Άρθρο του Γιάννη Ιατρού στο Docmz
Όπως έχω προλογίσει σε παλαιότερο κείμενο, οι περισσότεροι που διαβάζετε αυτές τις γραμμές λογικά έχετε ακούσει σε κάποια στιγμή της ζωής σας φίλους ή/και συγγενείς να σας απευθύνουν το εξής ερώτημα: «Καλά, μεγάλωσες και ακόμα διαβάζεις… μικυμάου;»
Από την αρχή, μάλλον, της ύπαρξής τους, τα κόμικς θεωρούνται, για ένα ευρύ μέρος της κοινωνίας, μία μορφή τέχνης (και αυτή είναι η καλή περίπτωση) λαϊκή και ευτελής. Μία ενασχόληση για μικρά παιδιά, ένα πρώτο στάδιο πριν αρχίσουν να διαβάζουν «κανονικά βιβλία», αφού, σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι εικόνες έχουν ρόλο αντίστοιχο με τις βοηθητικές ρόδες στα παιδικά ποδήλατα. Μετά από κάποια ηλικία, πρέπει να τις βγάλεις.
Στην εφηβεία μου, απέφευγα να αναφέρομαι στην αγάπη μου για τα κόμικς. Και όταν το έκανα, συχνά ερχόμουν αντιμέτωπος με το… σύνδρομο «καλά, μεγάλωσες κι ακόμα διαβάζεις μικυμάου;». Και ήταν τόσο ενοχλητικό, όσο και παγιωμένο στην αντίληψη των περισσοτέρων. Αλλά το πιο ενοχλητικό ήταν να περιφρονούν αυτή σου την ενασχόληση άτομα που δε διάβαζαν ούτε καν… «κανονικά βιβλία», όπως συνήθιζαν να τα λένε.
Μπορεί να δημιουργείται σιγά σιγά η εικόνα ότι η κατάσταση αυτή αρχίζει να αναστρέφεται και ότι η παγιωμένη αυτή αντίληψη εξασθενεί. Και πράγματι, πιο συχνά συναντά κανείς πλέον βιβλία κόμικς σε ράφια και βιτρίνες βιβλιοπωλείων, και πολύ συχνά στις λίστες best seller. Αλλά συνήθως, για να γίνει αυτό, πρέπει να καμουφλαριστούν πρώτα με τον όρο graphic novel.Μία επιλογή των ίδιων των δημιουργών να διαφοροποιήσουν τα «σοβαρά» κόμικς από τα «παιδικά», τα «λαϊκά», τα «μικυμάου».
Πρόκειται για μία λύση, της οποίας εμπνευστής θεωρείται ο Will Eisner, η οποία μάλλον δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα επεδίωκε να λύσει. Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση – σχετική μεν, διαφορετική δε. Για το θέμα δημοσιεύτηκε, άλλωστε, πρόσφατα, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Γιάννη Κουκουλά στο καρέ-καρέ της Εφημερίδας των Συντακτών, ενώ αρκετά κατατοπιστικό είναι και το επιστημονικό άρθρο του Soloup για το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Παράλληλα, η κλιμακούμενη κυριαρχία του υπερηρωικού είδους στην κινηματογραφική (ή, πιο πρόσφατα, και την τηλεοπτική) βιομηχανία εξοικειώνει όλο και περισσότερο το ευρύ κοινό με την αισθητική των κόμικς και στέλνει συνεχώς «νέο αίμα» στην ενασχόληση με την 9η Τέχνη – σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό. Οι ταινίες του Nolan με τον Σκοτεινό Ιππότη θεωρούνται από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου, ενώ φέτος η ταινία Black Panther έφτασε μέχρι τα βραβεία Όσκαρ, με απρόσμενη επιτυχία.
