Το Kung Fu Panda του 2008 έκανε μια επιτυχία που κανείς δεν την περίμενε. Και ποιος θα μπορούσε άλλωστε. Μπορεί η Dreamworks να συνεχίζει να αποτελεί ένα ισχυρό αντίπαλο δέος απέναντι στην παντοκρατορία των Disney- Pixxar, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν είχαν και δύσκολες στιγμές τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τις σχετικές αποτυχίες των Shrek The Third και του Madagascar 2. Επιπλέον, ο Jack Black δεν ήταν και ο πιο αξιόπιστος άνθρωπος να εμπιστευτείς για project…
Παρόλα αυτά όχι μόνο λειτούργησε, αλλά αντικειμενικά μας έδωσε μια από τις καλύτερες κωμωδίες των 00s! To μείγμα slapstick μαζί με την αναζήτηση της εσωτερικής ταυτότητας, παρόλο που δεν ήταν πρωτότυπο, έγινε με τόση προσοχή και μεράκι που συνεπήρε μικρούς και μεγάλους. Η ίδια συνταγή συνεχίστηκε και εμπλουτίστηκε στο (αναπόφευκτο) sequel, το οποίο μάλιστα πήγε πολλά βήματα παραπέρα και εντυπωσίασε, όχι μόνο με τις καλοφτιαγμένες και πολύ όμορφες χορογραφίες μάχης του, αλλά και με την τραγική του νότα, η οποία συγκίνησε πολλούς που δεν περιμέναν ποτέ να κλάψουν σε μια ταινία με τον Jack Black στο cast…
Στην τρίτη όμως ταινία φαίνεται πως το καύσιμο τέλειωσε… Δυστυχώς το Kung Fu Panda 3 όχι μόνο δεν καταφέρνει να προσθέσει κάποιο νέο στοιχείο στο franchise, αλλά αντίθετα φαίνεται να αφαιρεί, και καταλήγει σε ένα χοντροκομένο slapstick με ακόμη πιο χοντροκομένους και κλισέ χαρακτήρες.
Πιο συγκεκριμένα
Η υπόθεση αφορά το πως ο Po συναντά τον αληθινό του πατέρα, επομένως πρέπει να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό, την κληρονομία και την μοίρα του, ενώ παράλληλα πρέπει να σταματήσει έναν αρχαίο κακό που ζητά εκδίκηση από τους μαθητές του Oogway, τον τρομερό Kai.
H ιστορία, γραμμένη από τους Jonathan Aibel και Glenn Berger (Κung Fu Panda 1 και 2, Monsters vs. Aliens) μας γυρνάς πίσω στην πρώτη ταινία, αφού ουσιαστικά αποτελεί μια επανάληψη της ιστορίας αυτοεξερεύνησης και εκδίκησης. Ταυτόχρονα όμως, αντί να πηγαίνει μπροστά και να αξιοποιεί χαρακτήρες που ήδη έχει χτίσει, πετά τα πάντα στην άκρη για να εισάγει πάντα με μηδενικές προσωπικότητες, τα οποία πραγματικά κούραζαν. Ήταν σαν ένα κακό αστείο, το οποιό επαναλαμβάνετα ξανά και ξανά, κάνοντας το ακόμα χειρότερο. Ήταν πραγματικό έγκλημα να βλέπεις αγαπημένους χαρακτήρες, όπως η Τigress της Angelina Jolie ή ο Shifu του Dustin Hoffman να παραμερίζονται για πάντα που έκαναν μόνο ένα αστείο συνέχεια…
Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με την δεύτερη ταινία, η οποία ήταν ένα πραγματικό συναισθηματικό rollercoster, όπου η συγκίνηση και το γέλιο διαδέχονταν το ένα το άλλο, εδώ δεν υπήρχε η παραμικρή ένταση. Ακόμα και όταν προσφερόνταν κάποια ευκαιρία, όπως πχ η συνάντηση του Πο με τον πατέρα του, η ταινία επέλεγε να το θυσιάσει για ένα κακό slapstick αστείο. Οι υπόλοιπες ευκαιρίες χαραμίστηκαν σε παρόμοια σκηνικά ή απέτυχαν εντελώς να δημιουργήσουν την απαραίτητη συναισθηματική αντίδραση. Και υπόψιν, μιλάμε για χαρακτήρα γνωστό και αγαπημένο, σκεφτείτε η ταινία να ήταν καινούργια, θα μιλούσαμε τότε για παταγώδη αποτυχία…
