Μια γυναίκα, η ανώνυμη αφηγήτρια, έγινε διάσημη για μια viral ανάρτηση που έκανα στην πύλη, όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πλέον την καλούν να ταξιδέψει ανά τον κόσμο, να δώσει ομιλίες για τις νέες μορφές που λαμβάνει η γλώσσα, τις νέες μορφές επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών. Εκείνη έχει επιλέξει να ζει ολοκληρωτικά εντός της πύλης, να ανήκει στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», να αναμασά μαζικά αποδεκτές απόψεις, memes και ευφυολογήματα, μόνιμα συνδεδεμένη με την οικουμενική κυψέλη ανταλλαγής απόψεων και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, μα ψυχικά και συναισθηματικά αποσυνδεδεμένη, με βλέμμα νεκρό σαν μια κούκλα εγγαστρίμυθου, εθισμένη και παγιδευμένη στον κόσμο της πύλης και της οθόνης του κινητού της – μέχρι που η πραγματικότητα θα διεισδύσει στον ψηφιακό μικρόκοσμό της και θα την αποσπάσει βίαια από αυτόν.
Η Αμερικανίδα Patricia Lockwood απέκτησε διεθνή φήμη με το viral στο Twitter ποίημά της, Rape Joke, το οποίο ακολούθησε το αυτοβιογραφικό βιβλίο, Priestdaddy, που μάλιστα συμπεριέλαβε ο Guardian στη λίστα του με τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα. Με το λογοτεχνικό της ντεμπούτο, Κανείς δε μιλάει γι’ αυτό, που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά, κέρδισε το βραβείο Dylan Thomas και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Booker και το Women’s Prize for Fiction.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αποσπασματικό, πρωτότυπο και υβριδικό, η αφηγήτρια, alter ego της ίδιας της συγγραφέα, περιγράφει, σε σύντομες περιγράφους που θυμίζουν αναρτήσεις στα social media, μια κοινωνία (τη δική μας;) εθισμένη στην υπερπροσφορά και κατανάλωση πληροφοριών. Γρήγορες, ετερόκλητες εικόνες περνούν αστραπιαία από την οθόνη ερεθίζοντας, και εθίζοντας, τις νευρωνικές συνάψεις, βιντεάκια με νεκρούς ανθρώπους την κάνουν να γελά, μέχρι να συνειδοτοποιήσει πως αυτό που αναμένεται από εκείνη είναι να κλάψει, προσπαθεί να διαμορφώσει την ταξική της συνείδηση εκβιαστικά, εξαναγκαστικά και με τη βοήθεια του ψυχοθεραπευτή της, απότοκο του καθημερινού φόβου μήπως γίνει cancel, παραδοθεί στην πυρά της κατ΄επίφαση μόνο πολιτικής ορθότητας και της κουλτούρας του όχλου. Λευκοί άντρες ποστάρουν τα γεννητικά τους όργανα στο διαδίκτυο και αυτό μετατρέπεται σε μια meta, ειρωνική μορφή χιούμορ, ένας δικτάτορας, ανεστραμμένο είδωλο του Trump βρίσκεται στην εξουσία και ο λαός αγανακτεί, εξοργίζεται, κάνει τατουάζ «σταματήστε το» στον σβέρκο του, όμως απέχει από κάθε είδους έμπρακτη αντίσταση, τα πάντα είναι πιο πολιτικά και συνάμα καθόλου πολιτικά, η υφή της απτής πραγματικότητας διαρρηγνύεται, χάνει τη συμπαγή μορφή της και λιώνει μέσα στην οθόνη, την ψηφιακή, πλασματική ζωή εντός της πύλης. Οι άνθρωποι που ζουν στην πύλη βρίσκονται διαρκώς εν κινήσει, σε αναζήτηση του επόμενου meme, του επόμενου viral thread, ψυχαγωγικής τροφής και της επιθυμητής υπερέκκρισης ντοπαμίνης, του μοναδικού τρόπου που έχουν μάθει να υπάρχουν, σε ένα διεστραμμένο πανοπτικόν, ένα ψηφιακό καθαρτήριο στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικότητας και παραφροσύνης.
Η γραφή της Lockwood είναι ειρωνική και μεταμοντέρνα, η ματιά της κυνική και νιχιλιστική, αποσπασματική και κατακερματισμένη, θυμίζοντας την πρόζα της Jenny Offill και της Natasha Brown, και συνάμα λυρική και με ροή συνειδησιακή, πιστή στις ποιητικές καταβολές της συγγραφέα. Η σάτιρά της είναι σαρδόνια, καυστική, μπήγει το μαχαίρι στο κόκαλο των παθογενειών της γενιάς και της κοινωνίας της, με τον meta, εγκεφαλικό σχολιασμό των επίκαιρων memes και του σύγχρονου χιούμορ να φέρνει συχνά στον νου τον Bo Burnham και το αριστουργηματικό Inside του.
