Όταν μεγαλώναμε ακούγαμε από παππούδες και γιαγιάδες πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε σε αυτούς τους καιρούς που δεν υπάρχουν πόλεμοι, πείνα, κακουχίες. Και πράγματι όσο ήμασταν ακόμα μικροί είχαμε επαναπαυτεί κάπως, ας μην κοροϊδευόμαστε. Ειρωνευόμασταν τα κατοχικά τους σύνδρομα, πιστεύαμε ότι πλέον έχουν αλλάξει τα πράγματα, ότι το μέλλον είναι στρωμένο μπροστά μας. Μέχρι που ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 να μας διαλύσει τα όνειρα και να επιβεβαιώσει ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει, ότι πόρρω απέχουμε από την συλλογική ευημερία, ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Εκείνη η γενιά που πλέον βρίσκεται κοντά στα 30 και στα 40, από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει να βιώνει κρίσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, ανάμεσά τους μία πανδημία και έναν πόλεμο εν εξελίξει που κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πώς θα καταλήξει. Εντάξει, εμείς δεν έχουμε ζήσει (ακόμα) έναν δικό μας πόλεμο, μία κατοχή, έναν λιμό, αλλά δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς κι ότι περάσαμε καλά την τελευταία 15ετία, ούτε να προβλέψει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον…
Σε αυτό το ιστορικο-πολιτικό background γεννήθηκε η δυστοπική ιστορία του Fear Future του Πάνου Ζάχαρη (Working Dead, Working Dead and…, Scary Tales). Σε αντίθεση με άλλες δυστοπικές αφηγήσεις, στο Fear Future δεν προκλήθηκε μία κατάσταση ανάγκης από το πουθενά, διαταράσσοντας μία κατά τα άλλα ομαλή λειτουργία της κοινωνίας (χαρακτηριστικό αντιπαράδειγμα είναι οι κλασσικές ιστορίες των zombie apocalypses). Αποτελεί το αποκορύφωμα μίας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης, μία εξηγήσιμη εξέλιξη μίας κοινωνίας που έχει θεμελιωθεί στην αδικία και στο διαχωρισμό πλούσιων – φτωχών, εξουσιαστών – εξουσιαζομένων και καλείται να αντιμετωπίσει μία πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση. Μία οικεία μας δυστοπία τελικά, ένα ρεαλιστικό σενάριο που δεν θα μας εξέπληττε να εμφανιστεί σε κάποια γωνιά του πλανήτη στο κοντινό μας μέλλον ή να τη ζήσουμε ακόμα κι εμείς. Αυτή είναι εξάλλου και η προειδοποίηση που κρύβει το λογοπαίγνιο του τίτλου, όπου το αρχικώς γραμμένο Near Future είναι παραλλαγμένο με κόκκινο σπρέι σε Fear Future.
Στον πρόλογό της η Αλέξια Οθωναίου σχολιάζει εύστοχα ότι παρόλο που ο Ζάχαρης «δεν επιχειρεί να φτιάξει ένα ιστορικό ντοκουμέντο […] καταφέρνει να συμπυκνώσει και να αποτυπώσει όλη την ουσία και την αίσθηση των δύο χρόνων πανδημίας κορονοϊού στην Ελλάδα». Με αυτή τη λογική μπορούμε να διαβάσουμε το comic σαν μία εναλλακτική ιστορία. Ο Ζάχαρης προσπαθεί να τρυπώσει στα παρασκήνια της εξουσίας, εκεί που πάρθηκαν οι αποφάσεις, εκεί που δόθηκαν οι εντολές και σχεδιάστηκε το πλάνο της αποτροπής της πανδημίας, αλλά και ο τρόπος προβολής του στα ΜΜΕ. Γνωρίζουμε ότι δεν έλαβαν χώρα στην πραγματικότητα αυτά τα σκηνικά που περιγράφονται στο comic, όμως στην ουσία τους, σίγουρα κάπως έτσι έγιναν… Πάντως, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του comic βρίσκονται στην αντίπερα όχθη του τείχους. Είναι δύο φτωχοί εργαζόμενοι που βιώνουν την πανδημία εκτεθειμένοι καθημερινά στον κίνδυνο του θανάτου. Άνθρωποι απλοί που δεν γνωρίζουν πώς να αντιμετωπίσουν την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί και περιμένουν κάθε μέρα στις 18:00 την επίσημη ενημέρωση και τις νέες κυβερνητικές εντολές, ενόσω προσπαθούν να επιβιώσουν σε συνθήκες φτώχειας, ουσιαστικά απροστάτευτοι απέναντι σε έναν φονικό ιο και σε ένα σύστημα που τους θεωρεί αναλώσιμους.