Ακόμα και ο κακός ήταν λιγότερο υποβλητικός από ότι στις άλλες ταινίες. Με ασαφή κίνητρα, αποτελούσε στην ουσία περισσότερο ένα κλισέ προσωποιημένο παρά χαρακτήρα και σίγουρα ήταν τρομερή σπατάλη χρόνου για έναν ηθοποιό του βεληνεκούς του J.K Simmons (Whiplash), καθώς πραγματικά δεν είχε με τίποτα να δουλέψει, τίποτα να αναπτύξει ή να βελτιώσει. Το μοναδικό θετικό του Kai ήταν η εξαιρετική μουσική του Ζimmers, τίποτε άλλο. Ειδικά αν συγκριθεί με τον εξαιρετικό Tai Lung του ΘΕΟΥ Ian McShane (Pillars of the Earth, Deadwood) η τον ανυπέρβλητο Shen του αδικημένου Gary Oldman ( Harry Potter, Lost in Space, 5th Element). Τέλος, από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ταινίας υπήρξε και η τελική μάχη, η οποία κυριολεκτικά τερμάτισε το τέχνασμα deus ex machina,μεταχειριζόμενη σκηνή κλεμμένη από το Dragon Ball…
Όσον αφορά την σκηνοθεσία των Alessandro Carloni και Jennifer Yuh (Κung Fu Panda 1 και 2), αυτή παρέμενε σταθερή συνισταμένη, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις ή αρετές. Ήταν εστιασμένη στην αφηγηματική λογική που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ταινίες animation για τεχνικούς λόγους, η οποία αν και είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, στερεί από τα έργα την κριτική και καλλιτεχνική ματιά της σκηνοθεσίας, δίνοντας τον λόγο αυτό στο animation. Σε κάθε περίπτωση όμως, οπτικά το film ήταν αρτιότατο, και οι χορογραφίες μάχης εντυπωσιακές αν και δυστυχώς λίγες Χειρότερες συνθήκες επικράτησαν στον ρυθμό της ταινίας, και έπρεπε να επιστρατευτούν κάμποσα modage σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν, και πάλι όμως εις μάτην.
Την ίδια ώρα στο ερμηνευτικό στάδιο είχαμε, κάποιες ιδιαίτερα αποτυχημένες αποφάσεις . Το άδειασμα των παλιών χαρακτήρων δεν επέτρεψε στους ηθοποιούς τους να ξαναβρουν το επίπεδο που είχαν στις παλιές ταινίες, και έτσι ονόματα όπως ο Dustin Hoffman (Tootsie, Kramer vs. Kramer), η Angelina Jolie (60 seconds, Tomb Raider), ο Jackie Chan (Τhe Drunken Master, Rush Hour), o Seth Rogen (This Is the End, Pineapple Express) και η Lucy Liu (Κill Bill, Lucky Number Slevin) παρέμειναν αναξοιποίητοι με μία ή δύο ατάκες το πολύ. Αντίθετα, “ταλέντα”του τύπου Kate Hudson (How to Lose a Guy in 10 Days,Almost Famous) είχαν το πρώτο βήμα… όπως καταλαβαίνετε, ακολούθησε σφαγή.
Στο κεντρικό ρόλο, ο Jack Black (Goosembumps, School of Rock) επιστρέφει σε γνώριμα μονοπάτια και προσπαθεί να δουλέψει με μια κακή όπως είδαμε ιστορία, και προς τιμήν του το καταφέρνει αρκετά. Ο Po του είναι ο ίδιος χαρακτήρας που αγαπήσαμε από την πρώτη ταινία, με όλα τα στοιχεία που κατάφερε να αποκτήσει από τις προηγούμενες περιπέτειες του. Η έκπληξη της ταινίας ήρθε από τον Bryan Cranston (Τrumbo, Breaking Bad), που παρά τις αντιξοότητες και την κλισέ ιστορία, πάλεψε για να αποδώσει όσο καλύτερα μπορούσε τον πατέρα του Po, τον Li Shan, και κάνει μια πολύ καλή δουλειά,όπως πάντα άλλωστε..
Το Kung Fu Panda 3 είναι εύκολα μια ταινία που θα μπορούσε να λείπει. Παρά τα κάποια καλά αστεία που είχε, δεν καταφέρνει κανέναν από τους στόχους της και είναι ένα θλιβερό ending για τις περιπέτειες του Ρο και της παρέας του…