Ο Giuliano Santoro δεν είναι λογοτέχνης. Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας πολιτικών βιβλίων στα οποία ερευνά θέματα της επικαιρότητας. Αντίστοιχα και η «Κολόνα του θανάτου» του -το βιβλίο που μετέφρασαν στα ελληνικά το καλοκαίρι οι εκδόσεις Angelus Novus– δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό, αλλά μπορεί να διαβαστεί και σαν τέτοιο. Ο Santoro στο βιβλίο του κινείται στο όρια μεταξύ δοκιμίου και λογοτεχνίας, αφηγούμενος την αληθινή ιστορία της ρατσιστικής δολοφονίας του Σαχζαντ, ενός Πακιστανού μετανάστη σκοτώθηκε σε μία φτωχή συνοικία της Ρώμης την Τορ Πινιατάρα.
Όπως μας διηγείται ο συγγραφέας η είδηση της δολοφονίας του Σαχζάντ δεν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της ιταλικής κοινής γνώμης. Ήταν αντιθέτως ένας απ’ τους «αόρατους» θανάτους που εμφανίστηκε μόνο σε κάποια μονόστηλα των ιταλικών εφημερίδων. Όμως εμάς η δολοφονία του Σαχζάντ είναι μία ιστορία που κάτι μας θυμίζει. Μας θυμίζει τις δολοφονίες του Παύλου Φύσσα και του Σαχζάτ Λουκμάν από φασίστες της Χρυσής Αυγής, μας θυμίζει τα φασιστικά πογκρόμ με στόχο του μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας, μας θυμίζει τα υψωμένα χέρια και τις μαύρες μπλούζες των δολοφόνων της Χρυσής Αυγής.
Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η δολοφονία του Σαχζάντ, την οποία όμως ο συγγραφέας μας δηλώνει εξ’ αρχής ότι θέλει να την ερευνήσει «αφαιρώντας τους φακούς του Ποινικού Κώδικα». Ο Santoro τοποθετεί τη δολοφονία στα κοινωνικά της συγκείμενα, στον τόπο και στο χρόνο στον οποίο αυτή έλαβε χώρα, επιχειρώντας να ανακαλύψει τις βαθύτερες κοινωνικές εξελίξεις που οδήγησαν τόσο στην ίδια τη δολοφονία του μετανάστη Σαχζάντ όσο και στην -σε μεγάλο βαθμό- ανοχή της ιταλικής κοινωνίας σε ένα τέτοιο τραγικό γεγονός. Έτσι ο Santoro πλέκει ένα υφαντό της σύγχρονης Ιταλίας επιχειρώντας να φωτίσει τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν τη χώρα στη ανάδυση της ακροδεξιάς και των ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών που ενισχύουν τους ακροδεξιούς του Σαλβινί και καταλήγουν ακόμα και σε δολοφονίες φτωχών μεταναστών.
Αυτό που διαφοροποιεί την κοινωνική ανάλυση που κάνει ο Santoro στη σύγχρονη Ιταλία σε σχέση με παρόμοιες απόπειρες άλλων συγγραφέων είναι ότι ο συγγραφέας της «Κολόνας του θανάτου» χρησιμοποιεί πρωτότυπα εργαλεία ανάλυσης πολύτιμα για την κοινωνική και πολιτική έρευνα. Είναι φανερή η ευρυμάθεια του συγγραφέα που το βιβλίο του αποτελεί ένα ξεχωριστό ανάγνωσμα για όποιον ερευνά και προβληματίζεται για το πώς φτάσαμε στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στην Αμερική. Το βιβλίο του Santoro δεν επαναλαμβάνει παγιωμένες ιδέες, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιεί τη διανοητική κληρονομιά του παρελθόντος ως αφετηρία του με πρόθεση να επεκτείνει τον τρόπο σκέψης μας με τη δική του ιδιαίτερη οπτική και ανάλυση της πραγματικότητας.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον απ’ τα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιεί ο Santoro είναι η ανάλυση του χώρου και ειδικότερα του πολεοδομικού σχεδιασμού της Ρώμης. Επηρεασμένος απ’ το έργο του Mike Davis που αναλύει τις ανάλογες κρατικές πολιτικές ελέγχου και περιθωριοποίησης στις ΗΠΑ, ο Santoro αναλύει τον πολεοδομικό σχεδιασμό της Ρώμης ως προσπάθεια των κυβερνόντων να ενισχύσουν τις θέσεις τους στον πόλεμο που έχουν κηρύξει ενάντια στους φτωχούς και τους μετανάστες. Σε αυτή την ανάλυση ανευρίσκονται όροι που αρχίζουν να χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, όπως ο όρος gentrification, αυτός ο δήθεν «εξευγενισμός» των αστικών συνοικιών που μεταφράζεται για τους πολλούς σε αυξημένα νοίκια, συνεχείς μετακομίσεις, αστυνομοκρατία στην πόλη και υπερκέρδη για επενδυτές που αγοράζουν σειρές πολυκατοικιών για να τις ανακαινίσουν και να τις βάλουν στο Air bnb. Με αυτές τις μεθόδους η Ρώμη μεταλλάχθηκε σε μια «γιγάντια, κολασμένη συγκέντρωση ενοίκων, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί κανείς να μιλάει στον αέρα, να επιβάλλει την αξία των χιλιοστών του, να βάζει βέτο, να υπερασπίζεται το περιβολάκι του, να εγείρει στρεψοδικίες, να διαμαρτύρεται κατά των φωνασκιών, να υπερασπίζεται τη μικρή ιδιοκτησία του από την εισβολή».
