Lord of the rings (2001-2003), Star wars (1999-2005, 2015) σ.1, Game of thrones (2011-) αποτελούν μερικές από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων ετών στο επίπεδο των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την υφήλιο, κυρίως στον δυτικό κόσμο, πολλαπλών πολιτισμικών καταβολών και παραδόσεων, διαφορετικών πολιτικών τοποθετήσεων, οι οποίοι ζουν σε διαφορετικές εκδοχές λιγότερο ή περισσότερο δυτικότροπων σύγχρονων κοινωνιών, παρακολούθησαν αυτές τις παραγωγές.
Αν κανείς προσπαθήσει να αναζητήσει τις αιτίες για την δημοφιλία τους, προφανώς σε ένα πρώτο επίπεδο μπορεί να βρει αρκετές, στερεοτυπικές σε πολλές περιπτώσεις, και συνάμα αντιφατικές μεταξύ τους (φαντασία, αισθησιασμός, εξουσία, μεταφυσική), καθώς και οι ίδιες οι ιστορίες δεν παράγονται από μια κοινή μήτρα. Για παράδειγμα ο κόσμος του Lord of the Rings παραπέμπει σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες, όπου αναπαράγονται τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά (βασιλιάδες, γραμμή αίματος), ενώ σε σημεία αναπαράγονται και αρκετά αντιδραστικά πρότυπα. Σε αντίθεση με το Lord of the rings, στο Game of Thrones το οποίο επίσης εκτυλίσσεται σε ένα φεουδαλικό σκηνικό –αρκετά πιο ρεαλιστικό, ο κόσμος είναι σαφώς λιγότερο μανιχαιστικά σκηνοθετημένος και με αυτή την έννοια το ηθικό πρόσημο φαίνεται να μην είναι τόσο ισχυρό (σε πολλές περιπτώσεις η έννοια της ηθικής είναι ολοκληρωτικά απούσα). Τέλος, στο Star Wars, παρά την ισχυρή θέση της μεταφυσικής στο σενάριο, φαίνεται να υπάρχει ένα πιο «προοδευτικό» πρόσημο εφόσον η δημοκρατία μάχεται την αυτοκρατορία/απολυταρχία. Στην περίπτωση αυτή το χρήμα, το εμπόριο, οι μητροπόλεις υπάρχουν στον φουτουριστικό αυτό κόσμο, αν και μάλλον επισκιάζονται από τον κεντρικό ρόλο της δύναμης και των ιπποτών Jedi.
Πέραν όμως των διαφορετικών χαρακτηριστικών τους, μπορεί κανείς να διαβλέψει (κινούμενος στο όριο της αυθαιρεσίας) ένα κοινό νήμα που συνέχει και ίσως και εν μέρει να ερμηνεύει το γεγονός ότι ένα ιδιαίτερα πλατύ φάσμα ανθρώπων παρακολούθησε τις παραγωγές αυτές. Διότι, η δημοφιλία τους δεν μπορεί να ερμηνευθεί αποκλειστικά ως μια απλή νοσταλγία του παρελθόντος (ή ενός τεχνολογικά αλλά όχι κοινωνικά φουτουριστικού κόσμου σ.3 ), ούτε πολύ περισσότερο ως μια μαζική στροφή του κόσμου της 3ης βιομηχανικής επανάστασης, της εποχής του ίντερνετ και της αυτοματοποίησης της παραγωγής, προς τις φεουδαλικές αξίες της μοναρχίας, των κληρονομικών χαρισμάτων των κάστρων και των ιπποτών.
Ο κόσμος του νεοφιλελευθερισμού
Ένα λοιπόν από τα κοινά αυτά νήματα σχετίζεται με το κενό που αφήνει η επέλαση του φιλελευθερισμού αλλά και γενικότερα το βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όχι ιδωμένο από την πλευρά του επιπέδου διαβίωσης και εργασίας, αλλά από την πλευρά της απουσίας ενός καθολικού ιδεολογικού αφηγήματος για την ίδια την ζωή των ανθρώπων. Ο καπιταλισμός (αλλά πολύ εντονότερα και η ειδική εκδοχή του, ο νεοφιλελευθερισμός σ.4 ), ως μοντέλο όχι μόνο διαχείρισης της παραγωγής και της διακίνησης των εμπορευμάτων, αλλά ως ένα μοντέλο που επικαθορίζει τόσο το ιδεολογικό όσο και το πολιτικό επίπεδο, που συγκροτεί μια αφήγηση για την οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής.
