Η ιστορία έχει ως εξής: Είμαστε προς το τέλος της δεκαετίας του ’70,ο Κινγκ βρίσκεται στα πρώτα βήματα της καριέρας του, έχοντας εκδώσει τα πρώτα βιβλία του που συναντούν τεράστια επιτυχία. Καθώς οι εκδότες δεν έχουν καταλάβει ακόμα για τι ταλέντο έχουν στα χέρια τους και ποια η σχέση του Κινγκ με τη γραφή, τον περιορίζουν στο να βγάζει ένα βιβλίο τον χρόνο, προκειμένου να μην οδηγηθεί η αγορά σε κορεσμό. Ο συγγραφέας δεν δυσκολεύεται να βρει λύση και αρχίζει να εκδίδει υπό το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάκμαν (Richard Bachman). Ένα επιπλέον κίνητρο για αυτό το εγχείρημα ήταν το να καταλάβει ο νεαρός Κινγκ αν η επιτυχία του οφείλονταν σε κάποια ευνοϊκή συγκυρία ή αν είχε ικανότητες θα αναδεικνύονταν με όποιον όνομα και αν έγραφε. Πρώτο βιβλίο είναι η Οργή που κυκλοφορεί το 1977 και θα ακολουθήσουν άλλα τέσσερα βιβλία τα οποία γνωρίζουν σημαντική επιτυχία. Όλα αυτά μέχρι το 1985, όταν ένας υπάλληλος βιβλιοπωλείου θα εντοπίσει τις ομοιότητες στο στυλ γραφής και θα αποκαλύψει ότι ο Στίβεν Κινγκ και ο Μπάκμαν είναι το ίδιο πρόσωπο. Στη συνέχεια, ο διάσημος συγγραφέας θα βγάλει άλλα δύο βιβλία χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο. Τα Έργα Οδοποιίας κυκλοφόρησε το 1981 και είναι το τρίτο βιβλίο του Μπάκμαν. Μας έρχεται από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, οι οποίες, το τελευταίο διάστημα, έχουν αναδείξει κλασικά έργα του Κινγκ που δεν είχαν κυκλοφορήσει στα ελληνικά –όπως η Πύρινη Οργή–, έχουν παρουσιάσει μία νέα μετάφραση στο αριστουργηματικό Το Αυτό και τώρα μας φέρνουν μία πολύ καλή επανέκδοση ενός βιβλίου που η παλιά του έκδοση είναι πλέον εξαντλημένη και αρκετά δύσκολο να βρεθεί και αφορά μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδο του διάσημου συγγραφέα. Τα βιβλία του Μπάκμαν αποφεύγουν, στην πλειοψηφία τους, τα υπερφυσικά στοιχεία αλλά καταφέρνουν και συγκλονίζουν με τον δικό τους τρόπο, ίσως μάλιστα να το κατορθώνουν πιο έντονα από άλλα βιβλία του Κινγκ.
Το τέρας στα Έργα Οδοποιίας έχει τη μορφή μίας επέκτασης αυτοκινητόδρομου που θα έρθει να κατεδαφίσει το μεγάλο καθαριστήριο που εργάζεται ο Μπάρτον Ντόους και το σπίτι όπου έχει ζήσει με τη γυναίκα του και τον γιο του που πέθανε πρόωρα από καρκίνο στον εγκέφαλο. Το κέντρο του βιβλίου είναι η απώλεια και η αδυναμία διαχείρισης της που μπορεί να προκαλέσει τραύματα που δεν φαίνονται αλλά αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του γιου του, Τσάρλι, ο Μπαρτ έχει φαινομενικά ξεπεράσει την τραγωδία αλλά η ισορροπία αποδεικνύεται λεπτή. Τα έργα κατεδάφισης εκπροσωπούν, για τον Μπαρτ, την ισοπέδωση της ζωής του και, το κυριότερο όλων, της ανάμνησης μίας άλλης ζωής που έχασε. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να το δεχθεί αυτό σε αντάλλαγμα κάποιων χιλιάδων δολαρίων που το προσφέρει ο δήμος προκειμένου να μετακομίσει. Την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να αποκαλύψει σε κανέναν τις προθέσεις του, δεδομένου ότι ούτε ο ίδιος τις συνειδητοποιεί πλήρως. Αναβάλλει διαρκώς την αναζήτηση νέου σπιτιού, φτάνοντας στο σημείο να ζει με τη γυναίκα του σε μία συνοικία-φάντασμα. Αποκρύπτει από τους ανωτέρους του ότι δεν σκοπεύει να μεταφέρει την επιχείρηση και την οδηγεί στο κλείσιμο. Όσο δε πλησιάζει προς τις κρίσιμες ημερομηνίες της κατεδάφισης, αρχίζει να προετοιμάζεται για κάτι που δεν μπορεί ακόμα να παραδεχθεί στον εαυτό του.
