Χρειάστηκαν σχεδόν 40 χρόνια προκειμένου οι δημιουργοί που μεγάλωσαν με τους ήρωες της Χρυσής και της Ασημένιας περιόδου να βρουν τον απαραίτητο χώρο για να μπορέσουν να μιλήσουν για τα υπερηρωικά σύμβολα με έναν τρόπο διαφορετικό. Έναν τρόπο που δε θα ηρωοποιούσε το κοινωνικό κατεστημένο, ή τον αστικό νόμο, αλλά θα τον επανεξέταζε, εστιάζοντας στο καταπιεστικό του πλαίσιο ή τον δομικό ρατσισμό και κοινωνικό αποκλεισμό, στον οποίο βασίζονται οι δυτικές κοινωνίες.
Ακολουθώντας την ίδια πορεία, αλλά με πολύ περισσότερες λοξοδρομήσεις και επιτήρηση, ο υπερηρωκός κινηματογράφος χρειάστηκε και αυτός 40 χρόνια, μία έκρηξη δημοφιλίας που ολοκληρώνεται τη δεκαετία που μας αφήνει και τη δημιουργία ενός μονοπωλιακού τέρατος που απειλεί να καταπιεί τα πάντα προκειμένου να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες τεχνικά, καλλιτεχνικά και, κυρίως, δημοσιονομικά προκειμένου να βγει μια ταινία σαν το Joker.
Γιατί τελικά το Joker του Todd Philips, σκηνοθέτη απαράδεκτων ταινιών, όπως το Ηangover 2, έρχεται να κλείσει τα 10s, που σημαδεύτηκαν από την επαναθεμελίωση της nerd κοινότητας στα πρωτεία της μαζικής κουλτούρας, με ήρωες να σώζουν τον κόσμο, επικές μάχες και πολύ ανθρώπινες προσεγγίσεις. Eπιστέγασμα όλου αυτού ήταν και το επίσης φετινό Endgame, μια ταινία που γιόρταζε όλη τη χαρούμενη, θετική πλευρά του υπερηρωικού κινηματογράφου, κεφαλοποιώντας τα βασικά χαρακτηριστικά του.
Το Joker έρχεται σαν το σκοτεινό συμπλήρωμα αυτής της γιορτής, ο παράξενος και ακάλεστος ξένος που έρχεται όταν η πόρτα κλείνει και χορεύει μανιασμένα δίπλα σε όσους δεν τον κάλεσαν. Απέναντι στους λαμπρούς ήρωες αντιτάσσει μια σειρά από χαρακτήρες που έχουν εξωθηθεί στα όριά τους. Στο λαμπρό status quo την οργή και τη διαμαρτυρία όσων έμειναν απέξω. Στις υπεροπτικές κραυγές όσων καλούν σε αριστεία, τα γέλια των ανθρώπων που δεν έχουν με τι να γελάσουν.
Γιατί τελικά το Joker, παρά τις φωνές και τις μυωπικές κρίσεις ακόμα και κάποιων συντελεστών του, είναι μια ταινία υπερηρωική και βασικά κοινωνική. Για τους δεκάδες κλόουν που διαμαρτύρονται ενάντια στους πλούσιους του Gotham, ενάντια στην σκύλευση των ανθρώπων με ψυχικές ασθένειες, ενάντια στην εκμετάλλευση. Όλα αυτά υπάρχουν έντονα στο Joker και σε αυτά μπορεί να στηριχθεί μια κριτική απέναντι τόσο στο υπερηρωικό είδος, αλλά και κυρίως στην καθημερινότητά μας. Και πάνω σε αυτά μπορεί να στηριχθεί μια κριτική απέναντι σε φωνές μίσους.