Στον ιδεατό κόσμο του νεοφιλελευθερισμού, το χρήμα είναι το απόλυτο ισοδύναμο. Είναι το γενικό και μοναδικό κίνητρο για την οποιαδήποτε δράση των ανθρώπων, είναι το γενικό ισοδύναμο για την απόλαυση και την υλοποίηση της επιθυμίας. Η επιθυμία των ανθρώπων σε αυτή την ιδεολογική σύλληψη ανάγεται τελικά στο χρήμα (είτε αυτοτελώς, είτε ως το απαραίτητο εργαλείο για την κατάκτησή της), ως ένα μέσο που θεωρητικά ομογενοποιεί/διαμεσολαβεί ανάγκες και επιθυμίες, παρότι κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο είναι δυνατό. Πέραν όμως της επιθυμίας, και η ηθική, νοούμενη ως μια κατεστημένη κοινωνική πρακτική και αντίληψη που ακολουθείται πέρα και έξω από τις προσωπικές επιθυμίες, στον κόσμο αυτό αντικαθίσταται από το ατομικό συμφέρον και μάλιστα διαμεσολαβούμενο αποκλειστικά από το χρήμα. Καθείς οφείλει να κοιτά το συμφέρον του (κατά βάση οικονομικό) και αυτό συνιστά την σύγχρονη ηθική. Όποιος δεν το κάνει είναι ανεύθυνος χαζός ή αγαθός, και δίκαια υφίσταται τις συνέπειες αυτής του της στάσης. Ακόμα και ο θεός, στον ιδεατό αυτό κόσμο, υποκαθίσταται από τα λιγότερο ή περισσότερο νεφελώδη και απόκοσμα κέντρα οικονομικά και πολιτικά, τα οποία «ορίζουν» τις ζωές των ανθρώπων -όχι με τα κριτήρια των θρησκειών (κανόνες οργάνωσης και συμβίωσης των ανθρώπων, νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης) αλλά με το δίκιο του ισχυρού, με την ισχύ του χρήματος. Στο κόσμο αυτό, σε υπέρτατο κριτή αναγορεύονται οι αγορές.
Προφανώς ο ιδεατός αυτός κόσμος δεν υπάρχει ως τέτοιος, καθότι κάθε κοινωνία διαπερνάται από μια σειρά σχέσεων, αντιφάσεων, ταξικών διαιρέσεων. Ωστόσο αυτή η θεώρηση αποτελεί τον συνεκτικό εκείνο ιδεολογικό πυρήνα, την κυρίαρχη αφήγηση (σε κομμάτια της άρρητη αλλά υπαρκτή) για την κοινωνία, και την τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα σε αυτήν. Σε αυτή την ιδεατή πραγματικότητα η ιστορία είναι νεκρή. Τίποτα δεν απομένει να αλλάξει. Η κοινωνία είναι ένας αιώνιος χυλός και μοναδικός στόχος του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να είναι το να καταφέρει ατομικά να επιπλεύσει.
Ο κόσμος του επικού
Η επική αφήγηση βρίσκεται στον αντίποδα αυτού του κόσμου. Η αφήγηση των στιγμών όπου δεν διακυβεύεται απλά η ατομική ύπαρξη του ανθρώπου, όπου γράφεται η ιστορία, όπου διεξάγονται οι μεγάλες συγκρούσεις, αποκτά τεράστια αίγλη. Αυτές είναι οι στιγμές που κυρίως αφηγούνται οι επικές παραγωγές, και ίσως αυτό που τις αναβαθμίζει στο σήμερα είναι ότι βγαίνουν στην περίοδο όπου ο κυρίαρχος λόγος επιμένει ότι η ιστορία έχει πεθάνει. Η οπτική των τριών αυτών παραδειγμάτων, γενικά δεν θέτει στο προσκήνιο τον λαό, την συλλογική πρακτική, την πάλη, με τον τρόπο που θα το έβαζε μια μαρξιστική προσέγγιση. Κατά κύριο λόγο δίνει έμφαση στο ατομικό, προτιμά τους ξεχωριστούς «ανθρώπους» και όχι τους απόκληρους της κοινωνίας, γεγονός που προφανώς έχει την σημασία του.