Στον αντίποδα του gentrification και των πολυδιαφημισμένων ωφελειών του βρίσκονται πάντα οι φτωχοί των πόλεων. Ο «λαός των παραγκών» που «είχε υπερβολικά μικρά σπίτια για να κλειστεί μέσα». Οι φτωχοί και οι μετανάστες στη διαδικασία «εξευγενισμού» και «αναβάθμισης» των αστικών περιοχών είτε βρίσκονται σε κατάσταση αορατότητας, είτε παρουσιάζονται ως κίνδυνος για την πόλη, ως πηγή παραβατικότητας και κινδύνου για τους κατοίκους. Καλλιεργείται από τα πάνω ένας ρατσισμός βασισμένος στη ρητορεία του φόβου που στοχεύει στη μικροαστική ανάγκη της προστασίας της μικροϊδιοκτησίας απέναντι στον κίνδυνο του ξένου και του διαφορετικού. Οι προκαταλήψεις απέναντι στους μετανάστες «είναι η συνέχιση με άλλα μέσα, και συχνά με τους ίδιους ρητορικούς μηχανισμούς, εκείνης της αρχαίας δυσπιστίας ενάντια στους φτωχούς και τους προλετάριους. Ο αντεργατικός ρατσισμός είναι εγγεγραμμένος στη ιστορία της βιομηχανοποίησης» παρατηρεί ο Santoro. Όμως τελικά ο ρατσισμός που εισχωρεί στις κοινωνικά κατώτερες τάξεις για να στρέψει το μίσος για την εξαθλίωσή τους στον εύκολο στόχο του μετανάστη δικαιολογείται απ’ το γεγονός ότι στο πρόσωπο του μετανάστη καθρεφτίζονται οι ίδιοι ή διαφορετικά όπως το λέει ο ίδιος ο συγγραφέας: «οι επιθέσεις στα σπίτια των μεταναστών γίνονται επειδή είναι σαν τα δικά μας, επειδή μας θυμίζουν τα σπίτια των προγόνων μας και μας παραπέμπουν στην μεταμοντέρνα, αλλά αδυσώπητη εξαθλίωσή μας».
Αυτή η εμφάνιση του φαινομένου του κοινωνικού εκφασισμού, παράλληλα με την οικονομική κρίση, έστρωσε το δρόμο στην ακροδεξιά και το φασισμό να επανεμφανιστούν δυναμικά στο προσκήνιο υπό τη σκέπη της Λέγκας και του Σαλβινί. Όμως ο δρόμος για τον ακροδεξιό λαϊκισμό είχε στρωθεί ήδη απ’ τις εποχές της οικονομικής ευμάρειας όταν αναδυόταν το φαινόμενο του Μπερλουσκονισμού το οποίο στηλιτεύει ο συγγραφέας υποδεικνύοντας παράλληλα και το σύνολο των ΜΜΕ (εκ των οποίων τα περισσότερα είναι ιδιοκτησίας Μπερλουσκόνι) ως συνυπεύθυνων για τη διάδοση ρατσιστικών ιδεών και προκαταλήψεων. Έτσι προβληματίζεται με τον τρόπο που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν συμβάντα με πρωταγωνιστές μετανάστες: «Το θύμα εξάλλου, δεν είναι παρά ένας Πακιστανός. Όνομα δεν έχει. Η εθνικότητα διευκρινίζεται πάντα με μεγαλύτερο ζήλο όταν μιλάμε για έναν ξένο που κατάγεται από φτωχή χώρα με έντονη μετανάστευση. […] Είναι η καταγωγή κάποιου είδηση από μόνη της; […] Στην άσφαλτο της Τορ Πινιατάρα κείτεται μπρούμυτα ένας Πακιστανός. Ένας νεαρός του επιτέθηκε.».
