1836, Πρωσία: η 15χρονη Χάνε Νουσμπάουμ αισθάνεται μόνη, περιθωριοποιημένη από τα υπόλοιπα κορίτσια της τοπικής κοινωνίας του Κάι, μια απογοήτευση για την οικογένειά της. Μέχρι που γνωρίζει την Τέα, την κόρη της νέας, σλοβακικής καταγωγής, οικογένειας που ήρθε στο Κάι, την όμορφη Τέα με τα ξανθά, σαν άχυρο, μαλλιά. Η Χάνε και η Τέα έρχονται ολοένα και πιο κοντά, δίπλα της η Χάνε δεν αισθάνεται μίασμα, άχαρη και άσχημη όπως τα κορίτσια του χωριού την έκαναν να πιστεύει έως τότε, και ανάμεσά τους ξεκινά να αναπτύσσεται ένας δεσμός ιδιαίτερος, μοναδικός. Όμως, οι Νούσμπαουμ, όπως και όλες οι οικογένειες που μένουν στο Κάι, είναι Παλαιολουθηρανοί και διώκονται από την Ενωτική Εκκλησία για την πίστη τους, οι εκκλησίες τους λεηλατούνται και οι ιερείς τους φυλακίζονται. Γι’ αυτό, όταν εγκριθούν τα διαβατήριά τους, θα εγκαταλείψουν τον τόπο τους για την αποικία της Νότιας Αυστραλίας, θα αφήσουν πίσω την πατρίδα και τη γη τους για το δικαίωμα να λατρεύουν τον δικό τους Θεό, με κινδύνους και συνέπειες όμως δυνητικά καταστροφικές.
Η Αυστραλή Hannah Kent, συγγραφέας του best-seller Έθιμα ταφής, με το νέο της μυθιστόρημα, Λατρεία, που κυκλοφορεί και αυτό από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου, αφηγείται μια coming-of-age ιστορία, για ένα κορίτσι που αισθάνεται μόνο, διαφορετικό, που δεν επιθυμεί να καταστεί κοινωνός της στερεοτυπικής γυναικείας εμπειρίας, να συμμορφωθεί στις επιταγές της κοινωνίας, της οικογένειας και της θρησκείας για το σχήμα που οφείλει να δώσει στη ζωή της.
Το σώμα της Χάνε ωριμάζει, θηλυκοποιείται, όμως η ίδια δεν αισθάνεται έτοιμη να αποχαιρετήσει δια παντός την παιδικότητά της, δεν αναζητά σύζυγο όπως τα υπόλοιπα συνομήλικά της κορίτσια, αισθάνεται απόκληρη και διαφορετική – μέχρι που γνωρίζει την Τέα, που χορεύει στον δικό της ρυθμό σε μια κοινωνία που καταπνίγει τον χορό, που απαγορεύει κάθε μορφή απόλαυσης και λαχτάρας. Η Τέα και η μητέρα της αγκαλιάζουν το διαφορετικό, και ας τις κατηγορεί ως μάγισσες η τοπική κοινωνία, σε αυτές μπορεί η Χάνε άφοβα να εκμυστηρευτεί ότι ακούει τη φύση να της τραγουδά, τις καμπάνες που ηχούν μαζί με τις νιφάδες του χιονιού, τους ψιθύρους των δέντρων.
Σε μια οικογένεια, αλλά εντός και μιας κοινωνίας ολόκληρης, που απεχθάνεται τη στοργή, που τα μέλη της δεν αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον και όπου οι εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας είναι απευκταίες, δείγμα αδυναμίας αλλά και αιτία αιδούς, η Χάνε αισθάνεται ελεύθερη μόνο μέσα στους κόλπους της οικογένειας της Τέα, εκεί όπου το γέλιο και το κλάμα δεν είναι ντροπή, όπου μπορεί να μιλήσει για τον αδελφό που έχασε, όπου αποζητά και λαμβάνει σωματική εγγύτητα, ικανοποιεί την τόσο θεμελιώδη ανάγκη να αγγιχτεί. Η Χάνε και η Τέα χτίζουν τη δική τους εκκλησία, οικοδομούν το δικό τους ιερό μέσα στο δάσος, από μούσκλια και κλαριά, για να γιορτάσουν τη δική τους λατρεία και να δοξάσουν τον δικό τους Θεό – η μία την άλλη.
Τίποτα, όμως, δεν παραμένει ρόδινο και σύντομα θα έρθει το φευγιό και ο ξεριζωμός: η Kent, με γλαφυρές περιγραφές, σκιαγραφεί το πολύμηνο ταξίδι των αποίκων από την Ευρώπη στην Αυστραλία, ένα ταξίδι γεμάτο στερήσεις, πείνα, λοιμό και κακουχίες, σε μια αφήγηση της προσφυγιάς σπαρακτική όσο και επίκαιρη. Στο πρώτο της μέρος, η Λατρεία είναι κατά κύριο λόγο ένα βιβλίο δρόμου, ένα οδοιπορικό προς το άγνωστο και την υπόσχεση της ελευθερίας και μια σχολαστική καταγραφή ενός ταξιδιού επίπονου και κουραστικού. Στο δεύτερό της μέρος, όμως, ένα αναπάντεχο plot twist, μια μεταφυσική ανατροπή μεταβάλλει ολωσδιόλου την ειδολογική κατάταξη και τον προσανατολισμό του μυθιστορήματος – η Λατρεία είναι, πλέον, μια λυρική ελεγεία για την απώλεια, για την ορατότητα και τη μοναξιά, για την αγάπη άνευ όρων και ορίων.
