Κάθε λέξη, από την πιο μικρή έως και την πιο περίπλοκη, κρύβει μέσα της μια ξεχωριστή δύναμη. Ο γραπτός λόγος είναι ικανός να διαμορφώσει συνειδήσεις, να μεταβάλλει αντιλήψεις, αλλά και να κατευθύνει τον ανθρώπινο νου προς μία πορεία. Ο συγγραφέας έχει στα χέρια του την πένα του, η οποία, κατά μία έννοια, δύναται να αποτελέσει ένα πολύ επικίνδυνο όπλο, σιωπηλό και αόρατο, αλλά ταυτόχρονα καταστροφικό και πανίσχυρο.
Στην ταινία του John Carpenter με τίτλο In the Mouth of Madness (1994), ο ερευνητής John Trent (Sam Neil) προσλαμβάνεται από μια ασφαλιστική εταιρία για να βρει τον εξαφανισμένο συγγραφέα βιβλίων τρόμου Sutter Cane (Jürgen Prochnow). Με τη βοήθεια της συνεργάτιδάς του Linda (Julie Carmen), ο John θα ανακαλύψει μια ξεχασμένη γωνιά της αμερικάνικης υπαίθρου, στην οποία ζουν άνθρωποι που μοιάζουν με τους χαρακτήρες του Cane και όσα συμβαίνουν φαίνεται να αντικατοπτρίζουν τα γεγονότα των βιβλίων του. Σύντομα, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας θα χαθεί και ο John θα αμφισβητήσει ακόμα και την ίδια του την ύπαρξη.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομαχτικό για έναν ορθολογιστή από το να ανακαλύψει ότι όλη του η ζωή βασίζεται σε ένα ψέμα. Ο Carpenter επιλέγει για πρωταγωνιστή το μεγαλύτερο στραβόξυλο που υπάρχει, έναν άνθρωπο που φαίνεται να έχει χάσει οποιαδήποτε επαφή με τη συναισθηματική του πλευρά. Ο John σκέφτεται μόνο με την λογική, εμπιστεύεται τα δεδομένα, το ένστικτό του και τίποτε άλλο. Για αυτό και είναι πολύ ενδιαφέρον να βρίσκεται πρώτος από όλους στο μάτι του κυκλώνα, με την πραγματικότητα γύρω του να αλλάζει ολοσχερώς και τον ίδιο να επιμένει ότι υπάρχει μια λογική εξήγηση πίσω από καθετί ανεξήγητο που συμβαίνει.
Η ταινία αποτελεί φόρο τιμής στις ιστορίες του H.P. Lovecraft, ο οποίος καταπιάστηκε με τον φόβο για το άγνωστο, την αγωνία του καθημερινού ανθρώπου που έρχεται σε σύγκρουση με δυνάμεις πέρα από την κατανόησή του. Εδώ, ο κεντρικός ανταγωνιστής είναι ο ίδιος ο Sutter Cane, ο οποίος έχει συνάψει συμμαχία με κάποια μυστηριώδη οντότητα, και επιχειρεί μέσα από τα βιβλία του να αυξήσει την δύναμή του και να αναδειχθεί σε θεό. Μέσα από τις ιστορίες του, καταφέρνει να αλλοιώνει την πραγματικότητα. Η πόλη στην οποία βρίσκεται ο John είναι δημιούργημά του, οι κάτοικοί της προϊόντα της φαντασίας του και ο ίδιος ο John ο πρωταγωνιστής του τελευταίου του βιβλίου.
Τα πάντα είναι προκαθορισμένα για τον δυστυχισμένο χαρακτήρα του Sam Neil και το τέλος της ιστορίας είναι πράγματι έντονα λαβκραφτικό. Βγάζει μία απογοήτευση, μία κάποια ματαιότητα. Η παράνοια του Sutter Cane εξαπλώνεται και με κάθε λεπτό που περνάει, ο φόβος του θεατή μεγαλώνει. Η ταινία, λοιπόν, δεν βασίζεται στα jump scares για να προκαλέσει τον τρόμο, αλλά στην αβεβαιότητα προς το άγνωστο, όπως την είχε περιγράψει και παρουσιάσει στα δικά του έργα ο ίδιος ο H.P. Lovecraft.
Όπως και κάθε έργο του οποίου ο δημιουργός είναι μεγαλοφυΐα, το In the Mouth of Madness γίνεται ακόμα καλύτερο από τις μικρές λεπτομέρειες που συνοδεύουν κάθε σκηνή. Ο John Carpenter είναι φημισμένος λεπτολόγος και εδώ το αποδεικνύει περίτρανα. Κάθε βιβλίο του Sutter Cane είναι μια αναφορά σε ένα αντίστοιχο του Lovecraft. Τα εξώφυλλα των βιβλίων δε, προοικονομούν όχι μόνο το τέλος, αλλά ολόκληρη την πορεία που θα ακολουθήσει η πλοκή— μία κίνηση εκ μέρους του Carpenter που φανερώνει τρελή αφοσίωση στο πρότζεκτ του, αλλά και αγάπη προς όλους τους παρανοϊκά παρατηρητικούς fans.
Είναι, όμως, η ταινία του 1994 ένα αριστούργημα; Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία της που την κρατάνε πίσω. Η ροή της ιστορίας είναι υπερβολικά αργή ανά στιγμές, κάτι που επιβαρύνει το συνολικό μυστήριο που πλέκει ο Michael De Luca (ο συγγραφέας της ταινίας), καθώς μειώνεται σημαντικά το σασπένς. Θα μπορούσε, δηλαδή, να ήταν φτωχότερη κατά μία-δυο σκηνές, χωρίς να είναι κατά συνέπεια και φτωχότερη σε ποιότητα. Επίσης, το συνολικό αποτέλεσμα μου άφησε μια αίσθηση να θέλω περισσότερο– όχι απαραίτητα με την καλή έννοια. Ήταν λες και ο Carpenter είχε τα σωστά υλικά στον πάγκο του και δεν τα χρησιμοποίησε με το σωστό τρόπο. Θα μπορούσε να «χτίσει» την πλοκή της ταινίας σε πιο μεγάλη κλίμακα, να την κάνει λίγο πιο «κινηματογραφική» (γιατί, ανά ώρες, το αποτέλεσμα βγάζει κάτι το «τηλεοπτικό»). Βέβαια, να σημειωθεί ότι με αυτό έχει να κάνει και το σχετικά περιορισμένο budget που είχε, που τον ανάγκασε να κινηθεί διαφορετικά και να αλλάξει κομμάτια της ιστορίας, όπως το τέλος.
Στην κριτική μου για το Mandy του Πάνου Κοσμάτου, είχα γράψει ότι είναι μία παραγωγή που απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένο κοινό. Κατά μία έννοια, το In the Mouth of Madness εμπίπτει στην ίδια κατηγορία. Είναι μια ταινία τρόμου που πιθανώς να απομακρύνει όσους ικανοποιούνται από σύγχρονα blockbusters του είδους, όπως το The Nun και το Annabelle. Από την άλλη, για τους fans ιστοριών όπως τα Βουνά της Τρέλας και ο Βασιλιάς Με Τα Κίτρινα, το έργο του Carpenter θα προσφέρει μια ιδιαίτερα απολαυστική προβολή— ιδιαίτερα σε μια εποχή στην οποία αξιόλογες κινηματογραφικές δουλειές με παρόμοια θεματολογία είναι δυσεύρετες.