Αλλά, αν και το πιο ορμητικό, δεν είναι μόνο το υπερηρωικό στοιχείο που βρίσκει τη θέση του στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Όλο και περισσότεροι παραγωγοί αναζητούν την έμπνευσή τους στην εικονογραφημένη μυθοπλασία: από κλασικές δημιουργίες όπως ο Αστερίξ ή δημοφιλή κόμικς όπως το Sin City μέχρι τον αμφιλεγόμενο Θάνατο του Στάλιν ή το ιδιαίτερο I Kill Giants – και φυσικά τηλεοπτικές σειρές, σαν το πρόσφατο Happy! και το Umbrella Academy του Netflix.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι ο μέσος θεατής αφομοιώνει πλήρως τις παραπάνω αναφορές, ή ότι θα αναζητήσει νομοτελειακά την πρωτότυπη μορφή της ιστορίας. Σίγουρα όμως είναι ενδεικτικό πως η νοοτροπία που απέρριπτε τα κόμικς, θεωρώντας τα μια μορφή τέχνης συνώνυμη της πνευματικής ένδειας, σταδιακά εξασθενεί. Εγχειρήματα κοινωνιολογικής προσέγγισης στο Μέσο, με σκοπό να αναδείξουν τη βλαπτική του επίδραση στην προσωπικότητα των νέων, όπως το εμβληματικό «Ντόναλντ Ο Απατεώνας» του 1970, στις μέρες μας μάλλον θεωρούνται γραφικά και ανερμάτιστα.
Με τον ίδιο τρόπο, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται όσοι εμμένουν να απαξιώνουν την αναγνωρισμένη ως 9η Τέχνη στο δημόσιο λόγο, προωθώντας την άποψη ότι αποτελεί… «παιδί ενός κατώτερου θεού». Γραφικοί, αδαείς και κολλημένοι στην αναπαραγωγή στερεότυπων παλαιομοδίτικων και συντηρητικών.
Μία περιγραφή που ταιριάζει γάντι στον τρέχοντα αντιπρόεδρο του συντηρητικού, δεξιού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος, μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή στον Real FM στις 20/03/2019, προσπαθώντας να μειώσει τον πολιτικό του αντίπαλο, Αλέξη Τσίπρα, κατέφυγε στη στερεοτυπική εργαλειοποίηση μιας ολόκληρης μορφής τέχνης.
Πιστεύει κανείς ότι ο Τσίπρας μπορεί να διαβάσει τέτοια βιβλία; Ο Τσίπρας μέχρι Μπλεκ φτάνει, μέχρι και Spider-Man, δεν μπορεί να πάει παραπάνω.
Άδωνις Γεωργιάδης, Real FM 97.8, 20/03/2019
Λίγες μέρες νωρίτερα, διαβάσαμε το κείμενο της κυρίας Μοσχολιού Τζίνας στην αντίστοιχης πολιτικής αλλά και αισθητικής κατεύθυνσης εφημερίδα «Τα Νέα», με τίτλο «Ο αγράμματος Τσίπρας και η γενιά Χ που ήταν μορφωμένη». Σε ένα κείμενο που προσπαθεί να μειώσει το μορφωτικό επίπεδο του πρωθυπουργού, πάλι επιλέγονται τα κόμικς ως έσχατη λύση σε μία σειρά πιθανών αναφορών / ερεθισμάτων.
Αυτό που δεν εξηγείται με κανέναν τρόπο είναι το πώς γίνεται να μη φανερώνει ο λόγος του, οι λέξεις του, καμιά συγκεκριμένη αναφορά σε κάτι δικό του, σε κάτι που ξέρει, που αγαπά, σε μια ταινία, ένα άθλημα, ένα βιβλίο, κάτι, ας είναι κι ένα κόμικ!