Η Lockwood είναι η πρώτη συγγραφέας που κατορθώνει να μιλήσει για τον εθισμό στο διαδίκτυο της γενιάς της, τη νέα γλώσσα και μορφές επικοινωνίας του Twitter και την παντοδυναμία στη διαμόρφωση χιούμορ του Reddit, όχι όμως με τρόπο συντηρητικό και διδακτικό, boomer όπως η αφηγήτριά της θα έλεγε, αλλά με φρεσκάδα, διορατικότητα και ανανεωτική ματιά. Συνομιλεί με την εποχή της, ούσα και η ίδια οργανικό μέρος της, μέσα από μια αψεγάδιαστη συναρμογή φόρμας και περιεχομένου, όπου οι δίχως συνοχή, ασύνδετες και ασυνάρτητες μεταξύ τους αναρτήσεις λειτουργούν ως απόδειξη και μεταφορά του μυαλού και ψυχισμού της ηρωίδας, του σύγχρονου εγκεφάλου που αδυνατεί να εστιάσει και να συγκεντρωθεί, υπερφορτωμένος όπως είναι από πληροφορίες. Και αν μερικές φορές διολισθαίνει σε πράγματι δυσνόητα κομμάτια και pop culture αναφορές, αυτό μάλλον πρέπει να αποδοθεί στη μεταφραστική δυσχέρεια του πολύπλοκου εγχειρήματός της και όχι σε συγγραφικές ελλείψεις.
Στο πρώτο μέρος, η πλοκή είναι ελάχιστη και οι πληροφορίες που παρέχονται για την ηρωίδα, την προσωπική ζωή και την οικογένειά της, λιγοστές – στο δεύτερο μέρος, όμως, η πραγματικότητα εισέρχεται και αποκόπτει την ηρωίδα από το εικονικό σύμπαν της πύλης, υπό τη μορφή μιας οικογενειακής τραγωδίας, σπάνιας όσο και συνταρακτικής, βασισμένης στη ζωή της ίδιας της συγγραφέα και σε ένα περιστατικό που συνέβη στην οικογένειά της. Η Lockwood γράφει για τα γυναικεία αναπαραγωγικά δικαιώματα, οργισμένα καταγγέλλει την ανατροπή του Roe v Wade και τους αμερικανικούς πολιτειακούς νόμους κατά των αμβλώσεων, νόμους που αποστερούν από τις γυναίκες το δικαίωμα στην ίδια τους τη σωματική αυτοδιάθεση, ακόμα και όταν πλέον δεν τίθεται ζήτημα επιλογής αλλά υγείας και επιβίωσης. Η καθολική, pro life ανατροφή της αφηγήτριας, αλλά και της ίδιας της Lockwood, από έναν πατέρα με μονίμως κόκκινο πρόσωπο, που βάλλει κατά των εκτρώσεων, θα έρθει σε αναγκαστική, μετωπική σύγκρουση με τη ζωή και το τραγικό παιχνίδι που τους επιφυλάσσει η μοίρα.
Ταυτόχρονα, η Lockwood καταθέτει ένα ιδιοφυές, meta σχόλιο πάνω στην αναγνωστική εμμονή με το autofiction, τις δυνατότητες διακρίβωσης, που πλέον το διαδίκτυο παρέχει, του βαθμού που η μυθοπλασία αποτυπώνει το βίωμα – όπως η αφηγήτρια τσεκάρει στο διαδίκτυο τη ζωή και την κατάληξη της συγγραφέα, της οποίας τις ημερολογιακές καταγραφές διάβαζε μικρή, έτσι και εμείς, οι αναγνώστες αυτού ακριβώς του βιβλίου, διερευνούμε με αδηφάγα περιέργεια πόσα από τα τεκταινόμενά του εδράζονται στην πραγματική ζωή της Lockwood, μια διεστραμμένη ματιά από την κλειδαρότρυπα στη ζωή του δημιουργού που μόνο η σύγχρονη εποχή και τα εργαλεία της κατέστησε εφικτή.
Η Lockwood χρησιμοποιεί το τραγικό συμβάν που έπληξε την οικογένειά της για να θέσει μια σειρά από δυσεπίλυτα, κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα: τι είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους, ποιες εγκεφαλικές συνάψεις συνοψίζουν το Εγώ, τι κάνει μια ζωή άξια να βιωθεί, ποια είναι τα όρια, εάν αυτά υπάρχουν, της φροντίδας, της προστασίας και της αγάπης; Και αν στο πρώτο μέρος μπορούσαν να εγερθούν αμφιβολίες για το συναισθηματικό βάθος της Lockwood, υπόνοιες για προσήλωσή της αποκλειστικά στη μορφή και το ύφος έναντι του περιεχομένου, της ανάπτυξης και ψυχογράφησης των χαρακτήρων, κάθε τέτοια κατηγορία καταρρίπτεται στο συγκλονιστικής ευαισθησίας δεύτερο μέρος, ένα σπαρακτικό πορτρέτο για την απώλεια, τον πόνο και το πένθος, αλλά και για την άνευ όρων, ανιδιοτελή αγάπη, το είδος που εξυψώνει το άτομο και υπερβαίνει τα στενά, εγωιστικά όρια του εαυτού. Ένα από τα πιο αφηγηματικά ρηξικέλευθα και συναισθηματικά πολυεπίπεδα βιβλία που έχουμε διαβάσει τελευταία.