Ωστόσο, οι τρεις αυτές φανταστικές ιστορίες μιλάνε για τις μεγάλες μάχες «της ανατολής με την δύση», «τις μάχες του Γουεστερος», «την μαχη των Jedi ενάντια στους Sith», αφηγούνται δηλαδή ζωντανές περιόδους, όπου τα πράγματα αλλάζουν, όπου τα πράγματα διαμορφώνονται. Προεκτείνοντας το μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από την δημοφιλία των παραγωγών αυτών, την γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί στους ανθρώπους η αφήγηση της δυνατότητας να ζήσουν την αλλαγή των πραγμάτων, έστω και αν αυτό διατυπώνεται σε ένα φαντασιακό επίπεδο (με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει). Της δυνατότητας να είναι κομμάτι των επικών μαχών, του ανοίγματος των νέων δρόμων, των μεγάλων αβεβαιοτήτων και αλλαγών σ.5. Άλλωστε πολλές φορές οι ταινίες έχουν τον χαρακτήρα ενός μέσου προσέγγισης των επιθυμιών μας. Τελικά κομμάτι του επικού είναι η αφήγηση της στάσης των ανθρώπων που εμπνέονται για ένα σκοπό που υπερβαίνει την ίδια τους την βιολογική ύπαρξη (με την στενή έννοια) και γίνονται κομμάτι μιας ιστορικής διαδικασίας με έναν ανορθολογικό τρόπο, αν το σταθμίσουμε με βάση τα κριτήρια των σύγχρονων κοινωνιών. Γιατί στην ηθική του φιλελευθερισμού μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να ρισκάρει να πεθάνει για οποιοδήποτε λόγο (πολύ περισσότερο για τις ιδέες του), μόνο κάποιος ιδιόρρυθμος θα μπορούσε να αφήσει την επικερδή του επιχείρηση για να στρατευτεί στην αντίσταση και να αμφισβητήσει την εξουσία (Han Solo), μόνο ένα περίεργο πλάσμα (Χόμπιτ) θα μπορούσε να παλέψει τόσο πολύ για να απαλλαγεί από την πηγή της δύναμης και της εξουσίας.
Η προφανής(?) αντίστιξη
Σε τελική ανάλυση ο καπιταλισμός αναγορεύει τύποις τον άνθρωπο σε ένα παντοδύναμο ον, μοναδικό και ανεπανάληπτο το οποίο μπορεί εν δυνάμει να κατακτήσει τα πάντα εκτός από την αλλαγή της κοινωνίας. Που είναι τόσο μοναδικό ώστε να μην μπορεί να ομαδοποιείται, αλλά παράλληλα τόσο υποταγμένο στα «εγωιστικά και συμφεροντολογικά» του ένστικτα ώστε να μην μπορεί να ζήσει ισότιμα και συλλογικά.
Τελικά, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η λατρεία των παραγωγών αυτών φαίνεται να σχετίζεται (πέραν του ότι η ζωή θέλει και λίγο παραμύθι!) και με το κενό της σημερινής κυρίαρχης αφήγησης, παρότι κάθε άλλο παρά μπορεί να χαρακτηριστούν ως παραγωγές στρατευμένες στην υπόθεση της επανάστασης σ.6, παρά το γεγονός ότι η δυναμική αυτή μάλλον δεν σχετίζεται με τις προθέσεις των δημιουργών τους. Η κυρίαρχη αφήγηση -ειδικά στην σημερινή εποχή- δε γεννά κανένα μεγάλο, συλλογικό, ιστορικό όραμα που να μπορεί να εμπνεύσει κάτι περισσότερο από μια ήσυχη και άνετη ζωή, την ίδια στιγμή που γεννά τις πιο σκληρά εκμεταλλευτικές και άδικες κοινωνίες. Στον αντίποδα, το συλλογικό φαντασιακό φαίνεται να γοητεύεται καταρχήν, και ίσως να επιμένει να αναζητά (στις ταινίες εν προκειμένω) την δυνατότητα του ανθρώπου να ορίζει την ζωή του, να φερθεί «ανορθολογικά» και να αλλάξει τα πράγματα.
του Γιάννη Μάντζαρη
το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Κ-lab