Τζίνα Μοσχολιού, εφημερίδα «Τα Νέα», 10/03/2019
Ας είναι. Διατυπώσεις που περνάνε στα ψιλά, αλλά φανερώνουν μία παγιωμένη αντίληψη για αυτή τη μορφή τέχνης, η οποία στα μάτια κάποιων είναι εκ προοιμίου κατώτερη, κρίνοντας μόνο και μόνο βάσει της μορφής τους, και όχι βάσει περιεχομένου. Με αυτή τη λογική, αριστουργήματα όπως το Watchmen, V For Vendetta, αλλά και τα δικά μας Logicomix ή Δημοκρατία, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κατώτερα αναγνώσματα από τα μυθιστορήματα της Λένας Μαντά ή της Χρυσιήδας Δημουλίδου, μόνο και μόνο επειδή οι δημιουργοί τους επέλεξαν το συγκεκριμένο μέσο για να αφηγηθούν την ιστορία τους.
Ταυτόχρονα, ακόμα και κόμικς που απευθύνονται πράγματι καταρχήν σε παιδιά, θα έπρεπε να προωθούνται με θετικές αναφορές στο δημόσιο λόγο, και όχι σαν μέσο απαξίωσης πολιτικών αντιπάλων. Σε μια εποχή που κάθε χρόνο οι αναγνώστες γίνονται όλο και λιγότεροι, κόμικς όπως ο Μπλεκ, ο Σπάιντερμαν ή το Μίκυ Μάους έχουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο να επιτελέσουν: να μαγνητίσουν και να εξοικειώσουν τις νέες γενιές με την ανάγνωση και τα έντυπα, ένα ρόλο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και λειτούργημα και τους ανήκει, παραδοσιακά, εδώ και πολλά χρόνια.
Αλλά ειδικά στον κύριο Γεωργιάδη, η απάντηση είναι απλή. Αν τα ερεθίσματά του, αντί να είναι τα βιβλία του Πλεύρη και του Παττακού ήταν κόμικς όπως το αριστουργηματικό και πολυβραβευμένο MAUS, ένα έργο για την θηριωδία του Β’ Παγκοσμία Πολέμου, του αντισημιτισμού και του φασισμού, ίσως είχε εξελιχθεί σε κάτι πιο χρήσιμο για την ελληνική κοινωνία.
Αντίστοιχες δηλώσεις ξεσήκωσαν πρόσφατα κύμα αντιδράσεων στην Ιταλία. Ο περιβόητος σήμερα αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και Υπουργός Εσωτερικών, ο αρχηγός της Λέγκας του Βορρά, Ματέο Σαλβίνι, σχολιάζοντας στους δημοσιογράφους κάποια αμφισβητούμενα νούμερα, ανέφερε πως «αυτά που διαβάζετε στις εφημερίδες έχουν την αξιοπιστία του Topolino«. Για όσους δεν το ξέρουν, το Topolino είναι το ιστορικό περιοδικό Disney στη γειτονική χώρα. Όπως συμβαίνει και με το δικό μας «Μίκυ Μάους», πρόκειται για το έντυπο με το οποίο εκατομμύρια παιδιά ανά γενεές μαθαίνουν να διαβάζουν. Και αυτό το περιοδικό το τελευταίο διάστημα βλήθηκε πανταχόθεν.
Λίγο μετά, ο κεντροαριστερός πολιτικός Carlo Calenda, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αναγνωστική κουλτούρα του Σαλβίνι, αναρωτήθηκε αν στη λίστα βιβλίων που έχει διαβάσει ο τελευταίος προσμετρούνται και τα Topolino. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η δήλωση του φιλοσόφου και πρώην Δημάρχου της Βενετίας, Massimo Cacciari: «Αν ο κόσμος είχε διαβάσει μερικά περισσότερα βιβλία πέρα από Topolino, θα καταλάβαινε περισσότερα πράγματα».