Και κάπως έτσι ξαναβγήκε το φίδι του φασισμού στους δρόμους της Ρώμης και στην πολιτική ζωή της Ιταλίας. Ο φασισμός έχει μακρά ιστορία στη γειτονική χώρα η οποία όμως αντίστοιχα είχε γεννήσει και ένα ισχυρό αντιφασιστικό κίνημα ως αντίδραση και αντίσταση στο φασισμό του Μουσολίνι. Μαζί με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και την Αμερική βρίσκει τον τρόπο να ξετρυπώσει στο πλάι της και ο ανόθευτος νεοναζισμός, τον οποίο γνωρίσαμε με τον χειρότερο τρόπο και στην Ελλάδα με την πολιτική άνοδο των δολοφόνων της Χρυσής Αυγή. Η εξιστόρηση της ανάδυσης του φασισμού στην Ιταλία απ’ τον Santoro μας θυμίζει έντονα τις πρακτικές που ακολούθησαν κι εδώ οι νεοναζί προκειμένου να διασπείρουν το ρατσιστικό και φασιστικό τους δηλητήριο στην ελληνική κοινωνία.
Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση ομοιότητας της ανόδου του φασισμού σε Ιταλία και Ελλάδα είναι η οργάνωση Επιτροπών Κατοίκων, τις οποίες περιγράφει ο συγγραφέας ως βήμα για την νομιμοποίηση της δράσης των νεοναζί στις τοπικές κοινωνίες υπό την κάλυψη της ταμπέλας των δήθεν «αγανακτισμένων κατοίκων». Η ίδια ακριβώς πρακτική ακολουθήθηκε και στις δικές μας γειτονιές απ’ τη Χρυσή Αυγή, η οποία δημιούργησε ανάλογες Επιτροπές Κατοίκων σε περιοχές χτυπημένες απ’ την οικονομική κρίση όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, με σκοπό να απευθυνθεί σε ευρύτερα ακροατήρια και να ριζώσει σε τοπικές κοινωνίες απευθυνόμενη στα ρατσιστικά αντανακλαστικά των ντόπιων (για το συγκεκριμένο θέμα ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η μπροσούρα που υπογράφεται απ’ την αντιφασιστική συλλογικότητα Autonome Antifa με τίτλο «Επιτροπές Κατοίκων. Κατάδυση στο μέλλον του ελληνικού φασισμού»).
Η «Κολώνα του θανάτου» είναι ένα βιβλίο στο οποίο ανακαλύπτουμε τη σύγχρονη Ρώμη πίσω από τις τουριστικές διαφημίσεις, τη Ρώμη της οικονομικής κρίσης, τη Ρώμη της ανόδου της Ακροδεξιάς. Τη Ρώμη στην οποία συνεχίζει να διεξάγεται ένας ανηλεής ταξικός πόλεμος απ’ τους από πάνω εις βάρος της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και των μεταναστών. Ένα απ’ τα σημαντικότερα όπλα των από πάνω σε αυτό τον πόλεμο είναι ο φασισμός ο οποίος, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Santoro «εμφανίζεται πάντοτε ως επανάσταση, αλλά συμπεριφέρεται ως παλινόρθωση». Οι φασίστες ντύνονται έναν δήθεν αντισυστημικό μανδύα όμως στην πραγματικότητα η ρατσιστική και αντεργατική τους δράση είναι καθοριστική για την επιβιώση του συστήματος ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης που δείχνει να είναι ασταθές. Γι’ αυτό και ο Santoro σημειώνει ότι «οι ισχυροί τους στηρίζουν επειδή οι φασίστες υπόσχονται ασφάλεια, σταθερότητα και τους εγγυώνται ότι μπορούν να βοηθήσουν στη διατήρηση της εξουσίας τους».
Όμως τελικά το βιβλίο του Santoro δεν είναι παρά ένα βιβλίο που ερευνά μία δολοφονία. Μία ρατσιστική δολοφονία ενός μετανάστη σε μία συνοικία της Ρώμης. Μία δολοφονία ενός ανθρώπου που ζούσε αόρατος και ο θάνατός του θα είχε αποσιωπηθεί αν δεν βρισκόταν κάποιος να αναδείξει το γεγονός που είχε κρυφτεί σε μονόστηλα των ιταλικών ΜΜΕ. Ένα βιβλίο αφιερωμένο σε ένα θύμα που δεν έχει ένα αλλά πολλά ονόματα: Σαχζάντ, Φύσσας, Λουκμάν…