Η ίδια η ταινία παίρνει στοιχεία από πολλά έργα, και την ίδια στιγμή ανοίγει συζητήσεις με αυτά. Από το Scorsese- ικό corpus αντλείται, πέρα από ένα μεγάλο μέρος της κινηματογραφίας, που μας κάνει να σκεφτόμαστε πόσο (ακόμα) καλύτερη θα ήταν η ταινία αν την είχε αναλάβει όλη ο αμερικανοιταλός, και η έννοια της πόλης ως καζάνι που βράζει. Είναι αρκετά παράξενο για κάποιον που έχει συνηθίσει το Gotham ως ένα τοπίο κατά βάση νυχτερινό και βροχερό, να βλέπει αυτή τη ζωντανή μητρόπολη να βράζει μέσα στη ζέστη, την αποφορά από τα σκουπίδια και, κυρίως, την κοινωνική οργή που είναι διάχυτη και στοχευμένη. Μια πόλη που φαίνεται έτοιμη να αλλάξει, χωρίς όμως να ξέρει ακριβώς το σε τι. Όπως και η πόλη, έτσι και οι κάτοικοι της είναι στο όριο. Δοκιμάζονται από τη φτώχεια, τη στέρηση βασικών δημόσιων υπηρεσιών που ιδιωτικοποιούνται και την κοροϊδία των εχόντων.
Σε χειρότερη θέση από όλους είναι άλλωστε οι ψυχικά νοσούντες, οι οποίοι δεν μπορούν να βρουν παρηγοριά ούτε στο συνανήκειν. Ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, Arthur Fleck, είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, που χρειάζεται βοήθεια την οποία όλοι του αρνούνται. Εκείνοι τελικά ζητούν από αυτόν περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει και καταλήγει χωρίς να έχει τίποτα. Για πολύ, πολύ καιρό. Στο τέλος χάνει μέχρι και την ταυτότητά του, για να βρει μία άλλη, στο σύμβολο της κοροϊδίας και του φόβου των εχόντων, που είναι την ίδια στιγμή σύμβολο εξέγερσης.
Όλη η αργή μεταμόρφωση ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου στον εμβληματικό Joker είναι άλλωστε και ένας συνεχιζόμενος διάλογος με δύο άλλα πολύ κομβικά έργα οπτικά και, πολύ πιο σημαντικά, θεματικά. Το Killing Joke, το κλασικό έργο του Αlan Moore και την προπροηγούμενη, νιχιλιστική εμφάνιση του Joker, από τον Heath Ledgers. Ούτε το παρελθόν του, παρότι η καταγωγή του είναι ουσιαστικά άγνωστη, μας είναι ξένο (ή multiple choice) όπως αφήνουν να εννοηθεί και οι δύο άλλες εκδοχές.
Σε αντίθεση με αυτές τις δύο περσόνες, ο Joker του Phoenix μας ξεδιπλώνεται εξονοχυστικά, σε μια οπτική κατάδυση προς τη μάσκα. Δε χρειάστηκε «απλά μια κακή μέρα» για να αλλάξει η ζωή του, όλη ήταν μια συνεχιζόμενη απογοήτευση, ενάντια στην οποία ο ίδιος αγωνίστηκε σκληρά για να αντέξει. Ενάντια στο στίγμα της ψυχικής ασθένειας, ενάντια στον τραμπουκισμό από συναδέλφους και την έλλειψη φίλων. Ενάντια στην άρνηση από το (όνομα του) Πατέρα και τον βασανισμό από τη μητέρα για τη μη ικανοποίηση των δικών της θέλω. Ούτε ήθελε «απλά να δει τον κόσμο να καίγεται»…
Πιο σημαντικό όμως είναι το ότι, σε αντίθεση με τις δύο παραπάνω φιγούρες, των οποίων η κριτική είναι βάσιμη (για την εποχή της) αλλά τελικά η ηθική δικαίωση (πρέπει να) πηγαίνει πάντα στον Batman που τους νικούσε (του Moore με κατανόηση, του Nolan με σιδερένια, συντηρητική πειθαρχία), ο σύγχρονος Joker, πολύ κοντά στους Socresse -ικούς τύπους, όπως το Taxi -Driver και το Oργισμένο Είδωλο, δεν έχει απέναντι του κανένα σύμβολο τάξης.