Το comic δημιουργήθηκε μέσα στην καρδιά της πανδημίας, μεταξύ Μαΐου του 2020 και Φεβρουαρίου του 2021, παρόλο που τελικά κυκλοφόρησε στο πλαίσιο του Comicdom-Con Athens 2022 από την Jemma Press. Ο Ζάχαρης καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του τροφοδοτούνταν από την επικαιρότητα, σχολιάζοντάς την χιουμοριστικά με την οξυδέρκεια και την πολιτική θέση που χαρακτηρίζει την πένα του. Εξ ου και ο έντονος ρεαλισμός της δυστοπικής ιστορίας που μας αφηγείται, όπου μετασχηματίζει τα τραυματικά μας βιώματα, τις κυβερνητικές δηλώσεις, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ανασφάλειας και του φόβου, σε ένα εναλλακτικό παρελθόν (ή και μέλλον). Εξάλλου, μπορεί το τείχος που χωρίζει τους πλούσιους με τους φτωχούς της ιστορίας να είναι ορατό, όμως και στη δική μας πραγματικότητα ορθώνονται τείχη ανάμεσα στις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις, τα περισσότερα από αυτά, βεβαίως, αόρατα, αλλά και κάποια απολύτως ορατά, όπως το τείχος στον Έβρο ή το τείχος στο Τέξας των ΗΠΑ, με σκοπό την αποτροπή των μετανασταστευτικών ροών.
Συνήθως, οι δυστοπικές ιστορίες χαρακτηρίζονται από μία φράση – κλειδί, σήμα κατατεθέν της εξουσίας. Στο 1984 ξεχωρίζει το μότο «ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη», ενώ στο Handmaid’s Tale προκαλούν ανατριχίλα οι τυπικοί χαιρετισμοί «God Bless the fruit» και «May the Lord open». Στο Fear Future μπορούμε να ξεχωρίσουμε πολλές εύστοχες ατάκες, έξυπνα λογοπαίγνια (προσωπικό αγαπημένο τα «νοσηρά υποκείμενα») και αιχμηρά σχόλια, όμως η εμβληματικότερη στιγμή του comic είναι η εντολή «αναρωτηθείτε αν αυτό που πάτε να κάνετε σας φαίνεται ευχάριστο και αν ναι, αποφύγετέ το διότι απαγορεύεται». Έτσι συμπυκνώνεται ο παραλογισμός μίας ολοκληρωτικής εξουσίας που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τους υπηκόους της σαν κάτι περισσότερο από παραγωγικές μηχανές, από γρανάζια για τη λειτουργία του συστήματος που διατηρεί την ευμάρεια των «από πάνω». Η επίπλαστη ελευθερία στο πλαίσιο μίας κοινωνίας ανισότητας αφαιρεί το φύλλο συκής της στην κατάσταση εξαίρεσης που επιβάλλει μία πανδημία απ’ την οποία κινδυνεύουν όλοι. Όμως στον κίνδυνο εκτίθενται πολύ περισσότερο εκείνοι που είναι αναγκασμένοι να συνωστίζονται στα εργοστάσια και στα γραφεία, προκειμένου να μην σταματήσει η παραγωγή των αγαθών και να μην μειωθούν τα κέρδη εκείνων που ζουν διαχωρισμένοι από την κοινωνία αλλά παίρνουν αποφάσεις για αυτήν, χωρίς να έχουν ιδέα για τις συνθήκες υπό τις οποίες διαβιεί εκείνη. Μία παράδοση που εν πολλοίς διατηρείται από την Μαρία Αντουανέττα μέχρι σήμερα και κάνει έναν απ’ τους πρωταγωνιστές της ιστορίας να αναρωτιέται:
«τι είναι πιο εξοργιστικό; Το να μας τρολάρουν συνειδητά ή το να μην έχουν όντως καμία απολύτως επαφή με την πραγματικότητα;».