Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς επαρκώς για το πόσο επηρέασε τη σύγχρονη λογοτεχνία (φανταστικού αλλά και γενικά) το πολύπλευρο έργο του Michael Moorcock. Ειδικότερα η έννοια του Αιώνου Πρόμαχου, με τις άπειρες πλευρές του και οι διακλαδώσεις τους σε ένα πολυσύμπαν (μία από τις πρώτες χρήσεις του όρου με τον τρόπο που την καταλαβαίνουμε σήμερα, την πολύ μακρινή πλέον δεκαετία του 1960) υπήρξε καθοριστική. Το μόνο σίγουρο είναι πως εάν δεν υπήρχε ο Moorcock γενικά και η πιο γνωστή δημιουργία του, ο Έλρικ του Μελνιμπονέ ειδικά, το πιθανότερο θα ήταν πως θα έπρεπε να τον εφεύρουμε.
Αλμπίνος, σωματικά αδύναμος, μα φιλόσοφος και μάγος, ο Έλρικ αποτέλεσε τον αντίποδα και την απάντηση στη σωματική ρώμη του Κόναν. Όχι όμως στην εικόνα μόνο. Ο Κόναν ξεκίνησε ως κλέφτης και έγινε βασιλιάς. Από την άλλη ο καταραμένος Μελνιμπόνιος ξεκίνησε ως αυτοκράτορας, γόνος εκφυλισμένων ιμπεριαλιστών, που έβλεπε γύρω από την άρρωστη και ηθικά απονεκρωμένη, ηδονική κοινωνία του έναν κόσμο να αλλάζει και κατέληξε παρίας.
Προσπαθώντας να καταλάβει ο ίδιος την αλλαγή ή ακόμα και να γίνει κομμάτι της, ο Έλρικ εγκατέλειψε έναν θρόνο από ρουμπίνι (και αίμα) και τελικά, έχασε τα πάντα.
Το έπος του Έλρικ ήταν η ευρωπαϊκή, βρετανική απάντηση σε έναν αμερικανικό ατομικισμό που γεννήθηκε στην κρίση του 1930, ανδρώθηκε μέσα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και άνθησε στην ψυχροπολεμική δεκαετία του 1950, εύρωστη και εστιασμένη στην ανάπτυξη των λίγων. Και αυτή την πτυχή, την καθαρά πολιτική που υπήρχε στο έργο του Moorcock από την αρχή του η αλήθεια είναι πως στις μεταφορές του έργου σε άλλες τέχνες, κυρίως κόμικς, τη βλέπαμε πολύ σπάνια και πάντα ως συμπληρωματική της υπαρξιακής αγωνίας που διακάτεχε τον ήρωα, γνήσιο γνώρισμα ανθρώπων που γεννήθηκαν σε εποχές μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, όπου οι νεκροί δεν είχαν συμβιβαστεί από με τη θνητότητα τους και οι ζωντανοί δεν είχαν νιώσει ακόμα το αίμα να κυλά στις φλέβες τους.
Ωστόσο, στο Έλρικ: Ο Ρουμπινένιος Θρόνος (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος), η πολιτική διάσταση γίνεται κυρίαρχη. Αυτό είναι κάτι που συνεπάγεται όχι μόνο από τον πρόλογο του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος ομολογεί πως το ανά χείρας έργο είναι αυτό που θα σχεδίαζε και ο ίδιος αν μπορούσε να σχεδιάσει, το πιστότερο στο αρχικό του όραμα. Όχι, προέρχεται κυρίως από την ίδια την ατμόσφαιρα του έργου, στο οποίο επιτέλους το Μελνιμπονέ και η κοινωνία του δεν είναι απλά το πεδίο της εναρκτήριας περιπέτεια του Λευκού Λύκου.
Το Νησί των Δράκων αναπνέει, οι κάτοικοι του σκοτώνουν για απόλαυση, βασανίζουν για ηδονή, συνθέτουν μελωδίες από ουρλιαχτά και είδη επιθανάτιων ρόγχων. Παθιάζονται και σκοτώνουν τόσο φυσικά όσο μιλάνε. Το διασκευασμένο σενάριο από τον Julien Blondel αλλά, πολύ περισσότερο, το (υπερενισχυμένο) σχέδιο από τρεις (!) σχεδιαστές, τους Didier Poli, Robin Recht και Zan Bastit) μας δίνει ένα πολύ βαρύ, υπερπλουραλιστικό, μεταλλικό και πρωτόγονο αποτέλεσμα, στο οποίο ένας πολιτισμός που πνέει τα λοίσθια βαυκαλίζεται συνεχώς με το περασμένο του μεγαλείο και δύναμη.
Το οπτικό αποτέλεσμα, όπως μαρτυρούν και οι δημιουργοί του, είναι παρμένο κατευθείαν από κάποιον εφιάλτη (ο οποίος συγγενεύει με το έργο του Clive Barker και πιο συγκεκριμένα με το Hellraizer ). Tην ίδια στιγμή όμως καταφέρνει να αποδώσει και όλο το δέος του νησιού. Η πρωτεύουσα μιας, κάποτε, παγκόσμιας αυτοκρατορίας, που στέκει περιτριγυρισμένη από έναν δικό της λαβύρινθο και πλούτη.
Ταυτόχρονα, το σενάριο του Blondel (εξαιρετικά και άμεσα αποδοσμένο από τον πάντα αξιόπιστο Θωμά Μαστακούρη) μπορεί να μην είχε τον χώρο που θα χρειαζόταν, αλλά κατάφερε να διορθώσει ίσως κάποιες αδικίες προς κλασικούς χαρακτήρες, όπως η Σίμοριλ, που από απροστάτευτος πρώτος έρωτας του Έλρικ και damsel in distress, παίρνει τον δικό της χώρο και λάμπει ως πραγματική Μελνιμπόνια.
Ωστόσο λόγω χώρου, το κόμικ αφήνει τους περισσότερους χαρακτήρες σχεδόν μονοδιάστατους, μην προλαβαίνοντας να δαμάσει τον ρυθμό της δράσης του αλλά και των καταιγιστικών του εικόνων. Για κάποιον γνώστη του έργου του Moorcock ίσως κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο πρόβλημα, αλλά αυτή η τυφλή πίστη στην εγγύτητα του με το αρχικό υλικό στερεί από το κόμικ την αυθυπαρξία του. Βέβαια αυτή η συντομία μας έδωσε και εντυπωσιακούς β’ χαρακτήρες, όπως τον δαιμονικό δόκτορα Τζεστ, έναν καλλιτέχνη του πόνου.
Επιλογικά, το Έλρικ: Ο Ρουμπινένιος θρόνος είναι μια εξαιρετική προσθήκη στις μεταφορές των περιπετειών του αλμπίνου αυτοκράτορα, μια καθαρά σκωπτική και πολιτική ματιά που έργου που το φέρνει, οπτικά και απτικά το έργο στον 21ο αιώνα, αφού, όπως κάθε έργο της κλάσης του, είναι ταυτόχρονα αθάνατο και επίκαιρο.