Ό ίδιος ο Bruce Wayne, που κάνει ένα πέρασμα, είναι παιδί και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο Thomas Wayne, ως φιγούρα εξουσίας, προσφέρει μόνο ειρωνείες και απειλές. Ο αυταρχικός νόμος είναι απών, άρα η ίδια η κριτική της οργής ρέει χωρίς σταματημό.
Είναι πολύ ιδιαίτερη βέβαια αυτή η οργή και στην εποχή μας θα μπορούσε να ξεφύγει σε οργή εναντίον αθώων. Η incel μισογύνικη βία, οι ρατσιστικές επιθέσεις της ακροδεξιάς alt right, η οργή ανθρώπων στους οποίους υποσχέθηκαν ένα ελάχιστο μερίδιο εξουσίας, πάντα επειδή είναι λευκοί άνδρες, είναι πλέον ένας ξεκάθαρος κίνδυνος για όσους δε βρίσκουν τον εχθρό τους δίπλα τους. Είναι μάλιστα δεδομένο πως ο Joker, ως meme έχει χρησιμοποιηθεί ήδη από αυτές τις ιδεολογίες σε χώρους που έχουν κατακλύσει, όπως η gaming κοινότητα. Όμως η απόπειρά τους να πάρουν μια τέτοια ταινία με το μέρος τους είναι, και πρέπει να είναι, αποτυχημένη.
Το Joker έχει ως βάση μια οργή ταξική στο μεγαλύτερο μέρος. Αξιοποιεί στοιχεία που σε άλλες υπερηρωικές ταινίες θα έμεναν στο περιθώριο ή και τελείως παραγκωνισμένα και τα φέρνει στο προσκήνιο. Την ίδια στιγμή συζητά ταυτοτικά ζητήματα του είδους, όπως ο ατομικισμός, η επιμονή στο no politica. Είναι αυτή η επιμονή στο προσωπικό που σε μεγάλο βαθμό σπρώχνει τον χαρακτήρα στα όρια, και μετά πέρα από αυτά, είναι αυτή η άρνηση της ταξικής πηγής των προβλημάτων του που τον οδηγεί σε μια συμβολική πράξη βίας που γίνεται ο καταλύτης της έκρηξης. Όμως είναι μέσα στο χάος αυτής της έκρηξης που ο Joker πλέον, με το αναγνωρίσιμο κοστούμι και γέλιο, βρίσκει μια ταυτότητα με την οποία νιώθει άνετα.
Ο Joker βρίσκει στη βία την κάλυψη της ανάγκης του για επικοινωνία, την στιγμή που κάθε άλλος φορέας, οικογενειακός, προσωπικός και κοινωνικός, του την αρνείται. Και η βία του είναι αναγνωρίσιμη από όλους. Ως υποκείμενο, ο Joker έχει δει τον εαυτό του να διασπάται και να αποξενώνεται από κάθε ταυτότητα: από αυτή του κωμικού, από αυτή του άνδρα, από αυτή του γιου. Η μόνη έκφραση που του μένει είναι αυτή του χαοτικού θεάματος, σε μια κοινωνία που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο θέαμα χωρίς θεατές, σε σκιαγραφήσεις χωρίς αντικείμενα σκιαγραφούμενα: σκιές μέσα σε σκιές.
Ναι, το Joker δεν είναι μια επαναστατική ταινία, αλλά μάλλον μια κριτική ματιά στο τι γίνεται όταν η υπάρχουσα καταπιεστική κοινωνία αφήνεται στο να υπάρχει και να επεκτείνεται, διεκδικώντας να μας αποξενώσει ακόμα και την ίδια μας την εικόνα. Έτσι καθημερινοί άνθρωποι μετατρέπονται σε κλόουν που δε γελούν, αλλά σκοτώνουν.
