Είναι κοινός τόπος το συμπέρασμα ότι το 2020 θα χαραχτεί στη μνήμη όλων μας, από τους μικρότερους μέχρι και τους μεγαλύτερους. Μέσα στο 2020 έγινε αλήθεια ένα σενάριο που λίγα χρόνια νωρίτερα θα το κατατάσσαμε στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας: μία πανδημία ξέσπασε σε όλο τον πλανήτη έχοντας προκαλέσει το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων. Για μήνες ολόκληρους οι ζωές μας πάγωσαν, κλειστήκαμε στα σπίτια μας, ενώ ακόμα και σήμερα που το εμβόλιο έχει μεν ανακαλυφθεί αλλά αργεί δε η παραγωγή του και ο εμβολιασμός σε όλες τις χώρες, δεν έχουμε ακόμα επιστρέψει σε κανονικούς ρυθμούς ζωής (ενώ χώρες όπως η Γερμανία σκληραίνουν ακόμα περισσότερο τα υγειονομικά μέτρα μπροστά στο κίνδυνο της ανεξέλεγκτης έξαρσης του ιού).
Κάποιοι ελάχιστοι είχαν προβλέψει την πιθανότητα να ξεσπάσει μία πανδημία τέτοιου βεληνεκούς. Είχαμε ζήσει κι άλλες επιδημίες μικρότερης έντασης απ’ τις αρχές του αιώνα, όμως είχαν περιοριστεί γεωγραφικά, γεγονός που είχε εν μέρει εφησυχάσει επιστήμονες και κυβερνόντες ανά τον κόσμο. Κάποιοι επιστήμονες όμως έβλεπαν τα σημάδια του κινδύνου και προειδοποιούσαν. Και τελικά επιβεβαιώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι τους. Βασισμένος σε αυτές τις προειδοποιήσεις ο Peter May είχε εμπνευστεί την ιστορία του Lockdown, του θρίλερ μυστηρίου που είχε γράψει ήδη απ’ το 2005 αντλώντας την έμπνευσή του απ’ τη γρίπη των πτηνών που είχε τρομάξει τον πλανήτη χωρίς όμως να πετύχει να διαδοθεί σε όλο τον πλανήτη και με τέτοια ταχύτητα όσο η πανδημία του Covid-19. Τότε ο Peter May, αφηγήθηκε μία ιστορία που αποτελούσε το κακό σενάριο της έξαρσης μία φονικής πανδημίας. Μάλλον έμοιαζε τόσο ανεδαφικό το σενάριό του που τότε δεν κατάφερε να βρει τον δρόμο προς το τυπογραφείο και έμεινε ξεχασμένο στο Dropbox του για χρόνια. Μέχρι που το ανέσυρε από εκεί το 2020, οπότε αντιλήφθηκε ότι πολλά απ’ τα πιο δυσοίωνα στοιχεία της ιστορίας του Lockdown είχαν πάρει σάρκα και οστά στην πραγματική ζωή. Ήταν πλέον η κατάλληλη ώρα να εκδοθεί το βιβλίο που διαφορετικά πιθανότητα θα έμενε για πάντοτε ξεχασμένο σε ένα διαδικτυακό ράφι. Έτσι κυκλοφόρησε τελικά στα μέσα του 2020 και μεταφράστηκε στα ελληνικά το φθινόπωρο από τον Γιώργο Μπαρουξή για τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Ο ιός που ξεσπά στο βιβλίο είναι ακόμα πιο επικίνδυνος απ’ τον δικό μας κορονοϊό, πολύ πιο φονικός. Οι πιθανότητες επιβίωσης απ’ την προσβολή του ιου είναι ελάχιστες, αφού η θνησιμότητα ανέρχεται στο 70-80%, ενώ το φάρμακο που κυκλοφορεί δεν έχει την ισχύ να αποτρέψει τις επιπτώσεις του ιού αλλά μόνον να μειώσει τη διάρκεια της νόσου και να ελαττώσει τα συμπτώματά του. Υπό τον απειλητικό κλοιό του φονικού ιού, το Λονδίνο (στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία) έχει μπει σε αυστηρή καραντίνα με εφαρμογή μέτρων κατάστασης πολιορκίας.
