Οριακά δεν είχα άλλη επιλογή από το να ξανά(x15)μπιντζάρω τους Δύο Ξένους (ή “το Δύο Ξένοι”- δεν ξέρω γιατί υπάρχουν άνθρωποι που μιλάνε έτσι) μέσα σε τρεις μέρες.
Πέρα, λοιπόν, από τα στερεότυπα, την διάχυτη τοξικότητα και την πιο δυνατή overall ερωτική ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, η προσοχή μου στράφηκε, αυτή τη φορά, περισσότερο στις μουσικές αναφορές (και στις κινηματογραφικές, αλλά αυτό θα το αναλύσουμε στο επόμενο κείμενο). Η πορεία της σχέσης του Κωνσταντίνου και της Μαρίνας γεννιέται, μεταμορφώνεται και καθορίζεται σχεδόν εξολοκλήρου από τα ακούσματά τους, τα οποία με την σειρά τους τονίζουν τις διαφορές, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των γενιών και των στρωμάτων της τότε εποχής.

Πριν την γνωριμία
Στα πρώτα δέκα λεπτά κιόλας της σειράς, η Μαρίνα μας συστήνεται χορεύοντας το Σαν Κολασμένη της Άννας-Μαρίας Λογοθέτη, κάτι που φαίνεται να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς της και να ευχαριστεί και την ίδια αυθεντικά. Από την άλλη, στο σπίτι του Κωνσταντίνου, το πρώτο ψήγμα της ιδιοτροπίας του μετά μουσικής, έρχεται όταν πετάει το κασετόφωνο από το οποίο η Φλώρα άκουγε το Άναψε Φωτιά της Καίτης Γκρέυ (θα το πετάξει στα σκουπίδια και θα το σπάσει νομίζω άλλες τρεις φορές μέχρι το πέρας της σειράς, αλλά πάντα είναι το ίδιο κασετόφωνο) και βάζει να ακούσει το Casta Diva. Έχουμε, δηλαδή, με το καλημέρα, δύο ανθρώπους που μουσικά στέκονται στα εντελώς δύο άκρα, μία χαώδη διαφορά. Και πάλι, εδώ, η μουσική είναι ο το πρώτο που μας αποκαλύπτει κάτι από το προφίλ τους.

Η πρώτη επαφή
Όταν στο δεύτερο επεισόδιο ο Κωνσταντίνος κάθεται στον καναπέ της εκπομπής, εισάγοντας καλύτερα το ποιος είναι, με την σοβαροφάνεια και την συστολή που τον διακατέχει, έρχεται να τον διακόψει, ξανά, κάτι εντελώς εκτός της αισθητικής του. Η Λένα Παπαδοπούλου που τραγουδάει τον Φαντάρο πάνω από το κεφάλι του, με την Μαρίνα να μη του δίνει καμία απολύτως σημασία, είναι η στιγμή που ξεκινάνε όλα. Εκείνος, δεν μπορεί να δεχτεί πως αυτή η υποκουλτούρα, όπως την χαρακτηρίζει, μπορεί να ασκεί τέτοια δύναμη πάνω του, να του θίξει τον εγωισμό και μετά να του προκαλέσει αυτό που τρέμει περισσότερο στην ζωή του, ντροπή.
Στην αρχή, φαίνεται να μην καταλαβαίνει και να μην τον ενδιαφέρει να γνωρίσει σε κανένα βαθμό μία γυναίκα που εκπροσωπεί όλα εκείνα τα οποία είναι εκτός της παιδείας του. Πολύ λίγο αργότερα, όμως, θα γοητευτεί και θα τσιμπήσει με το πείσμα της Μαρίνας. Όταν θα βρεθούν για δεύτερη φορά μαζί, παρουσίας της Ντένης, στο αμάξι του, παρακολοθούμε στην ουσία έναν μουσικό διάλογο. Η Μαρίνα επιλέγει να ανοίξει το στερεοφωνικό, από το οποίο ακούγεται -καθόλου τυχαία- το Είμαι κορίτσι ζόρικο από την Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Κωνσταντίνος απαντάει με την Πρέβεζα του Καρυωτάκη και ο επόμενος σταθμός που επιλέγει εκείνη, παίζει Σ’ όποιον αρέσουμε. Έχουμε να κάνουμε με δύο τραγούδια-καταφανή δήλωση προσωπικότητας από την μεριά της Μαρίνας και μία ακόμα δήλωση αυστηρότητας από την άλλη μεριά.
Το βράδυ εκείνο θα τους βρει μεθυσμένους αγκαλιά σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, να τραγουδάνε Της Καληνύχτας τα φιλιά, τραγούδι που ντύνει και την πρώτη των πρώτων τρυφερή στιγμή μεταξύ τους.