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν και τα σημαντικά μειονεκτήματα της ταινίας, τα οποία οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ενθουσιώδη απειρία του Phillips να χειριστεί τόσο λεπτά θέματα. Ο ίδιος προτιμά μια συμβολική, εικονική απεικόνιση. Μπορεί αυτό να μας δίνει μια πολύ δυναμική φωτογραφία από τη μία, από την άλλη όμως πολλές φορές καταντά κραυγαλέα ή ακόμα και γραφική, σα να βγήκε από κινηματογραφικό εγχειρίδιο περασμένων χρόνων και ιδεολογιών. Αυτός ο διδακτισμός και η απλοποίηση, σαν να αυξομειώνεται η ταινία γύρω από το έλάχιστο κοινό πολλαπλάσιο του κοινού της ίσως είναι αναπόφευκτο σε μια υπερηρωική ταινία μαζικής κατανάλωσης, όμως την ίδια στιγμή το immersion πιο δύσπεπτο. Είναι πάντα πιο ενδιαφέρον το να δείχνεις από το να εξηγείς.
Αυτό όμως δε φαίνεται να επηρεάζει καθόλου τον ίδιον τον πρωταγωνιστή.
You don’t listen, do you?
Η ταινία είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που είναι εξαιτίας του Joaquin Phoenix ( Her, You Were Never Really Here), o οποίος δε δίνεται στον ρόλο με ένα ή δύο χαρακτηριστικά του. Αντίθετα βυθίζεται όλος, στο μυαλό και το σώμα του Joker, του ασθενικού αυτού ανθρώπου που άλλαξε μια πόλη για πάντα. Στις εκφράσεις του προσώπου του, στο εξαναγκασμένο και κυριολεκτικά άρρωστο γέλιο του, στο παραμελημένο σώμα του, στον ξέφρενο χορό του, όλα είναι ταγμένα στον ρόλο. Είναι από τις πιο ουσιώδεις ερμηνείες της χρονιάς και μία από τις σπάνιες φορές που μπορούμε στην εποχή μας να δούμε πως όλες οι πλευρές ενός χαρακτήρα, από την καταρρέουσα λογική του μέχρι τη διαρκώς αμφισβητούμενη αρρενωπότητα του, εκτίθενται στο κοινό με τέτοια εγγύτητα που τρομάζεις. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι μόνος του, όμως δεν υπάρχει ποτέ η αίσθηση της επανάληψης ή της κούρασης. Ο Τοdd κινηματογραφεί με έναν πολύ συνειδητοποιημένο, συμβολικό και ασφυκτικό τρόπο την καθημερινή ταλαιπωρία της απλής ύπαρξης του Fleck, την επίπονη άνοδο του στο κατώτερο επίπεδο αλληλεπίδρασης και, κυρίως, την αδυναμία του να επικοινωνήσει ουσιαστικά με κάποιον άλλο.
Αυτή την έλλειψη την νιώθε επίπονη και ο ίδιος και για αυτό προσπαθεί διακαώς να την αναπληρώσει με εικόνες τηλεοπτικές, ακόμα και περαστικών. Σε αυτό το σημείο αξίζει σίγουρα μια αναφορά η Zazie Beetz (Deadpool 2, Easy), η οποία προσφέρει μια εναλλακτική, ένα εσωτερικό παιχνίδι τύπου what if και ταυτόχρονα θολώνει τα όρια μεταξύ κοινής αντίληψης και επιθυμίας με έναν πολύ προσγειωμένο, ουσιαστικά αντιερωτικό τρόπο. Τελικά για τον Joker, την ανάγκη αυτής της επικοινωνίας την καλύπτει η ίδια του η ασθένεια.
