Στην άγονη ισλανδική ύπαιθρο, ένα νεαρό ζευγάρι κτηνοτρόφων, η María (Noomi Rapace) και ο Ingvar (Hilmir Snaer Gudnason), ζουν υπό τη σκιά της απώλειας του παιδιού τους, μια απώλεια αδιευκρίνιστη και για την οποία δεν γίνεται ποτέ ξεκάθαρα λόγος, αλλά που εμφανώς τους στοιχειώνει. Μέχρι που ένα ημιθανές κατά τον τοκετό αρνάκι καταφέρνει τελικά να επιβιώσει και το ζευγάρι αποφασίζει να το φροντίσει και να το μεγαλώσει ως άνθρωπο, υποκαθιστώντας έτσι κατ’ ουσίαν το χαμένο τους παιδί. Και από εκεί και μετά, η ιστορία αυτής της ιδιότυπης, υβριδικής οικογένειας παίρνει μια σκοτεινή στροφή προς το αλλόκοσμο, το σουρεαλιστικό και το γκροτέσκο.
Η πρώτη σκηνοθετική και σεναριακή απόπειρα του πρωτοεμφανιζόμενου Ισλανδού Valdimar Jóhannsson, σε παραγωγή Béla Tarr και με τη δημιουργική σφραγίδα του θαυματουργού studio A24, ήταν μία από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, και στην κινηματογραφική σεζόν εν γένει. Και παρ’ ότι έχει όλα τα καλλιτεχνικά εχέγγυα για να αποτελέσει τη μίνι αποκάλυψη της χρονιάς στο genre του ατμοσφαιρικού, αλληγορικού horror, δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις – ομολογουμένως υψηλές – προσδοκίες που είχε δημιουργήσει.
Η ιστορία γνωστή και χιλιοειπωμένη – δύο γονείς που, αντιμέτωποι με το δυσθεώρητο φάντασμα της απώλειας, απάγουν το τέκνο άλλης μητέρας, διαπράττοντας έτσι την ύψιστη ύβρι. Ο συμβολισμός εδώ έχει βαθύτερες θρησκευτικές προεκτάσεις, καθώς στη θέση της μητέρας που απώλεσε το νεογέννητό της δεν έχουμε έναν άνθρωπο, αλλά έναν «αμνό του Θεού», βιβλικό σύμβολο αγνότητας και αθωότητας.
Το Lamb αγγίζει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες θεματικές: η οικογένεια, η μητρότητα, η απώλεια και τα ηθικά μήκη στα οποία είναι επιτρεπτό να φτάσουμε όταν αναμετριόμαστε με αυτήν, αλλά και η έννοια της φύσης, της καταγωγής και της βαθύτερης βιολογικής σύνδεσης με αυτήν. Το πολιτικό του πρόταγμα είναι αντισπισιστικό, οι προβληματισμοί του αφορούν την εργαλειοποίηση, την επιβολή εξουσίας και την εκμετάλλευση των ζώων από τους ανθρώπους (εξαιρετική η αντιπαραβολή του ανάλγητου ακρωτηριασμού ενός μωρού αρνιού, ακριβώς προτού ένα άλλο αρπαχθεί από τη μητέρα του), κατατάσσοντας έτσι το φιλμ στο υπο-είδος του eco-horror.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ διαδραματίζει η αψεγάδιαστη, εντυπωσιακή αισθητικά φωτογραφία διά χειρός Eli Arenson: κινούμενη αποκλειστικά σε ψυχρές, υπόλευκες παλέτες, αναδεικνύει την απόκοσμη, ομιχλώδη ομορφιά των τοπίων της ισλανδικής υπαίθρου. Εξαιρετική είναι και η ερμηνεία του A-list ονόματος του cast, της πρωταγωνίστριας Noomi Rapace, μια ερμηνεία χαμηλόφωνη και διακριτική, όμως με σποραδικές, έντονες δραματικές εξάρσεις.
Και κάπου εκεί τελειώνουν οι κινηματογραφικές αρετές ενός φιλμ που στηρίζεται αποκλειστικά στο shock value του κεντρικού plot twist – ένα σουρεαλιστικό premise ομολογουμένως έξυπνο και ευρηματικό, όμως όχι επαρκές για να στηρίξει ολόκληρο τον αφηγηματικό κορμό. Η νέμεση και η τιμωρία της διαπραχθείσας ύβρεως είναι απόλυτα προβλέψιμη και αναμενόμενη, ενώ και η σεναριακή απεικόνιση του υπό διάλυση γάμου της María και του Ingvar, ιδίως μετά την άφιξη του μέθυσου, άσωτου αδερφού, δεν εξετάζεται αρκετά εις βάθος. Η φιλμική γλώσσα είναι, αναμενόμενα, χαμηλότονη και βραδείας καύσεως, έχει, όμως, δυστυχώς ως αποτέλεσμα η ταινία να κινείται στον ίδιο ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκειά της και να μην απογειώνεται ποτέ.
Ο Valdimar Jóhannsson έχει όλα τα φόντα να μας απασχολήσει έντονα στο μέλλον, ακόμα και να αποτελέσει ένα από τα σημαίνοντα ονόματα στο νέο ρεύμα του σκεπτόμενου horror σινεμά, όμως το πρωτόλειο έργο του, παρά την ατμοσφαιρικότητα και την αισθητική αρτιότητά του, δεν καταφέρνει να ενταχθεί στην κατηγορία εκείνη των πραγματικά αξιομνημόνευτων horror φιλμ.