Το φλερτ
Το φλερτ στην σχέση αυτή, ανήκει, μουσικά, αποκλειστικά, στην Μαρίνα.
Σε μία από τις πολλές, καταπληκτικές σκηνές στην μπουάτ, όπου η Μαρίνα περιμένει μαζί με τους συμμαθητές της από την θεατρική σχολή, ο Κωνσταντίνος έρχεται συνοδεία της Μίνας και ακολουθεί μία διεκδίκησή του και από τις δύο, πάλι, με γνώμονα τις μουσικές επιλογές. Η Μαρίνα, όπως θα ήταν και το λογικό, επιδίδεται στο τσιφτετέλι, υπό την συνοδεία του Άναψε το τσιγάρο, ακούγεται, μάλιστα, και το σχόλιο της Άβας “Τι τα θες, παιδί μου; Η κλασική παιδεία φαίνεται”, φράση που για πρώτη φορά συνδέει την λαϊκότητα της Μαρίνας με την τέχνη. Η Μίνα, που βλέπει τον Κωνσταντίνο να γοητεύεται και από αυτήν την κίνηση, διαλέγει το Δώσε μου φωτιά του Μητροπάνου (εξαιρετική επιλογή, αν με ρωτάτε), έχοντας στο μυαλό της πως πρέπει να “κατεβάσει” το επίπεδό της για να τον συγκινήσει κι εκείνη. Υπάρχει, δηλαδή, μια συνεχής υποτίμηση των λαϊκών τραγουδιών και ένα σύμπλεγμα ανωτερότητας γύρω απ’ ό,τι τα περιβάλλει.
Ενώ, και μετά από αυτό, η Μαρίνα, προσπαθεί να έρθει πιο κοντά στον Κωνσταντίνο, κυρίως με το να μαθαίνει εντατικά πράγματα που θα τον εντυπωσιάσουν, την στιγμή που εκφράζει ανοιχτά τι νιώθει για εκείνον, το κάνει με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει. Του τραγουδάει Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δούκισσα, του αφιερώνει Το Μεγάλο Μυστικό μου της Καίτης Χωματά, γιατί, πλέον, την ενδιαφέρει να την δει. Προφανώς, ο Κωνσταντίνος, έχει υποκύψει, ήδη, στα συναισθήματά του, αλλά φαίνεται να ενδίδει και στα μουσικά γούστα της.

Η Χαρούλα
Όταν, επιτέλους, ο παράνομος έρωτας μεταξύ των δύο έχει αποκορυφωθεί, έρχεται το διήμερο στις Σπέτσες, που σηματοδοτεί την αλλαγή του Κωνσταντίνου, από έναν αγκυλωμένο, μίζερο άνθρωπο, σε κάποιον που, τελικά, ίσως και να του αρέσει να ζει. Οκ, αυτό είναι και το ίδιον των ερωτευμένων, να ζουν, μαζί. Το πόσο, όμως, έπαιξε ρόλο σε αυτό η συνεχής μουσική υπόκρουση της Χαρούλας Αλεξίου, είναι το χαρακτηριστικότερο όλων των μουσικών αναφορών της σειράς.
Στα δωμάτια με την ταβέρνα που φιλοξενούνται, δεν υπάρχει ούτε μισό δευτερόλεπτο που να μην ακούγεται Χάρις Αλεξίου. Προφανώς, ο Κωνσταντίνος δυσανασχετεί και με αυτό στην αρχή και του λένε πως “Άνθρωπος που δεν αγαπάει την Χαρούλα, δεν είναι καλός άνθρωπος”.
Περνάνε ώρες με την ίδια μουσική υπόκρουση για να ακολουθήσει το ερώτημα από την Μαρίνα “Καλά, δεν ακούς Χαρούλα;”. Ο Κωνσταντίνος την ειρωνεύεται, της λέει πως δεν το θεωρεί κενό για την μουσική του παιδεία, και ότι στα νιάτα του άκουγε κλασικούς, “όχι προκλασικούς, αυτό το λένε όλοι”, ύμνους του Βυζαντίου, λαϊκή μουσική των φυλών της Αφρικής και συμφωνικό ροκ. Της λέει, επίσης, πως δεν είναι σνομπ με τα ελληνικά, άκουγε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη “όταν ήθελε να πλησιάσει την μουσική των λαϊκών στρωμάτων” και πως η μητέρα του του απαγόρευε να πηγαίνει σε συναυλίες, γιατί πίστευε ότι στις λαϊκές τάξεις των μουσικών είχαν παρεισφρήσει αριστεριστικά στοιχεία, τα ακίνδυνα ήταν μόνο η Λυρική και το Εθνικό Θέατρο. Επανέρχεται και στην Χαρούλα, λέγοντας πως αυτή είναι μουσική για παιδάκια και για μπουζούκια ούτε λόγος.
Μία τόσο εκφυλισμένη άποψη για την λαϊκή σκηνή, καθαρά βάσει διαφοράς των τάξεων, όπως και γινόταν αντιληπτή από όσους μεγάλωναν σε αστικές οικογένειες στα 60s-70s και 80s πιθανότατα. Τα μπουζούκια, που λέμε, ήταν εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης των πλουσίων και πάντα ερμήνευαν τις βάναυσες αντιξοότητες των κατωτέρων στρωμάτων, που συνδέονταν άμεσα με αριστερές ιδεολογίες, άρα επικίνδυνες, για την ελίτ του τότε.
Τα έχει πει για το ρεμπέτικο, δυστυχώς, ο Χατζιδάκις πολύ καλύτερα.

