Σε μια υπόγεια πισίνα, συναντιούνται καθημερινά οι κολυμβητές. Δε γνωρίζουν πολλά ο ένας για τον άλλον, ενίοτε ούτε τα ονόματά τους, μόνο την κολυμβητική ρουτίνα που ακολουθούν και την αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας που το κολύμπι τους χαρίζει. Μέχρι την ημέρα που μια ρωγμή κάνει την εμφάνισή της στον πυθμένα της πισίνας και εκτροχιάζει τις ζωές και τις συνήθειές τους.
Το τρίτο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας, ιαπωνικής καταγωγής, Julie Otsuka, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Θωμά Σκάσση, ξεκινά με μια καινοτόμα αφηγηματική επιλογή, την αφήγηση σε α’ πληθυντικό πρόσωπο. Οι κολυμβητές, σαν χορός αρχαιοελληνικής τραγωδίας, καθίστανται ενιαίο σώμα, μια συλλογική μάζα που, μαζί με τους υδάτινους διαδρόμους της πισίνας, μοιράζεται κοινές ανησυχίες, προβλήματα υγείας, γηρατειά, χωρισμούς και ερωτικές απογοητεύσεις, όμοιες πορείες ζωής. Όλοι μαζί κολυμπούν στη δεξαμενή της ανθρώπινης κατάστασης, οι ιστορίες τους μοναδικές μέσα στην κοινοτοπία τους, όλοι τους απρόσωποι πίσω από την ομοιογένεια και την ανωνυμία που χαρίζουν τα σκουφάκια και τα γυαλιά κολύμβησης, οι ατέλειές τους αόρατες στην περιφερειακή όραση των συν-κολυμβητών τους.
Με μια πρόζα ρηξικέλευθη στη φόρμα της, ευαίσθητη και συμπονετική στην υφή της, η Otsuka παραθέτει σχολαστικά τα χαρακτηριστικά, εξωτερικά και κοινωνικά, των κολυμβητών της, υπό τη μορφή λιστών καταγράφει τις απολύσεις και τα διαζύγιά τους, τις ασθένειες και τις απώλειές τους, και οικοδομεί έτσι παραγράφους μεγάλης αφηγηματικής δεξιοτεχνίας. Εκεί, κάτω από την επιφάνεια της γης και μακριά από το φυσικό φως του ήλιου που, σχεδόν με μοχθηρία, λούζει κάθε πτυχή της ζωής, κάθε ατέλεια, αποτυχία και δυστυχία, εκεί, υπό τη φθορίζουσα λάμπα και τον κατευναστικό ήχο άκρων που ωθούν το σώμα λίγο πιο μπροστά, λίγο πιο μακριά, μόνο εκεί οι κολυμβητές επιτρέπουν στον εσωτερικό τους μονόλογο επιτέλους να σιωπήσει, επιτρέπουν στους εαυτούς τους τη συγχώρεση και την εξιλέωση για τα λάθη και τα κρίματά τους, λησμονούν, έστω παροδικά και φευγαλέα, τα άχθη της καθημερινότητας και αφήνονται στην εφησυχαστική ρουτίνα της επανάληψης, στην τάξη και την ευρυθμία που απουσιάζει από την τυχαιότητα της ζωής.
Μέχρι που μια ρωγμή στον πυθμένα της πισίνας διαταράσσει την ομαλότητα της καθημερινής τελετουργίας τους, ένα αβυσσώδες χάσμα διαρρηγνύει την ψευδαίσθηση ασφάλειας που ο μικρόκοσμος της πισίνας προσφέρει. Η ρωγμή εξετάσσεται εξονυχιστικά, προσλαμβάνει διαστάσεις λιλιπούτειες ή δυσθεώρητες ανάλογα τον παρατηρητή της, η αιτία πίσω από τη δημιουργία της, η σημασία και η ερμηνεία της εξηγείται και εκ νέου αποδομείται, σε μια αριστοτεχνική αλληγορία για το παράλογο και το μάταιο της ύπαρξης, τον εγγενή τρόμο μπροστά στο κατώφλι του θανάτου και της ανυπαρξίας.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο αφηγηματικός φακός εστιάζει σε μία από τις κολυμβήτριες, την Άλις, που πάσχει από άνοια και χάνει σταδιακά τη μνήμη της. Η αφήγηση μετατοπίζεται πλέον στο β’ ενικό πρόσωπο, με απεύθυνση στην κόρη της Άλις, διαζευγμένη συγγραφέα, επί χρόνια απομακρυσμένη από τη μητέρα της, και στη σύμφυτή της ενοχή. Η αφηγήτρια καταγράφει, προσηλωμένα και σχεδόν εμμονικά, όσα η Άλις λησμονεί (το όνομά της, την ημέρα και το έτος, πώς να φτιάχνει καφέ, να δένει τα κορδόνια της, να σηκώνεται απ’ την καρέκλα) και όσα συνεχίζει να θυμάται (τις αναμνήσεις της από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Ιαπώνων της Αμερικής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μετά το Περλ Χάρμπορ, τον πρώτο άντρα που αγάπησε και αυτόν που εν τέλει παντρεύτηκε, την απώλεια της πρώτης της κόρης λίγο αφότου την έφερε στον κόσμο και τη γέννηση των άλλων τριών παιδιών της). Μέσα από τα θραύσματα των αναμνήσεων της Άλις, ό,τι διασώζεται από έναν εγκέφαλο που παραδίδεται σταδιακά στη λήθη, ανασυντίθεται το χρονικό μιας ολόκληρης ζωής.
Στο δεύτερο αυτό μέρος, η πρόζα της Otsuka σταματά να είναι όσο κυνική και αιχμηρή ήταν στο πρώτο, γίνεται πιο προσωπική, ευαίσθητη και συγκινητική, και παραμένοντας πάντα στυλιζαρισμένη χαϊδεύει απαλά την ηρωίδα και τη θεματική της, την απώλεια της μνήμης και του νοητικού. Και τα δύο μέρη είναι δεξιοτεχνικά, τόσο στην πρόζα όσο και στην ανάπτυξη των θεματικών τους, όμως είναι ασύνδετα και μη συνεκτικά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να φαντάζουν σαν δύο νουβέλες που εκβιαστικά συνενώθηκαν σε ένα μυθιστόρημα.
Το Κολυμπώντας είναι μια λογοτεχνική άσκηση ύφους, σαρδόνια κοινωνική σάτιρα, μα περισσότερο απ’ όλα μια σπαρακτική καταγραφή της καθημερινότητας ασθενών με άνοια και Αλτσχάιμερ, των συναισθημάτων μοναξιάς και εγκατάλειψης που τους κατακλύζουν και τις ύστατες σκέψεις τους προτού οι νοητικές λειτουργίες απολεσθούν οριστικά, αλλά και των ανθρώπων που αφήνουν πίσω τους, συζύγων και παιδιών, καταδικασμένων να παρακολουθούν αμέτοχοι μια απώλεια προοδευτική, να βιώνουν ένα πένθος παρατεταμένο εις το διηνεκές. Και είναι αυτή η αφηγηματική εμβύθιση στις καθημερινές τραγωδίες της ανθρώπινης κατάστασης που, παρά τις όποιες ατέλειές του, χαρίζει στο μυθιστόρημα της Otsuka το λογοτεχνικό μεγαλείο του.