Το πώς έφτασε ο φονικός ιός στο Λονδίνο αντανακλαστικά μας θυμίζει την ταχεία διάδοση του κορονοϊού την προηγούμενη χρονιά: “Σε αυτή τη σύγχρονη εποχή των αεροπορικών ταξιδιών, ζούμε όντως σε ένα παγκόσμιο χωριό. Και έχουμε δημιουργήσει τα τέλεια εκκολαπτήρια για την αναπαραγωγή και μετάδοση του ιού με τη μορφή των λεωφορείων, των αεροπλάνων και του μετρό. Ήταν μία ωρολογιακή βόμβα που κάποια στιγμή θα έσκαγε” εξηγεί ο δρ. Μπλουμ, ένας επιδημιολόγος – φανταστικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος του May, του οποίου τα λόγια όμως θα μπορούσαν να είχαν εκστομιστεί λέξη προς λέξη από οποιονδήποτε επιδημιολόγο στην Ελλάδα ή αλλού τον τελευταίο χρόνο. Διαβάζοντας το Lockdown τέτοιες ομοιότητες με την πραγματικότητα της πανδημίας που ζούμε επανέρχονται συχνά σαν μία δυσάρεστη υπενθύμιση της τρομακτικής πραγματικότητας, σαν ένα απρόσμενο deja vu.
Εντός αυτού του εφιαλτικού τοπίου ο επιθεωρητής Τζακ Μακνιλ καλείται να διαλευκάνει το μυστήριο ενός ανατριχιαστικού εγκλήματος. Θύμα ένα μικρό παιδί, του οποίου τα οστά ανακαλύφτηκαν μέσα σε ένα σάκο πεταμένο σε ένα εργοτάξιο. Ο αποτρόπαιος φόνος του άγνωστου παιδιού πεισμώνει τον επιθεωρητή Μακνίλ, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το αστυνομικό σώμα (επειδή ο ιός έχει χτυπήσει το κατώφλι της οικογένειάς του), αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην τελευταία του αυτή υπόθεση, την εξιχνίαση του δολοφόνου του αθώου κοριτσιού. Σύντομα καταλαβαίνει ότι πίσω από τον φόβο κρύβεται κάτι μεγαλύτερο και ότι ο χρόνος του δεν είναι απεριόριστος.
Με αφορμή την εξιχνίαση του εγκλήματος θα γίνουμε μάρτυρες της εφιαλτικής κατάστασης που επικρατεί στο Λονδίνο του εγκλεισμού και της εφαρμογής του στρατιωτικού νόμου, θα βιώσουμε την αγωνία που επικρατεί στα νοσοκομεία όπου ο θάνατος είναι πανταχού παρών και θα εξερευνήσουμε μία πόλη φοβισμένη και διχασμένη με κριτήριο την κατοχή πλούτου και πολεμικού οπλισμού που μπορούν να εξασφαλίσουν έναν ασφαλή εγκλεισμό. Στις σελίδες του βιβλίου θα βρεθούμε σε ένα δυστοπικό Λονδίνο, στα σκοτεινά σοκάκια του οποίου κυριαρχεί ο ισχυρότερος, ο πιο βίαιος. Όμως κανείς δεν είναι υπεράνω του κινδύνου του θανάτου, του κινδύνου προσβολής από έναν ιό που καιροφυλακτεί να εισχωρήσει κάτω από τις μάσκες προστασίας.
Ο Peter May στο Lockdown αφηγείται το χειρότερο σενάριο της έξαρσης μία πανδημίας με κινηματογραφικό ρυθμό. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ με ενδιαφέρουσα πλοκή, πληθώρα χαρακτήρων, έντονες σκηνές δράσης και δραματικές εξελίξεις. Σίγουρα είναι μία επίκαιρη ιστορία, που θα μπορούσε από κάποιους να χαρακτηριστεί και με τον κοινότοπο δημοσιογραφικό όρο “προφητική”. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι αν αντέχουμε να διαβάσουμε μία τέτοια ιστορία σήμερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως -σχεδόν επιστημονική- φαντασία απ’ τον συγγραφέα το 2005 έχει μετατραπεί σήμερα σε σκληρό ρεαλισμό. Και παρ’ όλο που ο ιός του βιβλίου είναι διαφορετικό και πολύ φονικότερος απ’ τον Covid-19 και γενικώς η πλοκή είναι καθαρά προϊόν μυθοπλασίας, επαφίεται στο στομάχι του καθενός μας κατά πόσο αντέχει να βιώσει μία τόσο τρομακτικά ρεαλιστική εμπειρία. Απ’ αυτή την άποψη η επικαιρότητα του μυθιστορήματος του May ίσως είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα.