Ο Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου δεν χρειάζεται συστάσεις. Το έμμετρο μυθιστόρημα του μεγάλου Κρητικού δημιουργού συνόδευει εδώ και αιώνες την νεοελληνική γραμματεία. Το λαικό, παρότι γραμμένο από ευγενή, έργο βρήκε απήχηση στις πλατιές μάζες των ανθρώπων της εποχής και έγινε τραγούδι που στήριξε τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα σε δύσκολες συνθήκες.
Το έργο έζησε στηριζόμενο καθαρά στις λαικές του ρίζες, περισσότερο σε πείσμα της πνευματικής ηγεσίας παρά εξαιτίας της. Οι αντιδράσεις των πρώτων πνευματικών “ηγετών” ήταν το λιγότερο εχθρικές. Ο Αδαμάντιος Κοραής έφτασε να το χαρακτηρίσει μέχρι και εξάμβλωμα, ενώ ο Μιστριώτης το ρίχνει στο επίπεδό ενός ευτελούς ¨”μυθιστορήματος για υπηρέτριες”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Αυτές οι διατυπώσεις, πολύ σκληρές για το πνεύμα της εποχής, δεν μας φαντάζουν και τόσο παράδοξες πλέον. Είναι κριτικές που έχουμε ακούσει πολλές φορές ενάντίον των έργω της μαζικής κουλτούρας, ενάντια στην τέχνη των comic συλλήβδην. Aκόμα και όταν αυτές οι υπερφίαλες πολλές φορές κριτικές δεν αγγίζουν ούτε την επιφάνεια των έργων, οι πολέμιοι της συνεχίζουν ανερυθρίαστα την μάχη, προστατεύοντας κάποια έννοια τέχνης που υπάρχει μόνο στο μυαλό τους και αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν την τέχνη.
Αυτές όμως ακριβώς οι συνθήκες είναι που καθιστούν ένα έργο πραγματικά άξιο να συγκινεί και να αγκαλιάζεται από το κοινό. Ο Ερωτόκριτος το κατάφερε με δύο τρόπους. Πρώτος είναι η γλώσσα του. Ο Κορνάρος αξιοποίησε πλήρως την μουσικότητα και το λυρικό βάθος της ντοπιολαλιάς της περιόδου, αλλά και την μουσικότητας της με την ρυθμική δομή και επιμέλεια του συγγραφέα. Σε αντίθεση με μεταγενέστερα έργα, πολύ πιο “ελληνικά”, ο Ερωτόκριτος (και γενικότερα τα σύγχρονα του έργα), δεν στηρίχτηκαν σε μια επίπλαστη και κατά μεγάλο μέρος, φαντασιακή γλώσσα. Εγραφαν για τους ανθρώπους της περιόδου, οι οποίοι, ακόμα και αν δεν ήξεραν ανάγνωση, ένιωθαν το περιεχόμενο του ποιήματος μέσα από τις λύρες και τα λαγούτα τους.
Το άλλο κομβικό χαρακτηριστικό του Ερωτόκριτου ήταν η μείξη των θεμάτων και των πολιτισμικών του στοιχείων. Σε μια παράδοξη κίνηση, δεν θέτει την ιστορία του στο τώρα, αλλά σε έναν αλλοτινό, παραμυθένιο καιρό και κόσμο, που συνδυάζει δυτικά και ανατολικά χαρακτηριστικά. Ο Κορνάρος παίρνει έμπνευση από την δυτική μεσαιωνική λογοτεχνική παράδοση και πλέκει μια ιστορία ιπποτών, όμως δεν ξεχνά και την κρητική πλευρά του, και μπολιάζει την γραφή του με πληθώρα στοιχείων που βρίσκουμε στα δημοτικά τραγούδια, δημιουργώντας ένα μοναδικό έργο που μπορούν να χαρούν οι λάτρες πολλών και συχνά αντιθετικών μεταξύ τους ειδών.
Σήμερα, 407 χρόνια αργότερα, ο Ερωτόκριτος ακόμα εμπνέει και αυτό το βλέπουμε στο ομόνωνυμο graphic novel από τις εκδόσεις Polaris. H ομάδα των Γιώργου Γούση, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Γιάννη Ράγκου καταπιάνεται ξανά με την αθάνατη ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας και αναλαμβάνει να την μεταφέρει στην 9η τέχνη, σε μια έκδοση που αποτέλεσε ένα από τα highlights της ελληνικής σκηνής comic φέτος.
