Η Ούρσα Κορετζιντόρα, μια μπλουζ τραγουδίστρια σε ένα καφέ στο Κεντάκι το 1947, αναγκάζεται να αφαιρέσει τη μήτρα της λόγω τραυματισμού, μετά από έναν άγριο καβγά με τον κακοποιητικό σύζυγό της. Αποστερημένη δια παντός από τη δυνατότητα αναπαραγωγής, η Ούρσα προσπαθεί να αναρρώσει με τη βοήθεια του Τάντπολ, του ιδιοκτήτη του καφέ που είναι κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Δεν ξεχνά όμως ποτέ την πατρογονική καταγωγή της: προέρχεται από τον Κορετζιντόρα, έναν Πορτογάλο δουλέμπορο και διακινητή γυναικών, που εξέδιδε την προγιαγιά και τη γιαγιά της και έγινε ο πατέρας των παιδιών και των δύο. Η Ούρσα και οι υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειάς της κουβαλούν παντού μαζί το τραύμα τους, μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις τους.
Η γεννηθείσα στο Κεντάκι Gayl Jones κατετάγη ήδη με το πρώτο της μυθιστόρημα, Κορετζιντόρα, στις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, δίπλα στην Toni Morrison και τη Maya Angelou. Το, έως τώρα αμετάφραστο στα ελληνικά, έργο της ανέλαβαν να μας συστήσουν οι εκδόσεις Κλειδάριθμος, με την πρόσφατη έκδοση της Κορετζιντόρα σε μετάφραση Αργυρώς Μαντόγλου. Η Κορετζιντόρα είναι ένα σκοτεινό, βίαια ρεαλιστικό μυθιστόρημα για τη μαύρη θηλυκή ταυτότητα, για τα εγκλήματα που διαπράττονται εναντίον της από τη λευκή, ετεροκανονική πατριαρχία, για τη μητρότητα ως κληρονομιά και συνέχιση της αλληλουχίας του διαγενεακού τραύματος.
Η Ούρσα πονά, επειδή με την απώλεια της δικής της μήτρας, τον ακρωτηριασμό του δικού της σώματος, απαλείφεται και το κληροδότημα πόνου που οι γυναίκες της οικογένειάς της μεταβίβαζαν η μία στην άλλη. Οι λευκοί ιδιοκτήτες σκλάβων έχουν καταστρέψει όλα τα αρχεία, έχουν εξαφανίσει κάθε απτή απόδειξη των φρικαλεοτήτων που διέπραξαν την εποχή της δουλείας, και το μόνο που έχει απομείνει στους επιζήσαντες είναι η προφορική μαρτυρία. Ο Κορετζιντόρα είναι, για τις γυναίκες της οικογένειας της Ούρσα, η όψη του απόλυτου Κακού και, γι’ αυτό, έχουν διαφυλάξει μια φωτογραφία του για να μην λησμονήσουν ποτέ πώς έμοιαζε, περισώζουν από τη λήθη τα βιώματά τους μόνο μέσω της δια στόματος διήγησης.
Η κάθε γενιά επιτάσσει την επόμενη να αναπαραχθεί, να αφήσει πίσω της απογόνους αποκλειστικά γυναίκες, και μαζί τους την ίδια την οικογενειακή και συλλογική ιστορία τους. Η Ούρσα, όμως, αδυνατεί πλέον να εκτελέσει την προγονική εντολή, αισθάνεται λειψή και ανεπαρκής – σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως αντικείμενα ηδονής και αναπαραγωγικά σκεύη, εκείνη είναι σκάρτη, μίασμα, ανίκανη πια να επιτελέσει το φύλο της και να πραγματώσει την ύπαρξή της, βάσει των πατριαρχικών θεσφάτων. Τα μπλουζ που τραγουδά είναι η μόνη μαρτυρία που της έχει απομείνει, η ανεξαρτησία και η αυτονομία της και συνάμα εξομολόγηση και κατάθεση ψυχής, το κληροδότημά της στις επόμενες γενιές.
Με γλώσσα απλή και μεστή, ωμή και γεμάτη περιγραφικές λεπτομέρειες, η Jones μεταφέρει τον αναγνώστη απευθείας μέσα στη ζωή των ηρώων της, στη ληθαργική καθημερινότητα της ανάρρωσης της Ούρσα, όσο προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματά της, σωματικά και ψυχικά. Η Ούρσα ζει σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες ιδιοκτησιακά, από τον Κορετζιντόρα, που βίαζε και εξέδιδε την προγιαγιά και τη γιαγιά της, μέχρι τον βίαιο, κτητικό σύζυγό της, που εν μία νυκτί της στέρησε για πάντα τη μητρότητα, και εν τέλει τον Τάντπολ, που την περιποιείται και τη φροντίζει μόνο για να απαιτήσει εκ νέου ένα κομμάτι της.
Ολάκερη η ζωή της ίδιας, των γυναικών της οικογένειάς της, αλλά και κάθε μαύρης γυναίκας κηλιδώνεται και καθορίζεται από την ανδρική βία, τους διαδοχικούς βιασμούς, τις εξυβρίσεις, τις προσβολές και τους ξυλοδαρμούς, ενόσω οι ίδιες, έστω αθέλητα, αυτοπροσδιορίζονται μέσα από την ανδρική ματιά και επιθυμία. Από τις σελίδες του βιβλίου ξεχειλίζει η οργή, οργή για ένα παρελθόν πόνου, κακομεταχείρισης και ταπεινώσεων, οργή για ένα παρόν βίας και ανύπαρκτων προοπτικών διαφυγής. Μόνη ελπίδα η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, και αυτή όμως στρεβλή, διαποτισμένη από ανταγωνιστικότητα και εσωτερικευμένο μισογυνισμό.
Η Jones γράφει για την αφήγηση ως μέσο διατήρησης της Ιστορίας, για τη διήγηση του βιώματος ως μέθοδο ανασυγκρότησης και επανασύνθεσης των γενομένων – επιλέγει, όχι τυχαία, πρόζα κατά κύριο λόγο διαλογική, εξυμνώντας έτσι τη δύναμη της προφορικότητας και της μεταλαμπάδευσης της ανάμνησης από γενιά σε γενιά. Η Κορετζιντόρα είναι μια ιστορία βάναυση, ζωώδης, για το Σώμα ως δέκτη πόνου, ταπείνωσης και κακοποίησης, αλλά και ως πομπό της θηλυκής ταυτότητας, για τη Μητρότητα, την τραυματική και εξαναγκασμένη, ως απότοκο αιμομιξίας και βιασμών, και την επιθυμητή, τη λυτρωτική, αυτήν που κρατά ζωντανή τη συλλογική μνήμη.
Η ιστορία της Κορετζιντόρα είναι βίαιη, ωμή και συνάμα λυρική, υπερχειλίζουσα από οδύνη αλλά και από μια πηγαία γυναικεία δύναμη που αψηφά τον ρατσισμό, την πατριαρχία και κάθε εξουσιαστικό, καταπιεστικό κοινωνικό καθεστώς. Ένα μικρό διαμαντάκι της αφροαμερικανικής, φεμινιστικής λογοτεχνίας.