Επιστρέφω. Καθώς ο Κωνσταντίνος βρίσκεται με την Μαρίνα σε ένα ακόμα γλέντι προς τιμή της Χαρούλας και βλέποντας την να σφύζει από ζωή δίπλα του, αποφασίζει μοιραία να αφεθεί κι εκείνος, υπό την μελωδία του Μπαρμπαγιαννακάκη. Είναι ταυτόχρονα αστείο και τόσο συγκινητικό ότι με ένα τέτοιου είδους κομμάτι αποφάσισε να αποτινάξει, έστω και για μία στιγμή, κάθε συντηρητισμό και να αφήσει την Μαρίνα να τον κάνει να λάμψει.
Ο χωρισμός
Στους τσακωμούς και χωρισμούς των Δύο Ξένων μιλάμε οριακά για iconic μουσική επένδυση.
Φυσικά, το πρώτο που έρχεται στο μυαλό είναι η Μαρίνα να καίει τα βιβλία στην παραλία, με τον Κωνσταντίνο λίγο παραδίπλα σε μια άλλη παραλία να υποφέρει εξίσου, ενώ παίζει η Γύφτισσα Μέρα του Πουλόπουλου, είναι σχεδόν βίντεο κλιπ αυτή η σκηνή.
Η αγαπημένη μου σκηνή, όπου η Ρένα Κουμιώτη τραγουδάει με την Μαρίνα απέναντί της στην εκπομπή, σχεδόν ανατριχιαστική.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως και ο πόνος του Κωνσταντίνου, πλέον εκφραζόταν μέσα από κομμάτια λαϊκά, ρε ματζόρε, που του είπε και η Τανσού. Όταν πλησιάζει και τελικά κάθεται διπλά στο ραδιόφωνο για να ακούσει προσεκτικά το Ένας Κόμπος η Χαρά μου ή όταν σηκώνεται για να χορέψει με τον Τόλη το Έτσι είναι οι ανθρώποι του Νταλάρα, ή στο ζεϊμπέκικό του με το Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή (εννοείται και εδώ Χαρούλα), αυτό μεταφράζεται σε κάτι πιο βαθύ. Όχι απλά πενθεί έτσι την απουσία, αλλά υιοθετεί τον τρόπο που του δίδαξε η γυναίκα την οποία αποστρεφόταν για αυτό.
Άκρως σημαντική προσφορά στην pop κουλτούρα, είναι, ασφαλώς, και το ΓΗΡΝΑ ΠΙΣΟ Ή ΕΣΤΟ ΤΕΙΛΕΦΟΝΑ, όπως και το Paint it Black την στιγμή της μεγάλης κρίσης του Κωνσταντίνου.

Όπως είπα και στην αρχή, ο έρωτας αυτός δημιουργείται και αλλάζει μορφές, παίρνει σώμα και ζωή, μέσα από την μουσική. Σίγουρα, η προσωπικότητα και οι μουσικές επιρροές της Μαρίνας (και το ότι είναι Σαρακατσάνα) τον διαμορφώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό, αλλά αυτό είναι κάτι που μακροπρόθεσμα βοήθησε στην συνειδητοποίηση και την άνθιση ενός μυαλού, που παρέμενε για πολλά χρόνια, απλά, ένα μυαλό
Το παρόν κείμενο, καθώς και άλλες σκέψεις της Σάντρας τις βρίσκετε εδώ!
Ρίχνετε μια (πιο συχνή) ματιά, αξίζει!