Όσο περισσότερο ο Μπαρτ αποκόπτεται από το παρόν, τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και τις υποχρεώσεις του, τόσο περισσότερο προσκολλάται στο σπίτι, στο παρελθόν του, σε μία προηγούμενη περίοδο της ζωής του την οποία προτιμούσε από κάθε άποψη. Φυσικά, η σημαντικότερη πλευρά είναι η απώλεια του γιού του, τον οποίο ο πρωταγωνιστής «προβάλλει» ως μία από τις δύο φωνές στο κεφάλι του, η φωνή του Φρεντ είναι αυτή που προσπαθεί να τον κρατήσει προσγειωμένο και θέτει πιεστικά ερωτήματα στην «κυρίαρχη» προσωπικότητα, τον Τζορτζ, σχετικά με τον πραγματικό χαρακτήρα των επιλογών του. Αυτός ο διαρκής εσωτερικός μονόλογος ενισχύει την αποξένωση του Μπαρτ και, την ίδια στιγμή, είναι ο μόνος τρόπος που έχει για να σκεφτεί σχετικά με την κατάσταση του. Όσο λιγότερο επικοινωνεί με τη γυναίκα του, όσο γεμίζει με ψέματα και δικαιολογίες όλες τις σχέσεις του, τόσο περισσότερο στρέφεται προς τα μέσα, στην εσωτερική σύγκρουση, αναζητώντας εκεί απαντήσεις για το νόημα των πράξεων του. Καθώς, όμως, οι απαντήσεις δεν έρχονται, στρέφεται προς τα έξω, σε τυχαίες συναναστροφές και επιλογές που καμία σχέση δεν έχουν με τον μέχρι τώρα τρόπος ζωής και την προσωπικότητα του. Παίρνει ναρκωτικά, αναπτύσσει μία σχέση με μία περιπλανώμενη νεαρή κοπέλα και, την ίδια στιγμή που ψεύδεται ασύστολα στους πιο κοντινούς του ανθρώπους, συμπεριφέρεται με την πιο γνήσια ειλικρίνεια στις πιο απρόσμενες καταστάσεις και υφίσταται και τις ανάλογες συνέπειες. Τα κίνητρα του παραμένουν πάντα ασαφή, πρώτα από όλα στον ίδιο, ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι τίποτα από όλα αυτά δεν του προσφέρει διέξοδο. Γκρεμίζει την ταυτότητα του βολεμένου μικροαστού των προαστίων χωρίς να μπορεί να την αντικαταστήσει με κάτι.
Στα Έργα Οδοποιίας ο Κινγκ φτάνει στο κορυφαίο σημείο ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του. Η ένταση και η κορύφωση της αγωνίας βρίσκονται σε εκείνα τα τμήματα της πλοκής που, φαινομενικά, απουσιάζει κάθε δράση. Η παρατήρηση του κόσμου από την οπτική του Μπαρτ είναι το πιο δυναμικό κομμάτι του βιβλίου, καθώς μέσα από αυτό έρχεται η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι δεν τον απασχολεί ούτε η πετρελαϊκή κρίση, για την οποία τον κατακλύζουν τα ΜΜΕ, ούτε το μέλλον της δουλειάς του, στο βαθμό που θα κατεδαφιστεί το τωρινό κτήριο ούτε ακόμα και ο γάμος του, στο βαθμό που δεν θα συνδέεται με το συγκεκριμένο σπίτι. Το βιβλίο υπόσχεται δράση και βία από την πρώτη στιγμή, όταν ο Μπαρτ αγοράζει όπλα μεγάλου διαμετρήματος, χωρίς να έχει αποφασίσει τι θα τα κάνει. Αλλά το ζουμί δεν είναι εκεί αλλά στην ενδοσκόπηση, στην αποσύνθεση ενός χαρακτήρα και τις μικρές, καθημερινές πράξεις που τη συνοδεύουν και πολύ συχνά δεν γίνονται αντιληπτές από κανέναν. Το συγγραφικό ταλέντο του Κινγκ δεν διακρίνεται τόσο στις γρήγορες, «κινηματογραφικές» σκηνές δράσης. Εκεί που λάμπει πραγματικά είναι όταν κάνει το ψυχογράφημα ενός ατόμου και μίας εποχής, όταν αναδεικνύει τις αντιφάσεις τους με τόσο ρεαλιστικό τρόπο που φέρνει το εξωφρενικό και το απρόσμενο να ενταχθούν οργανικά στο απλό και το συνηθισμένο. Τα Έργα Οδοποιίας είναι υπόδειγμα μίας τέτοιας πορείας που σε αφήνει πάντα με ανάμεικτα αισθήματα και σκέψεις: η κατάληξη του πρωταγωνιστή είναι ακραία αλλά δεν θα μπορούσε να είναι καμία άλλη