Η ίδια η φιγούρα του Joker έρχεται σε αντίθεση με μια σειρά πατρικών προτύπων στην ταινία. Πρώτα με τον χαρακτήρα του Robert De Niro (Taxi Driver, Dirty Granpa, Irishman) ο οποίος σηματοδοτεί την αναγνώριση που επιθυμούσε ο Arthur, πρώτα και κύρια ως άνθρωπος. Ο ίδιος ο De Niro , ο οποίος ξαναζεί μέρες του Βασιλιά της κωμωδίας, έχει μια διπλή λειτουργία. Αφενός υπάρχει ως σύνδεσμος με τον κινηματογράφο καταγωγής του Joker, κυρίως του Scorsese και αφετέρου ως το πολικό αντίθετο του Αrthur. Ένας πετυχημένος κωμικός, με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του και την απόλυτη εμπιστοσύνη του κοινού, στο οποίο προσφέρει εύκολο γέλιο γελοιοποιώντας άτομα που αντιμετωπίζουν διάφορα θέματα, μια τακτική που είναι πολύ κοινή σε χαμηλού επιπέδου «κωμωδίες» που μεταχειρίζονται πολύ συχνά κακοποιητικό λόγο. Ίσως μια αυτοκριτική του σκηνοθέτη ή μία ασυναίσθητη αναφορά, ποιος ξέρει.
Ο δεύτερος είναι ο ίδιος ο Τhomas Wayne, (Brett Cullen – True Detective, The Dark Knight Rises) στη μοναδική εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη, κατά την οποία δε δολοφονείται ήδη από τους τίτλους αρχής. Γνωρίζοντας τον, βλέπουμε πως αποτελεί μια τυπική, αυτάρεσκη φιγούρα ξεκομμένη σε τέτοιο βαθμό από την κοινωνία, την οποία την ίδια στιγμή βαυκαλίζεται πως θα σώσει, που η σύγκρισή του με υπαρκτούς πολιτικούς μεγιστάνες, είναι αναπόφευκτη και την ίδια στιγμή ευκταία.
Ο πρώτος αρνείται στον Joker την ύπαρξη του ως κωμικού και ως ανθρώπου με ψυχικά προβλήματα. Ο δεύτερος ως ανθρώπου γενικά, χαρακτηρίζοντας τους φτωχούς κλόουν και ως γιου ειδικά, στερώντας του μια έστω έμμεση σχέση με τον Νόμο. Αμφότεροι πυροδοτούν τη χαοτική καταιγίδα του τέλους.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η ταινία θα μπορούσε να είχε γίνει και ανεξάρτητα από τα υπερηρωικά σύμβολα. Και θα ήταν και πάλι μια πολύ καλή ταινία. Σίγουρα όμως δε θα ήταν τόσο σημαντική για εμάς (και κερδοφόρα για τα στούντιο). Το εύπλαστο των κόμικ συμβόλων και χαρακτήρων είναι ουσιώδες στην εποχή μας, γιατί έχει καταστεί αναπόσπαστο σημείο του πως εξηγούμε στο μυαλό μας τον κόσμο. Έχει γίνει μια συμπληρωματική, συμβολική αφήγηση που μας επιτρέπει να γεμίζουμε τα κενά σε έναν κόσμο πολλών και αλληλοδιαπλεκομένων αφηγήσεων. Για αυτό και ως Joker και όχι απλά ως Arthur Fleck καθιστά την ταινία πιο εκρηκτική. Την ίδια στιγμή ανοίγει ένα πλαίσιο επαναδιαπραγμάτευσης με τους ίδιους τους χαρακτήρες, οι οποίοι πια δε δένονται στο μανιχαϊστικό τους πλαίσιο. Αν θέλαμε να βλέπουμε ξανά και ξανά ιστορίες της Ασημένιας περιόδου, ας βλέπαμε σε επανάληψη τον Σούπερμαν του 1978. Όμως ζούμε στο 2019 και κυρίως, ζούμε σε μια κοινωνία.