Έχουν γραφτεί εκπληκτικά πράγματα για τη μελέτη της Clarissa Pinkola Estes Γυναίκες που Τρέχουν με τους Λύκους, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέλευθος, σε μετάφραση της Δέσποινας Παπαγιαννοπούλου. Και θα συνεχίσουν να γράφονται, όσο υπάρχουν γυναίκες που θέλουν να ανακαλύψουν ποιες είναι πραγματικά, ανεξάρτητα από τις παγιωμένες προκαταλήψεις περί φύλου, την κοινωνική κατασκευή του και τον τρόπο με τον οποίο το φύλο γίνεται αντιληπτό μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της ανδροκεντρικής οπτικής της κοινωνίας μας.
Πράγματι, ακολουθώντας το σκεπτικό της ιστορίας του Αδάμ και της Εύας, κατά την οποία η δεύτερη δημιουργήθηκε από το πλευρό του πρώτου, για να τον συντροφεύει, οι περισσότερες –αν όχι όλες –ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις του γυναικείου φύλου μέχρι σήμερα γίνονταν σε σχέση με το αντρικό. Ως εκ τούτου, η γυναικεία ψυχοσύνθεση αντιμετωπίζεται σαν την παρέκκλιση, ενώ η ανδρική συνιστά τον κανόνα, τον οποίο έχουν μελετήσει και αναλύσει τον άνθρωπο όλοι οι σύγχρονοι ψυχαναλυτές. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που η γυναίκα, σύμφωνα με τον Freud, αποτελεί μια «σκοτεινή ήπειρο», υπό την έννοια ότι κανείς δεν έχει ασχοληθεί με αυτή. Η C. P. Estes, λοιπόν, επιχειρεί να ανατρέψει την άδικη αυτή συνθήκη και να αναζητήσει την ουσία της γυναικείας φύσης σε παραδοσιακά οικογενειακά τελετουργικά, την αρχετυπική ψυχολογία και την ανάλυση μερικών από τις πιο παλιές ιστορίες και παραμύθια του κόσμου, στα οποία και ανιχνεύει τη γυναικεία ψυχή, η οποία ομοιάζει με τη λύκαινας!
Σαν «εργαλεία» η C.P. Estes επιλέγει, δε, όχι μόνο τον μύθο, αλλά και την ψυχαναλυτική σχολή του Jung, την οποία ασπάζεται και η ίδια ως ψυχαναλύτρια. Συνδυάζοντάς την, λοιπόν, με τη φεμινιστική ανάλυση λόγου, επιχειρεί να προσεγγίσει την γυναικεία εσωτερική προσωπικότητα, την γυναίκεια ψυχή, η οποία σήμερα προβάλει ως μια «μεταμφιεσμένη ύπαρξη» (criatura). Η μεταμφίεσή της, δε, αφορά την εκλεπτυσμένη όψη και τους κανόνες που τους έχει επιβληθεί στους αιώνες. Παράλληλα, μέσα από τις αρχαίες ιστορίες της ταξιδεύει τον αναγνώστη σε ολόκληρο τον κόσμο, δίνοντας στην μελέτη της καθολικό χαρακτήρα και το αίσθημα εκείνο της συγκίνησης ότι οι γυναίκες όλου του κόσμου συνδέονται μέσα από τα κοινά τους βιώματα. Στη συνέχεια, μέσα από το διδακτικό περιεχόμενο των ιστοριών της, διαμορφώνει τους βασικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η γυναικεία ουσία, ενώ δεν διστάζει να καταδείξει και τους κινδύνους που εκείνη καλείται να αντιμετωπίσει κατά την αναζήτηση του εαυτού της.
Έτσι, η C.P. Estes αποκαλύπτει τον ιδιότυπο της «αφελούς γυναίκας» και του «αρπακτικού -δυνάστη», προκειμένου να υπογραμμίσει τη σημασία του ενστίκτου, της επίγνωσης, της εγγενούς περιέργειας, του συλλογικού τραύματος/οργής, της διαίσθησης, η οποία διδάσκεται από μητέρα σε κόρη, καθώς και τη σημασία του ονείρου, του γυναικείου βιώματος και του story telling μεταξύ των διαφορετικής ηλικίας γυναικών, που μεταφέρουν σοφία η μία στην άλλη, αποδίδοντας φόρο τιμής στις γυναίκες της εργατικής τάξης και τη σοφία των ιστοριών τους. Με αυτό το τρόπο, προβάλλεται μια νέα ηθική, η οποία για χρόνια παρέμενε παραγκωνισμένη και αντιμετωπιζόταν σαν «δεύτερη». Πρόκειται για την ηθική της στοργής και της φροντίδας (care), της φιλομάθειας και της διερεύνησης, της εγγενούς περιέργειας και της επιστροφής στη νοσταλγία της αρχέγονης αγριάδας που αναβλύζει μέσα από την κάθε γυναίκα. Ταυτόχρονα, αγγίζει ζητήματα που παρέμεναν στο σκοτάδι, όπως η σχέση μητέρας και κόρης ή ο γυναικείος έρωτας με τη γυναίκα όχι ερωμένη (παθητική μετοχή), αλλά αναγόμενη σε εραστή (ενεργητική μετοχή).
Ειδικότερα, για να πετύχει όλα τα παραπάνω και να ανασύρει με τις ιστορίες της όλη αυτή την αρχαία σοφία, που βρίσκεται κρυμμένη στις ιστορίες των γυναικών, η συγγραφέας επιδιώκει μια μυστική, μη συνειδητή συμμετοχή του αναγνώστη με αυτές, αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν «συμπαθητική μαγεία», ήτοι την ταύτιση του με τους ήρωες των ιστοριών αυτών. Δημιουργεί, έτσι, μια ιδιαίτερη σύνδεση μαζί του και η αμεσότητα αυτή είναι που καθιστά το βιβλίο της όχι απλά εμβληματικό, αλλά έναν ύμνο στην άγρια, αληθινή, αρχέγονη γυναίκα που κρύβουμε μέσα μας και που επιχειρεί να αφυπνίσει, όχι μέσα από την εξειδίκευση και μια τεχνοκρατικού τύπου προσέγγιση, αλλά τη σύνδεση του γυναικείου φύλου καθολικά και διαχρονικά, μέσα από το πρίσμα της δευτεροκυματικής φεμινιστικής ανάλυσης λόγου. Πράγματι, αν κάτι λείπει από το Γυναίκες που Τρέχουν με τους Λύκους είναι, ίσως, η συμπεριληπτικότητα που χαρακτηρίζει την ανάλυση λόγου του τρίτου κύματος και των queer θεωριών, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν γίνεται από πρόθεση. Άλλωστε, είναι γεγονός ότι το βιβλίο της C.P. Estes δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς επιστημονικό, αλλά ως μια προσπάθεια της συγγραφέα να συνομιλήσει με τις προγόνους της και να ανασύρει στο σήμερα την Άγρια Γυναίκα, την Αδάμαστη, αυτή που όλες κρύβουμε μέσα μας.