Η Χάνε καταφθάνει σε έναν καινούριο τόπο, όμως δεν είναι ο τόπος που ο πατέρας της, η πίστη και η θρησκεία της είχαν υποσχεθεί, δεν είναι ένας τόπος γαλήνης, ελευθερίας και ανταμοιβής για τα βάσανα και τους κόπους, αλλά μια νέα, εγκόσμια φυλακή. Μέχρι που αποφασίζει να αποτινάξει τα περιοριστικά δεσμά της κοινωνίας και τις συμβάσεις με τις οποίες έως τότε είχε μάθει να ζει, πετά από πάνω της τα μάλλινα ρούχα, λύνει τα μαλλιά της και αγαπά ελεύθερα, άφοβα, αυτήν που θέλει να αγαπήσει.
Η Χάνε γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της προκατάληψης και μη ανοχής απέναντι στο διαφορετικό, στους Αβορίγινες ιθαγενείς της περιοχής αλλά και σε ό,τι η δογματική θρησκεία εκλαμβάνει ως αιρετικό, σε ένα διακριτικό αλλά καίριο πολιτικό σχόλιο εκ μέρους της συγγραφέα για την αποικιακή ιστορία. Παρακολουθεί τους συντοπίτες της να οικοδομούν τη νέα τους κοινότητα, να χτίζουν, να σκάβουν και να οργώνουν, να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά, να ερωτεύονται και να πεθαίνουν, εκείνη αόρατη αλλά πανταχού παρούσα, μέσα στους κορμούς των ευκαλύπτων, μέσα στα κορμιά των ζώων προς σφαγή. Άλλωστε, η ίδια η Φύση διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφήγηση, περιγράφεται λυρικά, με πληθώρα παρομοιώσεων και μεταφορών, προσωποποιείται και γίνεται συνεκτικό στοιχείο της ιστορίας.
Με ενδελεχή ιστορική έρευνα και παραστατική αναπαράσταση εποχής, με γλώσσα απλή, άμεση και μεστή στους διαλόγους αλλά (ενίοτε υπέρ του δέοντος) ποιητική στις περιγραφές, η Kent αποδεικνύει για άλλη μια φορά τη μαστοριά της στην οικοδόμηση ενός λογοτεχνικού σύμπαντος πιστού στην ιστορική αλήθεια και ταυτόχρονα ζωντανού και εναργούς, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη. Μπορεί η ιστορία να εκτυλίσσεται δύο αιώνες πριν, σε τόπους αλλότριους και μακρινούς, όμως η διαχρονικότητα και η οικουμενικότητα των θεματικών της, αυτών της ενηλικίωσης, της μοναξιάς και της αγάπης, σε συνδυασμό με τη μοναδική, απολαυστική πένα της, που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, καθιστούν το βιβλίο της Kent, παρότι μυθιστόρημα εποχής, μοντέρνο και επίκαιρο.
Η Λατρεία είναι ένα βιβλίο για την πίστη, για τη λατρεία του Θεού και τη λατρεία ανθρώπων, τη λατρεία που δεν εγκλωβίζεται εντός των περιοριστικών τειχών της οργανωμένης θρησκείας και των κοινωνικών συμβάσεων. Στον πυρήνα της, όμως, είναι ένα queer μυθιστόρημα, μια τρυφερή, βαθιά ρομαντική ιστορία αγάπης, ένα παραμύθι σκληρό και ζοφερό.
Η ηρωίδα της Kent αιχμαλωτίζεται στα ασφυκτικά δεσμά της πατριαρχίας και της προκαθορισμένης κοινωνικά μοίρας της, αυτήν του γάμου, της τεκνοποίησης και της πυρηνικής οικογένειας. Τα νυφιάτικα ρούχα και τα προικώα που η μητέρα της ράβει για εκείνη φαντάζουν σαν χειροπέδη για τις επιθυμίες της, γι’ αυτό τα απαρνιέται, και βρίσκει τον έρωτα, το άσβεστο πάθος και την αγνή αγάπη στο πρόσωπο της Τέα. Ορίζοντας έως τότε τον εαυτό της μόνο εντός σχέσεων καθήκοντος, απαιτήσεων και υποχρεώσεων – μια οικογένεια στείρα τρυφερότητας, μια κοινωνία επικριτική, μια θρησκεία τιμωρητική – βρίσκει στην αγκαλιά της Τέα την κατανόηση, την οικειότητα και την απελευθέρωση, τον τρόπο να υπάρξει και να αγαπήσει ακριβώς όπως είναι, κόντρα στις κοινωνικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις και επιταγές.
Η Λατρεία είναι ένα βιβλίο λυρικό, βαθιά συγκινητικό, για την πίστη, για την κοινότητα, για τις συντηρητικές κοινωνικές συμβάσεις και την αποδέσμευση από αυτές, για την απώλεια και το πένθος. Μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα βιβλίο για την αγάπη, εκείνη που δεν γνωρίζει απαγορεύσεις και φραγμούς, εκείνη που υπερβαίνει τα όρια ζωής και θανάτου, εκείνη που ποτέ δεν λησμονιέται, που εγγράφεται στη μνήμη και το σώμα, που το πλημμυρίζει σαν θαλασσινό νερό. Ένα από τα ομορφότερα βιβλία της χρονιάς.