Βέβαια, η «κομικσική» παράδοση στην Ιταλία είναι πολύ μεγαλύτερη, απ’ ό,τι στη χώρα μας, τόσο σε επίπεδο παραγωγής αλλά και σε επίπεδο εκδόσεων, μεταφράσεων, αναγνωστών. Και αυτό φάνηκε πολύ καθαρά από την ένταση των αντιδράσεων από τους συντελεστές αλλά και όσους μεγάλωσαν, και συνεχίζουν να μεγαλώνουν, με αυτά τα περιοδικά, τόσο στα παραδοσιακά μέσα όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο διευθυντής του περιοδικού, Alex Bertagni, δήλωσε στη γνωστή ιταλική εφημερίδα la Repubblica
«Με θλίβει λίγο άνθρωποι ειδικοί και καταρτισμένοι να μιλάνε με τέτοια ελαφρότητα για ένα… εργαλείο όπως το Topolino, ένα περιοδικό που κατάφερε, στα σχεδόν 70 χρόνια εκδοτικής ζωής του, να παρακινήσει στην ανάγνωση πολλές γενιές αναγνωστών, δίνοντάς τους ερεθίσματα για την προσωπική τους ανάπτυξη και συμβάλλοντας συχνά στο χτίσιμο μίας δυνατής κριτικής σκέψης. Το Topolino έχει αυτή τη μεγάλη ικανότητα να διηγείται την πραγματικότητα που βλέπεις γύρω σου και να το κάνει με έναν τρόπο διασκεδαστικό και μόνο εκ πρώτης όψεως «ελαφρύ» ώστε να αρμόζει και σε ένα κοινό πιο νέο που συχνά το πλησιάζει κυρίως για τη μαγεία των περιπετειών του. Καταφέρνει να διαδίδεται χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο απλό και εύηχο, γι’ αυτό το λόγο αποτελεσματικό, και όποιος είναι ειδικός της επικοινωνίας γνωρίζει πόσο σύνθετο δύσκολο είναι να το καταφέρεις. Το Topolino είναι συχνά ένα «σημείο εκκίνησης» για προσωπικά μονοπάτια πλούσια σε ερεθίσματα και πάθη».
Την ίδια στιγμή, πλήθος ενημερωτικών σελίδων, από την Corriere Della Sera μέχρι την Huffington Post, αναπαρήγαγαν την είδηση της «κόντρας» του περιοδικού με τους πολιτικούς, με κυρίαρχο το σύνθημα «Σταματήστε να μας χρησιμοποιείτε σαν παράδειγμα αμάθειας!». Η εφημερίδα Il Foglio φιλοξένησε διπλή συνέντευξη με δύο από τους πιο δημοφιλείς σεναριογράφους ιστοριών με τους ήρωες του Disney, Francesco Artibani και Roberto Gagnor, ενώ ο θρυλικός πλέον σεναριογράφος και συγγραφέας Tito Faraci έδωσε τη δική του απάντηση μέσω του περιοδικό FQMagazine της εφημερίδας Il Fatto Quotidiano. Γελοιογράφοι όπως ο Mario Natangeloτοποθετήθηκαν με το δικό τους τρόπο στο ζήτημα.
Το γεγονός ότι εν έτει 2019 δημιουργείται η ανάγκη να εξηγηθούν αυτονόητα πράγματα, είναι, σίγουρα, απογοητευτικό. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποθαρρύνει όσους ασχολούνται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν τη μαγευτική τέχνη. Αντίθετα, όλοι -δημιουργοί, εκδότες, αναγνώστες- οφείλουν να απαντάνε με τον κατάλληλο τρόπο σε τέτοιες αστοιχείωτες τοποθετήσεις.
Όπως δεν είναι όλοι οι πολιτικοί κλέφτες και απατεώνες, όπως δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι αλήτες και ρουφιάνοι, έτσι δεν είναι και όλα τα κόμικς παιδικά ή ελαφρά αναγνώσματα. Μάλλον όσοι αναπαράγουν αυτήν τη στερεοτυπική άποψη κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια. Ας μην επιτρέψουμε όμως σε άτομα που όταν διάβαζαν κόμικς μάλλον κοιτούσαν μόνο τις εικόνες, να υποβιβάζουν στο δημόσιο λόγο αυτήν την ιδιαίτερη τέχνη στο σύνολό της.