως εδώ οι δύο αφηγήτριές της, οι δύο ανθρωπολογικοί παρατηρητές της, είναι πολύ πιο οξυδερκείς, πολύ πιο λεπτολόγοι από το σύνηθες, και προβαίνουν σε μια εις βάθος καταγραφή και ανατομή της ανθρώπινης κατάστασης, χρησιμοποιούν το πλούσιο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό γνωσιακό υπόβαθρό τους για να διατυπώσουν μια σειρά από αλήθεις για την ανθρώπινη ύπαρξη, συνήθως αδιόρατες στο γυμνό μάτι. Το νο7 της οδού Γκρενέλ είναι μια τεράστια, οικουμενική σκηνή και οι δύο αφηγήτριές μας παρακολουθούν, σε ρόλο ακόρεστου θεατή, την υποκρισία της αστικής τάξης, τις μικροπρέπειες και την ασημαντότητα των ασχολιών τους, εν συνόλω την τραγικωμωδία που αποτελεί η ανθρώπινη ύπαρξη. Μόνη τους πανάκεια, η Τέχνη και η αστείρευτη θεραπευτική της δύναμη, που παρέχει τα γνωστικά εργαλεία για την κατανόηση, την αφομοίωση και εν τέλει τη συμφιλίωση με τον εχθρικό, ζοφερό κόσμο.
Η Παλόμα, στη δική της, απέλπιδα προσπάθεια εύρεσης νοήματος και λόγων να συνεχίσει να ζει, καταγράφει στο τετράδιό της τις βαθυστόχαστες αλήθειες της και το ημερολόγιο της κίνησης του κόσμου, αποπειράται έτσι να αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύσει το Παράλογο στον κόσμο γύρω της, να προσδώσει σε αυτόν αυταξία. Η Ρενέ, με τη σειρά της, αναθυμάται στο ημερολόγιό της τις μικρές, λεπταίσθητες στιγμές και κινήσεις της καθημερινότητάς της, τις εκλάμψεις ομορφιάς μέσα στη ρηχότητα, το άχρονο μέσα στο νεωτερικό, «τις καμέλιες στα βρύα του ναού».
Σαν τον σκαντζόχοιρο, που κρατά κεκαλυμμένη την κομψότητα και την ευαισθησία του πίσω από το ακανθώδες περίβλημά του, έτσι και η Ρενέ προφυλάσσει την ενδότερη ουσία του εαυτού της από το αδιάκριτο βλέμμα, κρύβει τα ενδιαφέροντα, την καλλιέργεια και την ευφυία της πίσω από τον βολικό μανδύα των στερεοτύπων που συνοδεύουν την επαγγελματική και κοινωνική της θέση. Μέχρι που ο ευγενής και διακριτικός, αλλά κατά τα άλλα απροσπέλαστος, Κακούρο Όζου, σαν από σατανική σύμπτωση συνονόματος ενός εκ των αγαπημένων σκηνοθετών της Ρενέ, θα κατορθώσει να δει πίσω από τα αγκάθια της προστατευτικής πανοπλίας της, πίσω από τη σύμφυτη με την τάξη του προκατάληψη, και θα εντοπίσει έτσι τις κοινές πολιτισμικές τους καταβολές, που θα κινήσουν το ενδιαφέρον του για τη μυστηριώδη θυρωρό.
Με υποδόριο χιούμορ και αιχμηρή ειρωνεία, η Barbery χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα της Ρενέ για να σχολιάσει και να στηλιτεύσει τις ταξικές διακρίσεις και αντιθέσεις, το προδιαγεγραμμένο μέλλον της εργατικής τάξης και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, τη στερεοτυπική αντίληψη με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι αστοί, κάνοντάς τους να αισθάνονται άοσμοι, άχρωμοι, απλές αρχετυπικές φιγούρες – ο χαρακτήρας της Ρενέ, όμως, υπονομεύει και διαλύει εκ των θεμελίων του το αρχέτυπο αυτό. Εντούτοις, η λύση του «μυστηρίου» της εσωστρέφειας και της κρυψίνοιας της Ρενέ εντός των κόλπων της τάξης της είναι υπερβολικά απλοϊκή, ενώ η ανάπτυξη των σχέσεων και η άνθηση της φιλίας της με την Παλόμα είναι βεβιασμένη και όχι επαρκώς ανπετυγμένη αφηγηματικά. Η κυριότερη κατηγορία, όμως, που μπορεί να προσαφθεί στην Barbery είναι ακριβώς ο διανοητικός ελιτισμός και η υπεροψία την οποία αποδίδει στους μεγαλοαστούς χαρακτήρες του βιβλίου της.
Παρ’ όλα αυτά, και παρά τα όποια ελαττώματα, η Κομψότητα του Σκαντζόχοιρου είναι ένα απολαυστικά πνευματώδες μυθιστόρημα, γλυκόπικρο και αισιόδοξο μέσα στον περιβάλλοντα κυνισμό του, ενδοσκοπικό, υπεραναλυτικό και ενδελεχές, και με ένα από τα ομορφότερα και ουσιωδέστερα επιμύθια που έχουμε διαβάσει: η αέναη αναζήτηση της Ομορφιάς, της τελειότητας, του απείρου, ως υπαρξιακός σκοπός, η άγρα της αισθητηριακής απόλαυσης εντός ενός κόσμου κατά τα άλλα καταδικασμένου στην απουσία νοήματος, και η εύρεσή της παντού, στη μουσική, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, σε κάθε στιχομυθία, κάθε μικρή, ανεπαίσθητη κίνηση της οποίας τυγχάνουμε αυτόπτες μάρτυρες. Και κάπως έτσι, στο ευτελές, το καθημερινό, το τετριμμένο και το φαινομενικά ποταπό, εντοπίζουμε το υπερβατικό, το άρτιο και το ιδεατό, την ίδια την αιωνιότητα.