Το graphic novel Ερωτόκριτος θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό. Κάποιοι άλλοι θα επέλεγαν να ντύσουν απλά το σχέδιο τους στίχους του Κορνάρου και έτσι να αφήσουν ανεκμετάλλευτες όλες τις μοναδικές ιδιότητες της τέχνης των comic. Όμως graphic novel δεν σημαίνει απλά εικονογράφηση. Έτσι λοιπόν το comic παίρνει την ιστορία του κρητικού λογοτέχνη και την λέει με τον δικό του τρόπο, με τα μέσα και τις παραστάσεις που διαθέτει μια ομάδα καλλιτεχνών στον 21ο αιώνα, τονίζοντας την διαχρονικότητα του επικού παραμυθιού που έγραψε ο Κορνάρος. Έτσι λοιπόν οι ήρωες του comic αφήνουν την έμμετρη και ομοιοκαταληκτούσα ομιλία για τον πιο λιτό και λειτουργικό πεζό λόγο, ενώ οι περιγραφές γίνονται κατά κύριο λόγο με εικόνες. Το ποίημα δεν παραγκωνίστηκε, αντίθετα κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν για την σύνδεση των κεφαλαίων και στο επίμετρο, τονίζοντας έτσι την συνέχεια του έργου και την ίδια στιγμή ανοίγοντας έναν διάλογο με το αρχικό κείμενο.
Επιπλέον, τα χαρακτηριστικά του έργου παραμένουν αναλλοίωτα, παρά τις αλλαγές. Η εξαιρετική δόμηση των εικόνων, η ανομοιομορφία των καρέ και το ταίριασμα τους δίνουν ρυθμικότητα στο έργο, σε τέτοιο βαθμό που μπορείς σχεδόν να δεις το έργο να παίρνει φωτιά στις ολοζώντανες σκηνές μάχης, να γαληνεύει στις σκηνές με τους δύο ερωτευμένους και να περιπλέκεται αλλού, όταν τα εμπόδια των ερωτευμένων παίρνουν σάρκα και οστά. Ταυτόχρονα, στις ίδιες αυτές εικόνες βρίσκεται και η συνάντηση ελληνικής και δυτικής παράδοσης. Στην εποχή του Κορνάρου η παράδοση αυτή ήταν η ενετική, τώρα όμως οι εικόνες αντλούν την επιρροή τους από πιο ακόμα πιο δυτικά, την μακρινή Αμερική, και έτσι έχουμε μια εικονογράφηση που θυμίζει αμυδρά το Miller-ικό πρότυπο, αλλά με πολύ έντονα ποπ χρώματα (σε αυτό το κομμάτι βοήθησε και ο Παναγιώτης Πανταζή). Στα τοπία και, πολύ περισσότερο, στους χαρακτήρες βρίσκονται τα περισσότερο ελληνικά στοιχεία, εμπνευσμένα από την νέο και αρχαίο ελληνική ζωγραφική, από τους αμφορείς και τις βυζαντινές παραστάσεις, ακόμα και το θέατρο σκιών. Έτσι έχουμε χαρακτήρες που μοιάζουν (εμφανισιακά μόνο) με αρχαίους θεούς και ήρωες, παραμένουν όμως ανθρώπινοι και προσεγγίσιμοι. Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν ένα κόσμο άχρονο και γοητευτικό μέσα στην ασάφεια του, γνήσιο γνώρισμα κάθε καλού παραμυθιού.
Το έργο δεν είναι τέλειο. Σε σημεία φαίνεται πως ενθουσιάζεται με τον εαυτό του και εκεί χάνει το εικονικό του μέτρημα, άλλοτε προτρέποντας και άλλοτε επιβραδύνοντας τον αναγνώστη χωρίς να συντρέχει λόγος, ενώ οι χαρακτήρες, εάν κάποιος δεν τους γνώριζε από το ποίημα, θα φάνταζαν σε κάποιους κάπως ξύλινοι σε σημεία, ειδικά οι δεύτεροι ρόλοι, που δεν είχαν αντικειμενικά τον χώρο να αναπτυχθούν, μια δυσκολία που ο χώρος που είχε για να αναπτυχθεί το graphic novel είναι σίγουρα πολύ μικρότερος.
Επιλογικά, το έργο των Γιώργου Γούση, Δημοσθένη Παπαμάρκου και Γιάννη Ράγκου, αποτελεί μια σπουδαία παρακαταθήκη για την ελληνική σκηνή comic σε μια δύσκολη μάλιστα χρονιά. Μια ώριμη και δουλεμένη προσθήκη στον μύθο του Ερωτόκριτου αλλά και μια γνήσια epic στιγμή για τους comic fans, που συνδυάζει όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε στο ιπποτικό έπος του Κορνάρου.