Η μεταφορά ξένων κόνσεπτ στην ελληνική πραγματικότητα είναι ένα δύσκολο, αλλά αναπόφευκτο εγχείρημα. Από τη μια, η επιρροή των ξενόγλωσσων κόμικ στους Έλληνες δημιουργούς είναι δεδομένη και καλοδεχούμενη, από την άλλη, όμως, ο δανεισμός ξένων ιδεών πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε να ενσωματώνεται οργανικά στην εγχώρια πραγματικότητα. Μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί και η Ηρωική Υπόθεση του κου Γκούνεμπεργκ σε σχέδιο και σενάριο του Gounis. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κυκλοφορία διαφοροποιείται σε πολλά επίπεδα από άλλες εγχώριες κυκλοφορίες κόμικ. Η ιδιαιτερότητα της Ηρωικής Υπόθεσης αποκαλύπτεται ήδη από το γιγαντιαίο -για τα δεδομένα αυτοέκδοσης- μέγεθος που φτάνει σε ύψος τα 35 εκατοστά. Ωστόσο, η έκπληξη μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, όταν αρχίζει η ανάγνωση, αφού η ιστορία δεν ξεδιπλώνεται με τον κλασικό κομιξικό τρόπο, αλλά μέσα από άρθρα εφημερίδων, συνεντεύξεις και αποσπάσματα βιβλίων που έχει μαζέψει ο γιός του κου Γκούνεμπεργκ. Κοινή θεματική όλων αυτών των αρχείων είναι η προσπάθεια του πατέρα του να ανακαλύψει την τοποθεσία στην οποία βρίσκονται οι υπερήρωες, οι οποίοι εξαφανίστηκαν εν μέσω οικονομικής κρίσης, αφήνοντας τους κατοίκους της Αθηνοπόλεως, της μητρόπολης της Μεγάλης Ηπείρου, στο έλεος των εγκληματιών και των φυσικών καταστροφών.
Εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς πως η συγκεκριμένη προσπάθεια είναι εξαιρετικά φιλόδοξη και διαθέτει μπόλικη διάθεση για πειραματισμό. Δυστυχώς, όμως, όπως θα δούμε σύντομα, αυτό δεν σημαίνει πως το αποτέλεσμα είναι πάντοτε θετικό. Πρώτα απ’ όλα, η ιδιαίτερη αφήγηση παρουσιάζει αποστασιοποιημένα τα γεγονότα, απαγορεύοντας την όποια συναισθηματική σύνδεση των αναγνωστών με τους χαρακτήρες, οι οποίοι -πέρα από μερικές εξαιρέσεις- αναπτύσσονται ελάχιστα. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαιτερότητα της προσπάθειας, αυτό μπορεί εύκολα να το παραβλέψει κανείς. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως η ιστορία δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, ή τέλος πάντων σε μια εναλλακτική εκδοχή της, ή όχι. Από τη μια, χρησιμοποιεί την οικονομική κρίση ως το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται η πλοκή, αλλά από την άλλη ποτέ δεν επιδιώκει να συνδεθεί με την ελληνική οικονομική κρίση και την εγχώρια πραγματικότητα. Έτσι, η παρουσία χαρακτήρων όπως ο Αλέξανδρος Λούθορ μοιάζει άστοχη για τα ελληνικά δεδομένα (ή τουλάχιστον δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να προσαρμοστεί σε αυτά), ενώ η αναφορά σε χαρακτήρες, όπως τα Χελωνονιντζάκια, τον Πακ-Μαν ή τον Judge Dredd, είναι απόλυτα επιφανειακή και ανούσια, αδικώντας μια προσπάθεια η οποία ναι μεν επιδιώκει τον πειραματισμό, αλλά καταλήγει στην ασφάλεια που προσφέρει η αναφορά σε αγαπητά πρόσωπα της ποπ κουλτούρας.Το πρώτο τρίτο της ιστορίας, λοιπόν, προσγειώνει απότομα τους αναγνώστες, αφού αποδεικνύεται πολύ λιγότερο ενδιαφέρον απ’ ότι είχε υποσχεθεί αρχικά. Οι χαρακτήρες είναι ανύπαρκτοι, το μυστήριο λύνεται εξαιρετικά εύκολα, χωρίς ίχνος αγωνίας (η οποία έτσι και αλλιώς ήταν δύσκολο να δημιουργηθεί μέσα από άρθρα εφημερίδας) και το χτίσιμο κόσμου λιγότερο ευφάνταστο απ’ όσο όφειλε να είναι.
Ξαφνικά, όμως, όλα αλλάζουν. Το μυστήριο παίρνει μια απροσδόκητη τροπή, η εξαφάνιση του “Superman” αποκτάει εξαιρετικά ενδιαφέρον υπόβαθρο και στη συνέχεια η αφήγηση εξελίσσεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό, το οποίο εντάσσει με έξυπνο τρόπο στοιχεία της ελληνικής ιστορίας των προηγούμενων δεκαετιών. Σύντομα, όμως, διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά πως η εκτέλεση δεν εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ενδιαφέρουσες ιδέες του σεναρίου και αυτό που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πρωτότυπη εξερεύνηση των ανθρώπινων κοινωνιών, καταλήγει σε ένα απλοϊκό μανιφέστο, το οποίο θα’ θελε να είναι βιβλίο της Ούρσουλα Λε Γκεν, αλλά δυστυχώς δεν διαθέτει τίποτα από την περιπλοκότητα των οραμάτων της συγγραφέως. Η παρουσίαση του κόσμου γίνεται μέσω διαρκών επεξηγήσεων και οι χαρακτήρες μετατρέπονται σε φερέφωνα απόψεων, τις οποίες το σενάριο ποτέ δεν δοκιμάζει πραγματικά, όχι για να ασκήσει κριτική σε πολιτικό επίπεδο, αλλά για να δημιουργήσει έστω και λίγο δραματουργικό ενδιαφέρον.
Συνοψίζοντας, η φιλόδοξη ιδέα και η εκκεντρική αφήγηση των Ηρωικών Υποθέσεων του κου Γκούνεμπεργκ μπορεί να κεντρίζουν αρχικά το ενδιαφέρον, αλλά όσο περνάει η ώρα αποδεικνύoνται ανεπαρκείς, καθώς η ιστορία δεν αντέχει το βάρος των ανύπαρκτων χαρακτήρων και των καλοπροαίρετων, αλλά απλοικά παρουσιασμένων ιδεών που περισσότερο ανήκουν σε κάποιο μανιφέστο, παρά σε μια ιστορία με δραματουργικές ανάγκες. Κάθε προσπάθεια για υπερηρωική αποδόμηση και κριτική του κυρίαρχου συστήματος οφείλει να μην θυσιάζει την περιπλοκότητα υπέρ της κατάθεσης προσωπικών απόψεων, διότι στην τελική μόνο η ίδια η ιστορία βγαίνει χαμένη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, και παρά τις αδυναμίες που προσωπικά εντόπισα, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η ανάγκη για παρόμοιες προσπάθειες που έχουν διάθεση να πουν κάτι διαφορετικό.